Ως την τελευταία πνοή

του Γιώργου Γιαντά

Ο Αλέξανδρος Βελισσαρίου σπουδάζει Νομική και δέχεται την πρόταση του θείου του να τον ακολουθήσει στη Σμύρνη. Βρισκόμαστε εν τω μέσω του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και το πετράδι της Ιωνίας είναι μια από τις ομορφότερες πόλεις του κόσμου. Ο Αλέξανδρος εργάζεται στο οινοποιείο του αγαπημένου του συγγενή και ζει πολλά γεγονότα που τον επηρεάζουν. Όταν όμως, μετά τον Εθνικό Διχασμό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος βγάζει την Ελλάδα στον πόλεμο τα πάντα αλλάζουν και ο Αλέξανδρος σταδιακά γνωρίζει και την άλλη πλευρά του νομίσματος. Τι τον οδηγεί στην απόφασή του να στρατευθεί εθελοντικά; Πώς θα επιβιώσει από τις κακουχίες της προέλασης προς τον Σαγγάριο; Θα ξαναδεί τα αγαπημένα του πρόσωπα;

Το μυθιστόρημα είναι η πρώτη συγγραφική απόπειρα ενός ανθρώπου που στο διάστημα που μεσολάβησε βελτιώθηκε αισθητά από άποψη θεματολογίας και γραφής. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν δέκα χρόνια και τώρα επανατυπώθηκε, χαρίζοντάς μας εκ νέου μια άλλη οπτική γωνία της μικρασιατικής εκστρατείας του 1919 και καταστροφής του 1922. Έχοντας διαβάσει πάρα πολλά μυθιστορήματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, ομολογώ πως το κείμενο έχει να προσφέρει κάτι καινούργιο, μιας και ο Αλέξανδρος Βελισσαρίου ζει και τις δυο πλευρές (στρατό και κοινωνική ζωή) ενώ με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του με έφερε στο πλάι του και μου έδειξε χιλιάδες μικρολεπτομέρειες από τα παρασκήνια αλλά και από την πρώτη γραμμή των γεγονότων. Δεν παύει να είναι ένα πυκνογραμμένο κείμενο, τόσο γεμάτο που ίσως αποθαρρύνει όσους δεν αγαπούν λίγο παραπάνω να διαβάζουν γι’ αυτήν τη χρονική στιγμή και για τη Σμύρνη, που όμως με βοήθησε να καταλάβω πολλές κινήσεις και διπλωματικούς ελιγμούς που έφεραν την Ελλάδα στο χείλος της μικρασιατικής καταστροφής ενώ ταυτόχρονα η λαμπερή, τρυφηλή κοινωνική ζωή ξεδιπλώνεται σε όλη της τη χάρη. Από την άλλη, δοκίμασα να προσπεράσω κάποιες γραμμές, ακριβώς γιατί ένιωσα «μπουκωμένος» από όλα αυτά αλλά και λόγω αρκετών τυπογραφικών λαθών και προβλημάτων στη στοιχειοθεσία, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω σχεδόν αμέσως πως οι εξελίξεις τρέχουν και μπορούν να συμβούν ακόμη και μέσα σε μια παράγραφο που εγώ προσπέρασα, οπότε επέστρεψα στον γνώριμο ρυθμό ανάγνωσης, αγχωμένος για τον χρόνο που περνάει αλλά αποζημιωμένος με τα μελετημένα ψυχογραφήματα και τις μη αναμενόμενες εξελίξεις.

Η ιστορία ξεκινάει με τον πρωταγωνιστή να κάνει μια εξομολόγηση από καρδιάς. Έμπειρος και καταπονημένος υπερήλιξ, τώρα δίπλα στη θάλασσα που δεν παύει να του στέλνει οιμωγές και ακέφαλα πτώματα, σ’ ένα ορφανοτροφείο της Μυτιλήνης, αναπολεί τη ζωή του. Γράφει τις σκέψεις του, τις εμπειρίες του, τα βιώματά του, απευθυνόμενος σε δεύτερο ενικό σ’ έναν δυνητικό αναγνώστη (τουλάχιστον στα πρώτα κεφάλαια). Διακριτικά είρων αλλά και σεβαστικός απέναντι στο στράτευμα και τις τύχες της Ελλάδος: «Ίσως τελικά αυτός ήταν ο δικός μου προορισμός. Να σας μεταφέρω μια δίνη, έναν μικρό κυκλώνα Ιστορίας, έτσι όπως τον έζησα. Θέλησα να είμαι ειλικρινής» (σελ. 22). Δεν είναι άλλος ένας ήρωας πολέμου που θέλει ν’ αφηγηθεί τα γεγονότα αλλά ένας άνθρωπος που αγωνίζεται να φωτίσει όλες τις πλευρές ης αλήθειας: «Δε με ενόχλησε ποτέ η προσπάθεια των νεοτέρων να ακούσουν για τα γεγονότα. Μ’ ενοχλούσε όμως απίστευτα το ότι δεν ήθελαν να μάθουν την αλήθεια. Είχαν διαβάσει ά ακούσει κάπου για την εκστρατεία και το Μικρασιατικό και τη μαρτυρία μου την ήθελαν απλώς ως ένα κομμάτι για τη συλλογή τους» (σελ. 23). Έχει καταλήξει σε πικρά συμπεράσματα: «Οι απλοί άνθρωποι, δυστυχώς, δεν αποφασίζουν ποτέ για τις τύχες τους. Ακόμη κι όταν αρπάξουν το τουφέκι να αμυνθούν για το χώμα, το σπίτι, τα παιδιά και τη γυναίκα τους, υπάρχουν άλλοι που έχουν φέρει τον εχθρό έξω από την πόρτα» (σελ. 18). Και στο τέλος παραδέχεται: «Η Ιστορία για μένα δεν είναι παρά άνεμος. Άλλοτε γλυκός κι ανάλαφρος, άλλοτε βορινός κι αμείλικτος» (σελ. 18).

Το 1916 ο Αλέξανδρος παίρνει την απόφαση να δουλέψει κοντά στους θείους του, Σωτήρη και Θεανώ, στη Σμύρνη για να στηρίξει τον ψαρά πατέρα του. Αμπέλια και κρασί, κέρδος και εμπόριο αλλά και ο έρωτας τον απασχολούν. Ο Αλέξανδρος, παρ’ όλη τη στρωμένη αρχικά δουλειά, βάζει τον καλύτερό του εαυτό. Διαπιστώνει μάλιστα, με αφορμή τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1916 στην Αθήνα με τον βομβαρδισμό από τον ναύαρχο Λουί Νταρτίζ ντε Φουρνιέ, πως οι περισσότεροι Σμυρνιοί προτιμούν τα γλέντια και τις βεγγέρες τις ελεύθερες ώρες τους και αγνοούν τρομακτικά το τι συμβαίνει παραπέρα ή, ακόμη χειρότερα, στην ελεύθερη Ελλάδα. Στη συνέχεια, ο νέος διαπίστωσε πως το εμπόριο και το κέρδος εφησυχάζουν τους Έλληνες που κάνουν κουμάντο στα πράγματα και τροφοδοτούν τους Τούρκους που δεν έχουν λόγο να σηκώσουν τουφέκι, κανείς όμως δεν υπολόγισε τον κρυφό πόθο για λευτεριά που κατέτρωγε τα σωθικά των Τούρκων.

Ο φέρελπις και φιλόδοξος Αλέξανδρος ήρθε στη Σμύρνη χωρίς να γνωρίζει ούτε να σκέφτεται τα γεγονότα του πολέμου γύρω του καθώς και τις πιθανές συνέπειές τους για την ευμάρεια στην οποία κλήθηκε να ζήσει. Η συμβολή του καθηγητή της Ευαγγελικής Σχολής Βενετόπουλου στην αφύπνισή του είναι σημαντική, μιας και περιγράφει εύληπτα και με ακριβοδίκαια επιχειρήματα κάθε πτυχή της κατάστασης, τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα μιας ουδέτερης Ελλάδας, την επιζήμια εμμονή του βασιλιά σε αυτήν τη στάση, τις βλέψεις Τούρκων και Βούλγαρων που πολεμούν κατά της Ελλάδος, για τον αγώνα δρόμου των Τούρκων στο πλαίσιο του πολέμου να κάνουν την Τουρκία ξανά μουσουλμανική και πολλά άλλα. Ο κύκλος του εργοστασιάρχη θείου είναι μια μικρογραφία εκείνης της Σμύρνης: «Πρώτη φορά καταλάβαινα, κοιτώντας τους όλους, το κοινό που είχε η μεγάλη αυτή παρέα: τη διαφορετικότητα! Μια διαφορετικότητα που γεννούσε το ενδιαφέρον κι έκανε τη γνώμη του καθενός σημαντική ως πολύτιμη» (σελ. 125).

Με άφθαστο λυρισμό και πολλές λεπτομέρειες αναδεικνύεται η ομορφιά της Σμύρνης. Χρώματα κι αρώματα, κτήρια και άνθρωποι, συναγωνίζονται μεταξύ τους σε κάλλος και κομψότητα ενώ η ίδια η πόλη λάμπει μαζί με τους κατοίκους της όταν δύει ο ήλιος. Οι επισκέψεις του Αλέξανδρου στη βιβλιοθήκη της Ευαγγελικής Σχολής μας ταξιδεύουν πίσω στον 5ο αι. π. Χ. με την ιστορία των ιδεών και της φιλοσοφίας που γεννήθηκαν στην Ιωνία και παρατίθενται σύντομες πληροφορίες που συμπληρώνουν αρμονικά και κατάλληλα το παζλ της Μικράς Ασίας που θα διαλυθεί σύντομα σε χιλιάδες κομμάτια. Η αφήγηση είναι αρκετά λεπτομερής, με πολλά μικρογεγονότα και περιστατικά από την καθημερινή ζωή της Σμύρνης, με τον Αλέξανδρο στο επίκεντρο, κάτι που είναι αρκετά θετικό για όσους αγαπούν να διαβάζουν για το πετράδι της Ιωνίας και για την κοινωνική ζωή των Ελλήνων εκεί. Μάλιστα, συγκινήθηκα όταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έκανε ένα μόρτικο πέρασμα από το στέκι του πρωταγωνιστή στις Μεγάλες Ταβέρνες: «Συρματοπλέγματα βαριά, ζώνουν τη δόλια μου καρδιά».

Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που περνάει ο Γιώργος Γιαντάς τα γεγονότα μέσα από τη ζωή του πρωταγωνιστή. Είναι ένας νέος και γοητευτικός άντρας που απολαμβάνει την άνετη οικονομικά ζωή στο πλάι του θείου του, βοηθώντας τον φυσικά με το μυαλό του και τις ικανότητές του και ως εκ τούτου αποκτώντας τον δικό του μισθό, όμως μέσα από μια σειρά γεγονότων και αποκαλύψεων καταλαβαίνει τις εύθραυστες ισορροπίες στη Μικρά Ασία. Διαπιστώνει με απρόσμενο τρόπο τις προετοιμασίες των Συμμάχων στα παράλια της Μικράς Ασίας για να εδραιώσουν τα εκεί συμφέροντά τους, καταλαβαίνει πως στην Ελλάδα δεν είναι απλά τα πράγματα, δεν είναι μόνο η κόντρα με ουδετερότητα βασιλιά ή κήρυξη πολέμου με πρωθυπουργό αλλά κάτι πολύ βαθύτερο που ίσως οδηγήσει στη Μεγάλη Ελλάδα, αντιλαμβάνεται τη λυκοφιλία μεταξύ Τούρκων κι Ελλήνων, επηρεάζεται από τη Ρωσική Επανάσταση και τις αλλαγές που επιφέρει αυτή στην πολιτική επικαιρότητα, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της πορείας των Αρμενίων που αγωνίζονται να ξεφύγουν από το μένος των Τούρκων κι όλα αυτά έρχονται σε έντονη αντίθεση με την τρυφηλή ζωή στη Σμύρνη.

Αρχίζει λοιπόν σιγά σιγά να διαμορφώνει μια προσωπικότητα που θέλει ν’ αντισταθεί στη δωροδοκία του θείου του προς τις τουρκικές αρχές που τον θέλουν για τα Τάγματα Εργασίας, να βλέπει με μεγαλύτερη οξύνοια τις αλλαγές στη μητέρα Ελλάδα, να ρωτάει, ακόμη και να κατασκοπεύει με τον δικό του τρόπο, χωρίς να σταματάει στιγμή η κοινωνική και ερωτική του ζωή, που είναι εξίσου γεμάτη και ανατρεπτική. Βρίσκεται πλέον σε αδιέξοδο: «Πλουτίζω με τον μπάρμπα κυρίως από τα λεφτά των Ιταλών, που έρχονται να πάρουν εδάφη στη Μικρά Ασία, ενώ Ελληνόπουλα εξαφανίζονται σε επιστρατεύσεις των Τούρκων ή πολεμούν για την Αντάντ στην ελεύθερη Ελλάδα…Κι εγώ; Με ποιον είμαι τελικά; Τι θα πουν για μένα όταν τελειώσουν όλα αυτά; Πως έγινα ζάμπλουτος στη Σμύρνη τα χρόνια που οικογένειες χήρευαν κι ορφάνευαν;» (σελ. 301). Προς Θεού, ούτε σωρεία αμπελοφιλοσοφιών έχουμε, ούτε υπερβολικά αριθμό σκέψεων που καθυστερούν την καθαυτή δράση, αντίθετα, σκέψεις και πράξεις εναλλάσσονται, γεγονότα παρατίθενται απανωτά, το κείμενο θέλει τον χρόνο του και την ησυχία του για να απολαύσει κανείς ένα σωστό ψυχογράφημα εποχής και χαρακτήρων. Και πόσο τραγικό να ξεδιπλώνονται με τον παραστατικό αυτόν τρόπο γραφής ευτυχισμένες εικόνες από αποκριάτικα πανηγύρια, ξεφαντώματα γάμων, βόλτες στο δειλινό, ερωτικά σκιρτήματα, όταν ξέρεις πως σε λίγα χρόνια όλα αυτά θα αφανιστούν από τον χάρτη…

Τέλη του 1918 ο Αλέξανδρος πηγαίνει εθελοντικά στον στρατό και τον στέλνουν στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Αυτό δίνει την αφορμή στον συγγραφέα να περιγράψει με δωρικό συναισθηματισμό όλες τις εκφάνσεις μεταξύ των Ελλήνων στρατιωτών που τελικά διατάχτηκαν να πλεύσουν προς τη Σμύρνη. Χαρά, ανυπομονησία, ρίγη συγκίνησης, εθνική υπερηφάνεια δίνονται και πάλι παραστατικά και εκ των έσω, με ποικιλία απόψεων και συμπεριφορών μα πάνω απ’ όλα με συγκίνηση, οπότε και πάλι η τραγική ειρωνεία στέκεται περήφανη μπροστά μας, μιας και όλα αυτά τα μεγαλεία θα εξαφανιστούν (ναι, ο συγγραφέας αναφέρει και τα ελληνικά έκτροπα πλιάτσικου με την άφιξη των στρατιωτών). Η Ιστορία μέσα από τα μάτια των Σμυρνιών και των στρατιωτών δίνει ακόμη βαρύτερο τόνο στην εξιστόρηση. Δεν κρύβω μάλιστα πως δάκρυσα από τις ρεαλιστικές περιγραφές της άφιξης του στρατού στην προκυμαία του Κε.

Και μετά τον Σαγγάριο, τι; «…δεν ήθελα να ανήκω σε κανένα διχασμό, σε καμιά πλευρά του… Μα όλοι στην εποχή μου, ειδικά στο στράτευμα, ήθελαν να ξέρουν, να πιστεύουν έστω, πως γνωρίζουν το πού ανήκεις ιδεολογικά. Τούτο τους έδινε μια ασφάλεια… Θεωρούσα ανώφελο τότε να εξηγώ στον καθέναν εκείνες τις σκέψεις μου. Άλλωστε, τα γεγονότα έτρεχαν πολύ πιο γρήγορα κι από εκείνες τις συζητήσεις» (σελ. 646). Σπάει το μέτωπο, ο πρωταγωνιστής περνάει στην κυριολεξία του λιναριού τα πάθη, και αναρωτιόμουν αν και πώς θα καταφέρει να ξεφύγει. Οι βιασμοί, οι λεηλασίες, οι αποκεφαλισμοί, το αίμα που ερέθιζε τους τσέτες περιγράφονται, σκοτεινιάζοντας τις πρώτες σελίδες μόνο που το τέλος της ιστορίας θα γραφτεί αλλού, άλλοτε κι αλλιώς, με τρόπο χιλιοδοσμένο, όμως τόσο λυρικά γραμμένο που βούρκωσα (ναι, πάλι).

Το μυθιστόρημα, όπως έγραψα και στην αρχή, επανακυκλοφορεί δέκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση με εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα, όπου επεξηγεί τις συνθήκες και τον τρόπο με τον οποίο γράφτηκε, επιδιώκοντας να είναι διδακτικό και συναρπαστικό και παίρνοντας όσο γίνεται ουδέτερη θέση απέναντι στα γεγονότα, μιας και όλοι ξέρουμε πως πάντα σε περιόδους τέτοιων εντάσεων θα υπάρχουν ακρότητες κι από τις δυο μεριές, «ωστόσο, κάθε σχολαστικός ερευνητής μπορεί να εξάγει σαφή συμπεράσματα γύρω από τις διαφορές στο DNA των δύο λαών, τις ιδιοσυγκρασίες και τα γνωρίσματα που τις διακρίνουν» (σελ. 13). Έχοντας διαπιστώσει πως το μίσος, ο φανατισμός και η εχθρότητα υποδαυλίζονται και τότε μεταβάλλουν δραματικά τις φιλήσυχες σχέσεις των ανθρώπων, ο συγγραφέας τονίζει πως το πρώτο όπλο που οφείλει κανείς να κρατά στα χέρια του είναι η κατά το δυνατόν σωστή παιδεία για να μην καταντήσει χειραγωγήσιμος, «Αυτό εξάλλου αποτελεί και σπουδαίο ηθικό χρέος: να παραμένεις Άνθρωπος. Όποιες κι αν είναι οι συνθήκες» (σελ. 14).

«Ως την τελευταία πνοή» περιμένεις κάποιον ή κάτι, τον άνθρωπό σου ή μια ελπίδα. Αυτή η φράση ξεδιπλώνεται σε όλες της τις εκφάνσεις στο μυθιστόρημα του Γιώργου Γιαντά που περιγράφει εκ των ένδον τη ζωή των Ελλήνων της Σμύρνης, τα λάθη και τις προδοσίες των πολιτικών και των κυβερνήσεων, την εξουθενωτική πορεία του αρχικά νικηφόρου και απελευθερωτή ελληνικού στρατού και τους απάνθρωπους διωγμούς πριν και μετά το μοιραίο 1922.  Πλούσιο, συμπυκνωμένο, λεπτομερές, όσο γίνεται ακριβοδίκαιο με κράτησε, παρ’ όλους τους δισταγμούς μου και το βάρος των πληροφοριών, μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο.

Πάνος Τουρλής