Το φευγάτο κλαπέττο

του Σπυρίδωνα Βλάχου

b210243Μια παρέα αντρών που ζουν στην Κέρκυρα, τα προβλήματά τους, οι έρωτές τους, η καθημερινότητά τους,η φιλοσοφία τους, οι ανατροπές στη ζωή τους, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Ένα εκπληκτικό κείμενο, ύμνος στην αντρική φιλία, γραμμένο και με λαϊκό και με λογοτεχνικό τρόπο, συνταιριάζει αρμονικά τη θυμοσοφία με τις λογοτεχνικές αρετές, χαρίζει άφθονες στιγμές γέλιου, περίσκεψης και εκπλήξεων.

Ντέμης: ο bon viveur της παρέας, με αμύθητη περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα του, διατηρεί κατάστημα ψιλικών, ανοιχτό τις ώρες επιθυμίας του ιδιοκτήτη του, σε σημείο-φιλέτο στην Πιάτσα, ζει άνετα, ξοδεύει χωρίς να σκέφτεται, αν ξεμείνει απλώς πουλάει ακίνητα!

Μήτσος: ο λαϊκός τύπος της παρέας, τριχωτός, καδενοφέρων επί του λαιμού του, αγροίκος, χωρίς γραμματικές γνώσεις, επάγγελμα υδραυλικός, γνήσιο, αγαπησιάρικο λαίκό παιδί, λατρεύει το γλυκό κρασί, δώσ’ του λικέρ και πάρ’ του το λαβομάνο!

Πάκης: ο φιλόσοφος, ο επισταμένως εξασκών την χείρα του επί των ερωτικών θεμάτων, χωρίς ταίρι εδώ και κάτι τέρμηνα, είναι ο φαφλατάς της παρέας, με χιλιάδες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, καθηγητής Φυσικής, διαβαστερός, μελετηρός και... αλλήθωρος!

Έτσι λοιπόν το μυθιστόρημα ξεκινάει με τα καλύτερα εχέγγυα: τρεις διαφορετικοί, καθημερινοί χαρακτήρες, που γνωρίζονται κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και συγκροτούν μια ισχυρή φιλία, ζουν στιγμές που τους ενώνουν, τους χωρίζουν, τους σημαδεύουν, τρία αρσενικά που καταναλώνουν άφθονη ρετσίνα και κοψίδια, ρεύονται, μεθούν αλλά στηρίζουν ο ένας τον άλλον στις δυσκολίες (και ο συγγραφέας τους χαρίζει αρκετές).

Το κείμενο δεν πάει όπου το φυσάει ο άνεμος, χωρίς ειρμό και συνέχεια στην πλοκή. Αντίθετα, είναι σφιχτοδεμένο, αυστηρό, με πολλές ανατροπές, διανθισμένο με δευτερεύουσες προσωπικότητες που στην πορεία ανακάλυψα πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν στην εξέλιξη της ιστορίας. Οι τρεις άντρες ξεκινούν ο καθένας με τον χαρακτήρα του αλλά τα γεογνότα, τα βιώματά τους, το παρελθόν τους και η καλή (ή και κακή) τύχη τούς αλλάζει για πάντα. Στο τέλος τίποτα δε μένει ίδιο και η αγαπημένη παρέα αγωνίζεται να παραμείνει δεμένη. Ο συγγραφέας αναφέρεται στις άβολες στιγμές που ζούσαν οι υπηρετριούλες τη δεκαετία του 1950 όταν δέχονταν ερωτική παρενόχληση από τα αφεντικά τους (αντράκι η Κοντυλία, μπράβο της!), στις ρημαγμένες περιουσίες των Εβραίων όταν τους άρπαζαν σωρηδόν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης οπότε αναγκάζονταν να εμπιστεύονται απατεώνες δικηγόρους να τους τις εμπιστευτούν και χρόνια αργότερα οι περιουσίες δεν ήταν δυνατόν πλέον να επιστραφούν, στις σκληρές, ωμές στιγμές που ζει ένα ανήλικο παιδί κλεισμένο σε σωφρονιστήριο για ένα έγκλημα που δεν έκανε αλλά ο ένοχος τον κουκούλωσε και τόσα άλλα περιστατικά!

Η γραφή είναι εξαιρετική. Υπήρξαν στιγμές που γέλασα πάρα πολύ, υπήρξαν και σελίδες που με στενοχώρησαν ή μου ανέτρεψαν ό,τι είχα σκεφτεί ως τότε. Το ύφος είναι πότε ειρωνικό, πότε φιλοσοφικό (ομολογουμένως ότι υπήρχαν πάρα πολλές σελίδες με φιλοσοφική θεώρηση της καθημερινότητας που ίσως κουράσουν), πότε πρόχειρο και πότε επιτηδευμένο, με την προφορικότητα της αφήγησης να συναγωνίζεται να κυριαρχήσει επί της λογοτεχνικότητας. Οι τρεις φίλοι ψυχογραφούνται άψογα, μεταβάλλονται και αλλάζουν αληθοφανέστατα, οι παγίδες και οι δοκιμασίες είναι εξαιρετικά παραδείγματα και η  ιδιόλεκτος του καθενός είναι μελετημένη και φροντισμένη.

Οι τελευταίες σελίδες με συγκίνησαν πολύ. Το παρελθόν ποτέ δε λησμονεί, οπότε το μόνο που μένει πλέον είναι να το αντιμετωπίσεις όσο γίνεται καλύτερα, ειδικά από τη στιγμή που έχεις δυο ανθρώπους δοκιμασμένους να σε αγαπάνε. Γέλασα πολύ με τη χαζή Λούλα και τα αθώα φλερτ της κι ας ήταν το κορίτσι του Μήτσου. Κι εκεί που έλεγα ότι ο Πάκης είναι απλά ο Σπίθας της παρέας, χωρίς κάποιο σοβαρό ρόλο στο μυθιστόρημα, έρχεται μια ωραία ανατροπή και τον κάνει πολυδιάστατο, με τρόπο σκέψης και θυμικό που δεν έχει σχέση με τις πρώτες σελιδες. Έτσι, ο συγγραφέας μου απέδειξε και πάλι πόσο αγάπησε το κείμενό του, πόσο πολύ ασχολήθηκε με τους χαρακτήρες του και πόσο θέλησε να δώσει ένα σωστό, όμορφο, στρωτό και καλογραμμένο κείμενο.

Εν συνόλω, το μυθιστόρημα ακροβατεί ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα, το χιούμορ και την τραγικότητα καθημερινών καταστάσεων που βιώνουμε όλοι μας. Μια γραφή-χαμαιλέων, που καταφέρνει επάξια να αποδώσει σωστά νοοτροπίες, καταστάσεις, τόπους, λεξιλόγια, στιγμές και μια ιστορία που είναι ξεχωριστή και διαφορετική από ό,τι είχα διαβάσει ως τώρα! Μου άρεσε πολύ και το lay out των εκδόσεων Φιλύρα, που διάλεξαν ωραίο χαρτί, καλή γραμματοσειρά και περιποιήθηκαν το μυθιστόρημα αρκετά.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Παρ’ όλη τη στακάτη και ξεκάθαρη μητρική αγόρευση, η Ευλαλία αγαπούσε το Σίμο πάρα πολύ, γι’ αυτό ήταν απόλυτα σίγουρος ο Μήτσος. Άπειρες φορές το ‘χε δει στα βλέμματά τους, όταν δεν σκοτώνονταν με ασήμαντη αφορμή. Ένα σωρό φορές τους είχε πιάσει να φιλιούντα και να χαϊδεύονται, τίποτα το σεξουαλικό, απλά μια αγάπη και μια ζεστασιά πέρα από χρόνο και συνθήκες. Ένα άριστης ποιότητας απόσταγμα συνήθειας. Ένας απόηχος του έρωτα που τους είχε αρχικά ενώσει.Μπορεί να σκυλοβρίζονταν όταν το καλούσε η περίσταση, και το καλούσε σχετικά συχνά, αλλά αν κάποιος τρίτος έλεγε κάτι κακό για κάποιον από τους δυο τους τότε θα ‘φευγε με τα μάτια στη χούφτα του» (σελ. 24).

«...κάθε παρέα θέλει μια περίοδο προσαρμογής, να μοιραστούν οι ρόλοι και ν’ αρχίσουν να προβάρονται. Κάποιες φορές μάλιστα, η μοιρασιά είναι λάθος, δημιουργούνται προστριβές οι οποίες οδηγούν σε «διάλυση στα εξ ων συνετέθησαν». Κάθε παρέα θέλει ένα χρόνο σύντηξης, δεσίματος. Κάθε παρέα θέλει έναν αριθμό από  κοινές εμπειρίες. Να συναντιόνται κάθε μέρα και να συζητάνε τα της προηγούμενης κι η συνήθεια να βαθαίνει και να πλαταίνει γεμίζοντας τις ρωγμές της με λεπτομέρειες που τις σύναξε στο διάβα της. Κάθε παρέα θέλει χρόνο για να βαδίσει προς το σημείο της μέγιστης συμπύκνωσης» (σελ. 61-62).

«Η Ελλάδα είναι από τις λίγες εκείνες χώρες που τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι πάρα πολύ αργά για να βρουν την τύχη τους, αν ποτέ το τολμήσουν. Συνήθως κλείνονται στο δωμάτιό τους και περιμένουν να τους βρει η τύχη αυτοπροσώπως. Ή καλύτερα περιμένουν να τους τη σερβίρουν οι γονείς στο πιάτο για να μην κουραστούν κι άδικα» (σελ. 190).

Πάνος Τουρλής