Χάρτινες πόλεις

του John Green

Ο Κουέντιν Τζέικομπσεν είναι μαθητής της Γ΄ λυκείου και ζει στο Ορλάντο της Φλόριντα. Έχει δύο καλούς φίλους, με τα δικά τους «κολλήματα» ο καθένας και αγαπάει ακόμη πλατωνικά τη Μάργκο Ροθ Σπίγκελμαν. Ένα βράδυ, η Μάργκο εισβάλλει στο δωμάτιό του και τον καλεί στη μεγαλύτερη και εντυπωσιακότερη νύχτα της ζωής του, όπου σκαρώνουν κάτι απίστευτες φάρσες, αλλά το πρωί η Μάργκο δεν ξανάρχεται στο σχολείο. Ούτε την επόμενη μέρα. Τι της συνέβη ξανά; Γιατί εξαφανίστηκε πάλι και τι ίχνη άφησε πίσω της για να την εντοπίσει ο Κουέντιν; Θα καταφέρει να τη βρει; Τι θα κερδίσει πραγματικά ως άνθρωπος και σε τι θα ωφελήσει τον αναγνώστη να διαβάσει μια τέτοια καλοδουλεμένη ιστορία;

Όταν τελείωσα το βιβλίο, η πρώτη μου ερώτηση ήταν: «Γιατί δε βγαίνουν κι άλλα τόσο ωραία βιβλία;» Έζησα ένα υπέροχο ταξίδι αυτογνωσίας, εφηβικής τρέλας και ειλικρίνειας. Ο συγγραφέας μου χάρισε μια απίστευτα σκανταλιάρικη νύχτα, κάνοντάς με κοινωνό του καλά καταστρωμένου σχεδίου της Μάργκο, έχοντας στερεώσει δυνατά το πώς και το γιατί αυτών των πράξεων και μετά, πουφ, η Μάργκο εξαφανίζεται! Το κείμενο δεν είναι αστυνομικό, αν κι έχει σασπένς και ανατροπές και ίχνη που οδηγούν το ένα στο άλλο. Αντιθέτως, είναι ψυχολογικό και κοινωνικό, με τις απαραίτητες νότες νεανικής κουλαμάρας για να ελαφρύνει όσο χρειάζεται το σύνολο και να μην κουραστεί ο αναγνώστης.

Η γραφή είναι γρήγορη, τρέχει χωρίς να λαχανιάζει, πότε προφορική και πότε πιο αργή, με τον Κουέντιν να μας λέει σε πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειές του. Υπάρχουν πάμπολλες παρατηρήσεις πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία, άλλωστε όλες οι περιπέτειες που διαδραματίζονται εδώ είναι αλληλεξαρτώμενες και αλληλένδετες. Και ακριβώς εφόσον το μυθιστόρημα είναι γραμμένο υποτίθεται από έναν έφηβο, δεν είναι καθόλου βαρετό. Από τη διασκεδαστική, αγωνιώδη εκείνη νύχτα φτάνουμε σε έναν αγώνα δρόμου μέχρι να βρεθεί η Μάργκο, έψαξα μαζί με τον Κουέντιν και την παρέα του ψίχουλο προς ψίχουλο τα ίχνη που άφησε πίσω της, σιχάθηκα εξίσου το ποίημα του Ουώλτ Ουίτμαν «Το τραγούδι του εαυτού μου», που στις μεταφορές του και στις λυρικές εικόνες του κρύβονται ίσως σημαντικά στοιχεία για να εντοπιστεί η Μάργκο. Κι όλα αυτά ενώ το σχολικό έτος πλησιάζει στο τέλος του και ο χορός των αποφοίτων αχνοφαίνεται στο βάθος. Και ναι, ειλικρινά πιστεύω πως είναι ό,τι πιο ψυχοφθόρο σαν δοκιμασία, μιας και στον χορό των τελειοφοίτων βγαίνουν όλες οι αληθινές πλευρές των μαθητών και στην κοινωνική συμπεριφορά και στην αυτογνωσία και στα όρια που μπορεί να φτάσει κανείς για να συνοδευτεί στον χορό, για να φιλήσει στον χορό, για να γίνει ντίρλα στον χορό.

Ο συγγραφέας καταφέρνει να μου δείξει όλες τις πτυχές του πρωταγωνιστή και της παρέας του, τόσο που κάποιους ήθελα να τους αγαπήσω και κάποιους να τους μπουφλίσω. Στη συνέχεια, με μια ωραία ανατροπή, λίγο πριν ξεκινήσει το ταξίδι για τη Μάργκο και για την αληθινή ταυτότητα του καθενός, υπήρξε ένα πολύ συγκινητικό απόσπασμα για τη φιλία, όχι με λόγια αλλά με πράξεις. Κι έτσι το βιβλίο από «Τρελό γουίκεντ στου Μπέρνι» μετατρέπεται σε Mad Max κι ακολουθεί ένα road trip ως την πολιτεία της Νέας Υόρκης τόσο αυστηρά προγραμματισμένο από θέμα χρόνου όσο και ασύλληπτα κωμικό ταυτόχρονα με τις γκάφες στις οποίες υποπέφτουν τα παιδιά. Και λίγες σελίδες πριν το τέλος, ως αναγνώστης και ως άνθρωπος, αναγκάστηκα να παραδεχτώ πράγματα στον εαυτό μου για να μπορέσω να απολαύσω το τέλος και να αγκαλιάσω πιο σωστά τη Μάργκο και την κάθε Μάργκο που με περιμένει στο τέλος του ταξιδιού της αυτογνωσίας.

Μακάρι να μπορούσα να σχολιάσω τον τίτλο του βιβλίου, φοβάμαι όμως ότι θα προβώ σε αποκαλύψεις, μιας και ο συγγραφέας παίζει με τον όρο «χάρτινες πόλεις» και τη διττή τους σημασία. Πανέξυπνο κείμενο, ευρηματικό, ισορροπεί άψογα πάνω σε όλα τα είδη του μυθιστορήματος που καλείται να υπηρετήσει και ειλικρινά δε με ένοιαξε πώς θα τελειώσει αλλά πώς θα τελειώσω εγώ το βιβλίο, τι θα αλλάξει μέσα μου, τι θα ανατρέψει την κοσμοθεωρία μου. Κι όλο αυτό χωρίς βαρύγδουπες ορολογίες, κουραστικές σχολαστικές παρατηρήσεις κλπ. Δε γίνεται να μη γελάσεις για παράδειγμα με την επιτυχημένη παρομοίωση: «Ο τύπος ακούγεται λες και είναι ένας αλκοολικός Κέρμιτ που πάσχει από καρκίνο του λάρυγγα» (σελ. 140) αλλά και να μην προβληματιστείς όταν η πλοκή σε φέρνει προ των δικών σου ευθυνών και σου πετάει λέξεις-κλειδιά για να μη φοβάσαι όταν μένεις μόνος με τον άλλον.

Υπέροχο, απολαυστικό, σοβαρό, ανατρεπτικό, μου χάρισε ένα ταξίδι ζωής και ναι, είμαι φανατικός του John Green και μίσησα την ξερόλα αλλά δεν-ξέρω-τι-θέλω Μάργκο!

Πάνος Τουρλής