Τραγωδία σε τρεις πράξεις

της Agatha Christie

Ο Ηρακλής Πουαρό είναι καλεσμένος σε επίσημο δείπνο που παραθέτει ο διάσημος ηθοποιός Τσαρλς Κάρτραϊτ στην εξοχική του κατοικία. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ ευχάριστη ώσπου ο αιδεσιμότατος Στίβεν Μπάμπινγκτον πέφτει νεκρός. Σύντομα ένας από τους παρισταμένους δολοφονείται σε άλλη δεξίωση κι έτσι ο Ηρακλής Πουαρό αναλαμβάνει δράση.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ενδεδυμένο με όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας θεατρικής παράστασης. Πράξη πρώτη: Υποψία, Πράξη δεύτερη: Βεβαιότητα και Πράξη Τρίτη: Αποκάλυψη. Σκηνοθεσία: Σερ Τσαρλς Κάρτραϊτ, βετεράνος ηθοποιός και οικοδεσπότης της βραδιάς κατά την οποία χάνει τη ζωή του ο εφημέριος Μπάμπινγκτον. Βοηθοί σκηνοθέτη η Ερμιόνη Λίον Γκορ που ενδιαφέρεται για τον Κάρτραϊτ και ο Σάτερθγουεϊτ που συνεργάζεται για την επίλυση του μυστηρίου. Φωτισμοί: Ηρακλής Πουαρό φυσικά, με την απαραίτητη αυλαία να πέφτει στο γνωστό σκηνικό των υποθέσεών του, με τους υπόπτους να συγκεντρώνονται σ’ έναν χώρο και ο ντετέκτιβ να αποκαλύπτει αργά και βασανιστικά την αλήθεια.

Οι καλεσμένοι και το φιλικό περιβάλλον του ηθοποιού δίνουν την ευκαιρία στη συγγραφέα να διαλέξει πολύ προσεκτικά διαφορετικές όψεις της αγγλικής κοινωνίας, φυσικά με έμφαση στους αστικούς κύκλους. Γραμματείς και ηθοποιοί, γιατροί και εφημέριοι, κουτσομπολιά και φήμες, πάθη και μίση όλα αρμονικά εντεταγμένα σ’ ένα συνονθύλευμα στη σκιά του οποίου δρα ένας δολοφόνος. Βασικός άξονας των εξελίξεων είναι ο ανομολόγητος έρωτας μεταξύ του Καρτράιτ και της νεότερής του Ερμιόνης Λίτον Γκορ, κάτι που δίνει άφθονη τροφή για κουτσομπολιά ενώ το μεταξύ τους παιχνίδι «σε θέλω, κάνε κάτι, δε σε θέλω, πώς σου ήρθε;» δίνει λαβή στη συγγραφέα να τονίσει πόσο διαφορετικά φλερτάρανε κάποτε και πώς τώρα. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ερμιόνη ήταν παρούσα και στον δεύτερο θάνατο και παρακάλεσε τον Καρτράιτ να έρθει προς βοήθειά της, μια κίνηση απελπισίας αλλά και άκρως ρομαντική! Έτσι, ο ηθοποιός, μαζί με τον φίλο του, κύριο Σάτερθγουεϊτ, ξεκινάνε μια σειρά από έρευνες και ερωτήσεις και με την πολύτιμη βοήθεια της Ερμιόνης σχηματίζουν ένα ενδιαφέρον ερευνητικό τρίο. Ο Ηρακλής Πουαρό αρχικά τους βοηθάει ως παρατηρητής, σύντομα όμως οι εξελίξεις τον αναγκάζουν να αφοσιωθεί στα φαιά του κύτταρα και να εξιχνιάσει την υπόθεση.

Μάλιστα, ο διευθυντής της τοπικής αστυνομίας, συνταγματάρχης Τζόνσον, είναι ενθουσιασμένος από τη γνωριμία του με έναν ηθοποιό του θεάτρου που τον επισκέπτεται για πληροφορίες ως προς τον δεύτερο θάνατο: «Κι εμένα μου αρέσει το θέατρο, αλλά να είναι το έργο καλό, σοβαρό, όχι σαν κι αυτές τις σαχλαμάρες που ανεβάζουν στη σκηνή στην εποχή μας…» (σελ. 82). Ταυτόχρονα, μόλις λίγες σελίδες νωρίτερα, επαινούνταν η θεατρική καινοτομία: «Δίπλα στον κύριο Σάτερθγουεϊτ καθόταν η δεσποινίς Γουίλς, το θεατρικό έργο της οποίας, Ο μονόδρομος, είχε γίνει δεκτό με διθυράμβους από τους κριτικούς, που το χαρακτήριζαν ό,τι πιο πνευματώδες και τολμηρό είχε ανέβει στο Λονδίνο εδώ και κάποια χρόνια» (σελ. 34). Αυτό είναι ένα ελάχιστο δείγμα της ποικιλίας των δειγμάτων που παραθέτει σε κάθε της σχεδόν έργο η Agatha Christie, προσδίδοντας ρεαλισμό και σωστή πολυπλοκότητα στα κείμενά της. Τον Επιθεωρητή θα τον συναντήσουμε ξανά στα «Χριστούγεννα του Ηρακλή Πουαρό» (θα κυκλοφορήσει το 1938).

Η ιστορία είναι αρκετά περίπλοκη και δίνεται με απίθανο αριθμό διαφορετικών οπτικών γωνιών, χιλιάδες ερωτήματα, μια σειρά από ανακρίσεις που αναλαμβάνουν οι πρωταγωνιστές ενώ η τελική αποκάλυψη όχι μόνο συμπληρώνει απόλυτα το παζλ αλλά με άφησε και πάλι άφωνο τόσο ως προς τον χειρισμό της πλοκής όσο και ως προς τις επιπλοκές της καθαυτής υπόθεσης: κίνητρο, πράξη, άλλοθι. Ιδιαίτερα ο πρώτος θάνατος ήταν μια συγκλονιστική ιδέα, που έκανε ακόμη και τον Ηρακλή Πουαρό να τρέμει σαν το ψάρι! Το περιστατικό το μνημονεύει έντονα στους «Φόνους με αλφαβητική σειρά» που θα κυκλοφορήσει το 1936.

Ο Ηρακλής Πουαρό περνάει το διάστημα ανάμεσα στους δύο θανάτους στο Μόντε Κάρλο. «Πλέον βρίσκομαι σε διακοπές. Τα κατάφερα. Είμαι πλούσιος. Αποσύρθηκα. Τώρα ταξιδεύω σε διάφορα μέρη του κόσμου», ανακοινώνει σ’ έναν συνομιλητή του. Μάλιστα, μαθαίνουμε και λίγα οικογενειακά και προσωπικά του στοιχεία: «-Βλέπετε, όταν ήμουν παιδί, ήμουν φτωχός… Ήμασταν μεγάλη οικογένεια. Έπρεπε να βρούμε τον δρόμο μας στη ζωή. Μπήκα στην αστυνομία. Εργάστηκα σκληρά. Σταδιακά εξελίχθηκα. Άρχισα να αποκτώ φήμη. Κατάφερα να γίνω γνωστός. Άρχισα να γίνομαι γνωστός διεθνώς. Στο μεταξύ, κόντευα στη σύνταξη. Όμως ξέσπασε ο Πόλεμος. Τραυματίστηκα. Ήρθα, ένας αποκαρδιωμένος και αποκαμωμένος πρόσφυγας, στην Αγγλία». Η δολοφονία της κυρίας που τον φιλοξενούσε ξύπνησε τα φαιά του κύτταρα κι έτσι βρήκε τον ένοχο: «Και ταυτόχρονα ανακάλυψα πως δεν είχα τελειώσει ακόμη. Αντίθετα, οι δυνάμεις μου ήταν ισχυρότερες από ποτέ. Έτσι, άρχισα μια δεύτερη σταδιοδρομία, ως ιδιωτικός ντετέκτιβ, στην Αγγλία».  Είναι ευχαριστημένος όμως; «Φίλε μου, να φυλάγεστε από τη μέρα που τα όνειρά σας θα γίνουν πραγματικότητα» (σελ. 77-78).

Το μυθιστόρημα είναι η ενδέκατη περιπέτεια του Ηρακλή Πουαρό και κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1934 και ελαφρώς παραλλαγμένη ως προς το κίνητρο του δολοφόνου στην Αγγλία το 1935 (αυτή η έκδοση θεωρείται σήμερα η κανονική). Στα ελληνικά υπήρξαν πολλές εκδόσεις ώσπου κυκλοφόρησε από το Λυχνάρι με τον τίτλο «Θάνατος υπό δοκιμήν» και σήμερα (2019) επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μεγαλύτερο σχήμα, με προλογικό σημείωμα και με νέα μετάφραση (του Χρήστου Καψάλη). Ως προς το εξώφυλλο ακολουθούν την έκδοση Harper Collins ενώ έχουν ανακοινώσει πως στόχος τους είναι να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά όλα τα αστυνομικά έργα της Agatha Christie.

Πάνος Τουρλής