Χάρολντ Πίντερ

Ο Χάρολντ Πίντερ (Harold Pinter) γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1930 στον δήμο Χάκνεϊ του Λονδίνου, από μητέρα μοδίστρα εβραϊκής καταγωγής. Μεγαλώνοντας ήρθε σε επαφή με αντισημιτικές εκδηλώσεις, και παράλληλα άρχισε να κάνει την εμφάνισή της η τάση του προς τη δραματουργία. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απομακρύνθηκε από το Λονδίνο σε ηλικία εννέα ετών, και επέστρεψε όταν έγινε δώδεκα. Έχει πει ότι η εμπειρία του από τους βομβαρδισμούς δεν έπαψε ποτέ να τον συνέχει. Πίσω στο Λονδίνο παρακολούθησε το σχολείο μέσης εκπαίδευσης του δήμου Χάκνεϊ, όπου μεταξύ άλλων χαρακτήρων υποδύθηκε τον Μάκβεθ και τον Ρωμέο στις παραγωγές που σκηνοθέτησε ο Τζόζεφ Μπρίρλεϊ. Αυτό τον οδήγησε να επιλέξει την σταδιοδρομία του ηθοποιού. Το 1948 έγινε δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης. Το 1950 δημοσίευσε τα πρώτα ποιήματά του. Το 1951 έγινε δεκτός στην Κεντρική Σχολή Λόγου και Δράματος. Το ίδιο έτος κέρδισε μια θέση στη ιρλανδική επιχείρηση ρεπερτορίου Anew McMaster's, διάσημη για τις αποδόσεις των έργων του Σαίξπηρ.  Ο Πίντερ περιόδευσε πάλι μεταξύ 1954 και 1957, χρησιμοποιώντας το σκηνικό όνομα Ντέιβιντ Μπάρον. Από το 1956 έως το 1980 ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Βιβιέν Μέρκαντ. Το 1980 παντρεύτηκε τη συγγραφέα και ιστορικό Αντωνία Φρέιζερ.

Ο Πίντερ ξεκίνησε να γράφει θέατρο το 1957 με «Το Δωμάτιο», που παρουσιάστηκε στο Μπρίστολ. Άλλα πρώιμα έργα του ήταν το «Πάρτι Γενεθλίων» (1957), αρχικά ένα φιάσκο θρυλικών διαστάσεων, αλλά μετέπειτα ένα από τα πιο συχνά παιγμένα έργα του, και «Ο Άλαλος Σερβιτόρος» (1957). Η αναγνώρισή του ήρθε με το έργο «Ο Επιστάτης» (1959), το οποίο ακολούθησε το έργο «Ο Ερχομός στο Σπίτι» (1964) καθώς και άλλα θεατρικά έργα.

Ο Χάρολντ Πίντερ θεωρείται γενικά ως ο κύριος εκπρόσωπος του βρετανικού δράματος κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Το ότι θεωρείται ένας σύγχρονος κλασικός αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το όνομά του χρησιμοποιείται συχνά με τη μορφή επιθέτου (Πιντερικός) για να περιγράψει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και ένα ξεχωριστό περιβάλλον μέσα στο θεατρικό δράμα.

Το θέατρο του Πίντερ στα βασικά στοιχεία του: ένας περίκλειστος χώρος και ένας απρόβλεπτος διάλογος, όπου οι άνθρωποι είναι στο έλεος ο ένας του άλλου και όπου η προσποίηση θρυμματίζεται. Με ελάχιστη πλοκή, το δράμα προκύπτει από την πάλη για την εξουσία αλλά και την απόκρυψη-και-επιδίωξη της συνομιλίας. Το θέατρο του Πίντερ θεωρήθηκε αρχικά ως παραλλαγή του «θεάτρου του παραλόγου», αλλά αργότερα χαρακτηρίστηκε, πιο ταιριαστά, ως «κωμωδία της απειλής», με ένα ύφος δια του οποίου ο συγγραφέας μας επιτρέπει να αφουγκραστούμε το παιχνίδι της κυριαρχίας και της υποβολής που κρύβεται στις πιο εγκόσμιες συνομιλίες. Σε ένα χαρακτηριστικό θεατρικό έργο του Πίντερ συναντάμε ανθρώπους που προφυλάσσουν τον εαυτό τους απέναντι στην παρείσφρηση του ξένου ή απέναντι στις ίδιες τους τις παρορμήσεις με την περιχαράκωσή τους σε μια μειωμένη και ελεγχόμενη ύπαρξη. Ένα άλλο κύριο θέμα του είναι η αστάθεια και η απατηλότητα του παρελθόντος.

Έχει ειπωθεί για τον Χάρολντ Πίντερ ότι, μετά από μια αρχική περίοδο ψυχολογικού ρεαλισμού, προχώρησε σε μια δεύτερη, περισσότερο λυρική, φάση με έργα όπως το «Τοπίο» (1967) και η «Σιωπή» (1968) και τελικά σε μια τρίτη, εκείνη της πολιτικής με τα «Ένα Για Το Δρόμο» (1984), «Η Γλώσσα των Βουνών» (1988), «Η Νέα Παγκόσμια Τάξη» (1991) και άλλα έργα. Αλλά αυτή η κατάτμηση σε περιόδους μοιάζει υπεραπλουστευμένη και αγνοεί μερικά από το ισχυρότερα γραπτά του, όπως τα «No Man's Land» (1974) και το «Στάχτη σε Στάχτη» (1996). Στην πραγματικότητα η συνοχή στο έργο του είναι αξιοπρόσεκτη, και τα πολιτικά θέματά του μπορούν να θεωρηθούν ως ανάπτυξη της ανάλυσης του πρώιμου Πίντερ πάνω στην απειλή και την αδικία.

Από το 1973 ο Πίντερ έχει κερδίσει την αναγνώριση ως μαχητής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, παράλληλα με το γράψιμό του. Συχνά έχει υιοθετήσει στάσεις που θεωρούνται αμφισβητούμενες. Ο Πίντερ έχει γράψει επίσης ραδιοφωνικά θεατρικά έργα και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Μεταξύ των πιο γνωστών σεναρίων του είναι για τα έργα «Ο Σερβιτόρος» (1963), «Το Ατύχημα» (1967), «Ο Μεσολαβητής» (1971) και η «Γυναίκα του Γάλλου Υπολοχαγού» (1981, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τζων Φόουλς). Έχει επίσης συνεισφέρει πρωτοποριακά στη σκηνοθεσία. Του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2005 και πέθανε το 2008 στο Λονδίνο.

Πηγή: http://nobelprize.org/