Το πέρασμα αντίκρυ

του Θοδωρή Δεύτου

Το 1989 την πτώση του τείχους του Βερολίνου ακολούθησε η κατάρρευση του σκληρού κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία. Άνοιξαν τα σύνορα και οι άνθρωποι, όμηροι της χώρας τους, πέρασαν αντίκρυ. Ο Οδυσσέας Ντάικος ζει στη Νέα Υόρκη, έχοντας αποκτήσει μια σημαντική περιουσία, εργαζόμενος σκληρά. Η αναπάντεχη είδηση τον γεμίζει χαρά και τον φέρνει πίσω στη χώρα από την οποία δραπέτευσε το 1955, αφήνοντας πίσω του συγγενείς και φίλους, όλοι μέλη της ελληνικής μειονότητας. Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε; Θα βρει τους ανθρώπους που άφησε αιχμάλωτους στο αφιλόξενο κράτος; Τι συνέβη μέσα σε αυτά τα σαράντα χρόνια και τι συνέπειες δημιούργησαν στο σώμα, στην ψυχή, στην καρδιά; Γιατί η Ελλάδα κώφευε απέναντι στις μάταιες εκκλήσεις για βοήθεια των Βορειοηπειρωτών; Πόσο δύσκολο είναι να περνάς αντίκρυ και πόσο μεγάλο είναι το κόστος;

Ο κύριος Θοδωρής Δεύτος, μετά την παραστατική και πυκνή καταγραφή του όπου γης ελληνισμού μέσα από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του (από την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο ως τον Πόντο και τη Σμύρνη), επέστρεψε με ένα θέμα που παραμένει πάντα επίκαιρο και δύσκολο: την ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου. Σε ένα κείμενο-κόλαφος καταγράφει παραστατικά και χωρίς να κρύψει τίποτα όλες τις δύσκολες στιγμές του ελληνισμού που βρέθηκε στο κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και έζησε απάνθρωπα, εξευτελιστικά και σκληρά. Οι λέξεις ξεχύνονται στις σελίδες και σχηματίζουν περιστατικά και γεγονότα που μου έφεραν δάκρυα στα μάτια, μου γέννησαν αγωνία για τη συνέχεια των εξελίξεων και με πόνεσαν για τη βαναυσότητα και την αδικία των όσων υπέστησαν οι Βορειοηπειρώτες.

Βασανιστήρια, εκτελέσεις, εικονικές δίκες, χωρισμοί, εξαθλίωση, φτώχεια ήταν τα όσα τραβούσε ο υπόδουλος λαός σε ένα κατά τα άλλα σοσιαλιστικό κράτος, που διοικούσε ένας άπληστος, απάνθρωπος, αδίστακτος Ενβέρ Χότζα. Χωρίς να έχω γνώσεις επί του θέματος, από την πρώτη στιγμή τάχτηκα με το μέρος των κατατρεγμένων μελών της οικογένειας Ντάικου και μέσω αυτών με όλη την ομογένεια που είχε παγιδευτεί σε όμορο της Ελλάδας κράτος ενώ ταυτόχρονα ρουφούσα με αδημονία τις εγκυκλοπαιδικές και πραγματιστικές πληροφορίες που παρέθετε ο συγγραφέας μέσα από έξυπνα επινοημένα αφηγηματικά τεχνάσματα.  Αποχωρισμοί μανάδων από παιδιά, αγωνία για το ανύπαρκτο αύριο, πνίξιμο ελπίδων εν τη γενέσει τους και τόσα άλλα καταγράφονται ανάγλυφα και παραστατικά.

Ο γεωγραφικός όρος «Βόρειος Ήπειρος» αναφέρεται στο τμήμα της ιστορικής περιοχής της Ηπείρου που ανήκει στην Αλβανία, στην οποία επιδικάστηκε με επίσημες συνθήκες. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Αλβανία εντάχθηκε στη σφαίρα επιρροής της τότε Σοβιετικής Ένωσης, με αποτέλεσμα ο σταλινιστής ηγέτης της, Ενβέρ Χότζα, που ακολούθησε σκληρή, αιματηρή πολιτική εξαθλίωσης του λαού του, να λάβει και δρακόντεια μέτρα κατά του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Η Αλβανία απομονώθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο κι όσοι αποπειρώνταν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα τιμωρούνταν με θάνατο. Ο Χότζα πέθανε το 1985 και τον διαδέχτηκε ο Ραμίζ Αλία, του οποίου το κράτος ακολούθησε τη μοίρα των παρόμοιων κομμουνιστικών μετά την πτώση του Τείχους. Παρ’ όλ’ αυτά η στάση της Αλβανίας απέναντι στους Βορειοηπειρώτες εξακολουθούσε να είναι σκληρή και άδικη ακόμη και μετά την πτώση των καθεστώτων, με αποτέλεσμα να κορυφώνονται κατά καιρούς οι εντάσεις στις ελληνοαλβανικές διπλωματικές σχέσεις.

Για μισό αιώνα περίπου οικογένειες ξεκληρίζονταν, άντρες και γυναίκες φυλακίζονταν με ψευδείς και ανυπόστατες κατηγορίες και βασανίζονταν απάνθρωπα, ψωμί και κρέας ήταν ανύπαρκτα, τα ζώα και τα χωράφια σταδιακά αποδόθηκαν στο κράτος αφήνοντας τον λαό πεινασμένο ενώ οι καταστάσεις και οι συνθήκες στις φυλακές ήταν απάνθρωπες και ανεκδιήγητες. Στο μυθιστόρημα καταγράφονται γεγονότα και σκηνές που δεν αναφέρονται σε σχολικά ή ιστορικά βιβλία, κάνοντάς με να πονάω περισσότερο, αυτήν τη φορά για την επιλεκτική διδασκαλία στα ελληνικά σχολεία. Εμφανίζονται αληθινοί ήρωες της ελληνικής μειονότητας και πραγματικά κολαστήρια, όπως οι φυλακές Σπατς, όπου έγινε το 1973 η πρώτη εξέγερση φυλακισμένων για τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, με αποτέλεσμα ακόμη περισσότερο ξύλο, ακόμη περισσότερους νεκρούς. Και το 1991 ανοίγουν τα σύνορα και ξεμυτάει ένας λαός αμήχανος, χαμένος, να κοιτάει γύρω του χωρίς να ξέρει πού να πάει.

Πόνος λοιπόν, αίμα, ωμότητες, με έναν συγγραφέα να αγωνίζεται να τιθασεύσει τα όσα έμαθε ή του αφηγήθηκαν, να προσπαθεί να γράφει άδακρυς και να μην το καταφέρνει, με τις λέξεις να σχηματίζουν παραγράφους και κεφάλαια βουτηγμένα στον ηρωισμό και τη φιλοπατρία τόσο ρευστά και ταυτόχρονα τόσο παραστατικά που να ξεφεύγουν κάποιες ελάχιστες ασύντακτες προτάσεις ή τυπογραφικά λάθη, λες και αγωνίζεται να δείξει στους αναγνώστες τα πάντα πριν φτάσει στην τελευταία σελίδα. Χειμαρρώδης, αντικειμενικός, χωρίς να κρύβει τίποτα, ο κύριος Δεύτος καταφέρνει να χειριστεί και από λογοτεχνικής άποψης άρτια το βιβλίο του. Χρησιμοποιεί στην αρχή το πρωθύστερο σχήμα αφήγησης, με τον πρωταγωνιστή, Οδυσσέα Ντάικο, να έρχεται στην Ελλάδα και μέσω της γνωριμίας του με τον Ηπειρώτη οδηγό που τον μεταφέρει στα σύνορα να εξιστορεί τη ζωή του πριν το κομμουνιστικό καθεστώς και το πώς έφτασε στην απόφαση να δραπετεύσει. Στα σύνορα βρίσκει όσους αγαπημένους είναι ακόμη ζωντανοί και μαθαίνει τι απέγιναν όσο καιρό ζούσαν χωριστά. Μόνο τότε η αφήγηση επιστρέφει στο χτες για να ξεδιπλωθούν τα όσα πέρασαν ο Οδυσσέας και οι φίλοι και συγγενείς που προσπάθησαν να το σκάσουν τότε κι από κει και πέρα έχουμε την εξιστόρηση του παρελθόντος μέσα από τα λόγια των χαρακτήρων που συναναστρέφονται τον Οδυσσέα.

Δεν έχουμε λοιπόν μόνο ένα παρηγορητικό χάδι για τα βασανιστήρια και τα δεινά που υπέστησαν οι Βορειοηπειρώτες αλλά κι ένα ευρηματικό κείμενο που με τις εναλλακτικές μορφές αφήγησης, κάποιες εκ των οποίων εκτυλίσσονται παράλληλα, μου κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος. Κεφάλαιο το κεφάλαιο εμφανίζονται κι άλλοι άνθρωποι από το παρελθόν του Οδυσσέα που βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην αφήγηση είτε μέσω φιλικής κουβέντας με τον πρωταγωνιστή είτε μέσω συνεδριών με έναν ψυχολόγο (αξιοσημείωτα τα λόγια του γιατρού αυτού όταν άκουσε και έμαθε τα όσα συνέβαιναν στο διπλανό μας κράτος και η Ελλάδα δεν ύψωσε πουθενά τη φωνή της για τις ωμότητες στην ομογένεια της Αλβανίας). Κι αν κάποια στιγμή σταμάτησαν τα δάκρυα αφού το πρώτο σοκ των δυσκολιών πέρασε, νέα έρχονται να ξεχυθούν στις παραστατικές σκηνές ξανασμιξίματος ή στις θρηνητικές κραυγές απόγνωσης: «Μαζεύω σιωπές για να φτιάξω μια κραυγή, γιε μου» (σελ. 129) ή στις κατάρες προς την Ελλάδα: «Εμείς την έχουμε μάνα αλλά εκείνη μας φέρθηκε σαν μητριά» (σελ. 67).

Ο κύριος Δεύτος πραγματικά δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, μιας και τον απασχολεί και το μέλλον εκτός από το παρελθόν κι έτσι η εξιστόρηση δυναμώνει ακόμη περισσότερο με τις τύχες που περιμένουν τους ήρωες στη νέα, μετα-κομμουνιστική κατάσταση είτε φυσιοθεραπείες είναι αυτές είτε νέοι έρωτες και γάμοι είτε οριστικοί αποχαιρετισμοί πεσόντων ηρώων. Οι τελευταίες απρόσμενες περιπέτειες που ζει μάλιστα ο Οδυσσέας Ντάικος από τη μια δείχνουν πως δεν αλλάζει τίποτα σε ένα καθεστώς που αναφανδόν είναι κατά της ελληνικής μειονότητας κι από την άλλη πληγώνουν ανεπανόρθωτα έναν άνθρωπο που ήταν γεμάτος ελπίδες και αισιοδοξία. Ναι, πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω το παρελθόν, να αφήσουμε την Ιστορία να αποφασίσει μόνη της για την τύχη των όσων συμμετείχαν σε αυτήν την παρωδία κράτους και να στρέψουμε το βλέμμα μπροστά, χωρίς να προσκολλάμε στο άδικα χυμένο αίμα του χτες.

«Το πέρασμα αντίκρυ» είναι ένα συγκινητικό, λυτρωτικό και άκρως ρεαλιστικό μυθιστόρημα, αφιερωμένο και αφοσιωμένο στα δεινά της ελληνικής μειονότητας που ζούσε κάτω από το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, γεμάτο σελίδες ηρωισμού και ανδρείας, δοσμένο απόλυτα στην πασιφιστική ιδέα για σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων όπου κι αν αυτά καταδυναστεύονται και διώκονται.

Πάνος Τουρλής