Το κλειδί της Σάρας

της Τατιάνα ντε Ρονέ

Εκείνη τη φριχτή νύχτα του Ιουλίου του 1942 η γαλλική αστυνομία αρπάζει την οικογένεια της Σάρα μαζί με πολλούς άλλους Εβραίους και τους κουβαλάει στο Ποδηλατοδρόμιο της πόλης για να τους μεταφέρουν αργότερα με τρένα στο Άουσβιτς. Η Σάρα κλειδώνει τον αδερφό της σ’ ένα κρυφό ντουλάπι με την υπόσχεση να γυρίσει σύντομα να τον ελευθερώσει, χωρίς να ξέρει πως δε θα επιστρέψει ποτέ. Εξήντα χρόνια μετά, μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος που ζει πολλά χρόνια στο Παρίσι θα γράψει ένα άρθρο με αφορμή αυτό το γεγονός κι έτσι θα βιώσει την τραγική ιστορία του Βελ ντ’ Ιβ με τέτοιο τρόπο που θα αλλάξει την ψυχολογία της.

Η Tatiana de Rosnay έγραψε ένα δυνατό, συγκινητικό μυθιστόρημα που φωτίζει άλλο ένα κομμάτι του Ολοκαυτώματος, αυτό που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 16ης προς 17 Ιουλίου 1942. Επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία με τη ματιά της ίδιας της Σάρας και παραθέτει τις τραγικές δυσκολίες που βίωσαν οι Εβραίοι εκείνες τις μέρες. Η σκληρότητα και η απανθρωπιά των φυλάκων βαραίνει περισσότερο όταν διαπιστώνουμε πως πρόκειται για Γάλλους αστυνομικούς και όχι για Γερμανούς στρατιώτες, κάτι που η ίδια η γαλλική κοινωνία αγωνίζεται να ξεχάσει και να καταπνίξει τα κατοπινά χρόνια. Να όμως που η ιστορία της δημοσιογράφου Τζούλια Τζάρμοντ έρχεται να ταράξει τα νερά και να ρίξει άπλετο φως στα γεγονότα, όχι τόσο για να δημοσιοποιήσει πληροφορίες και καταστάσεις που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε αλλά για να τονίσει την αξία και τη σημασία τού να μην ξεχνάμε, να μη σβήνουμε το παρελθόν, να μην κουκουλώνουμε άσχημες περιόδους της Ιστορίας, ακριβώς για να βγαίνουμε πιο δυνατοί μέσα από αυτές και να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη.

Ξεκινάμε με το Παρίσι του 1942, οπότε η αστυνομία εισβάλλει στο σπίτι μιας οικογένειας και την αναγκάζει να μαζέψει τα πράγματά της και να τους ακολουθήσει. Η Σάρα κρύβει τον αδελφό της σ’ ένα ντουλάπι, τον κλειδώνει εκεί κι υπόσχεται να γυρίσει να τον πάρει  αμέσως, κάτι που θα τη φορτώσει τύψεις κι ενοχές όσο περνάει ο καιρός και διαπιστώνει πως, όχι μόνο δε θα γυρίσουν αλλά θα ταξιδέψουν πολύ μακριά. Η «Επιχείρηση Αύρα», όπως ήταν γνωστή, αφορούσε τη μαζική σύλληψη  εβραϊκών οικογενειών από τη γαλλική αστυνομία κατ’ εντολή των γερμανικών αρχών. 13.000 άνθρωποι εστάλησαν στο Άουσβιτς, με τους 8.000 απ’ αυτούς (4.115 ήταν παιδιά) αρχικά να παραμένουν κλεισμένοι στο Ποδηλατοδρόμιο της πόλης για πέντε μέρες σε άθλιες συνθήκες. Την επιχείρηση αυτή οι γαλλικές αρχές τη χρησιμοποιήσανε ώστε να αρπάξουν και όλα τα παιδιά με γαλλική υπηκοότητα, ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή της κοινής γνώμης και αποκαλυφθεί το σχέδιο του Ολοκαυτώματος. Στο Ποδηλατοδρόμιο αγωνίζονται να επιβιώσουν τα μέλη της οικογένειας της Σάρας, η οποία διαπιστώνει μέρα με τη μέρα πως όλα αυτά δε θα τελειώσουν ποτέ, δε θα τους αφήσουν ελεύθερους, δε θα γυρίσει στον αδελφό της. Μέσα από τα παιδικά της μάτια ξεπηδάει όλη η αδικία και το παράλογο που βίωναν οι Εβραίοι κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεν κατανοεί γιατί τιμωρούνται, γιατί ζουν όλα αυτά, γιατί θέλουν να τους απομακρύνουν, γιατί είναι κακό να είναι κανείς Εβραίος. Το κοριτσάκι παρατηρεί τα πάντα γύρω του και δε γίνεται να μη δακρύσεις όταν διαπιστώνεις πως, την ώρα που τους στοιβάζουν στα τρένα, στην απέναντι αποβάθρα ένα καθαρό και περιποιημένο κοριτσάκι γελά με τους γονείς του και είναι έτοιμοι όλοι μαζί για εκδρομή ή όταν οι Εβραίοι φτάνουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έξω από το Παρίσι διαπιστώνουν πως τους χωρίζει ένας φράχτης από ένα περιποιημένο χωριουδάκι όπου παιδιά παίζουν, ξεκουράζονται, έχουν τουαλέτα και καθαρό νερό. Ποιος είχε αποφασίσει αυτόν τον διαχωρισμό και γιατί, αναρωτιέται το μυαλουδάκι της Σάρας. Η μάνα της, με τη στητή κορμοστασιά και τη ζεστή ανακουφιστική μυρωδιά του φαγητού και του σαπουνιού τώρα μύριζε ξινίλα κι ήταν κατάχλομη και τότε… Θα φτάσει η Σάρα στο Άουσβιτς; Πώς θα ανταπεξέλθει στις συνθήκες της αιχμαλωσίας της; Πόσο εύκολο είναι να ψάξει κανείς τα ίχνη της χρόνια αργότερα έστω και με τη βοήθεια των οργανώσεων που καταγράφουν κάθε πληροφορία για τους νεκρούς ομοθρήσκους τους;

Παράλληλα με τον αγώνα επιβίωσης χιλιάδων ανθρώπων, το μυθιστόρημα μας φέρνει στο Παρίσι του 2002, όπου με πρωτοπρόσωπη αφήγηση γνωρίζουμε την Τζούλια Τζάρμοντ, Αμερικανίδα δημοσιογράφο που προσπαθεί ακόμη να προσαρμοστεί στις συνήθειες των Γάλλων, αν και ζει είκοσι πέντε χρόνια στη χώρα. Είναι παντρεμένη με τον αρχιτέκτονα Μπερτράν Τεζάκ κι έχουν μια κόρη, τη Ζοέ. Όταν αποφασίζουν να μετακομίσουν στο πιο ευρύχωρο διαμέρισμα της γιαγιάς του Μπερτράν αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα προβλήματα της σχέσης τους. Η Τζούλια έχει αρχίσει να ενοχλείται από την κυνικότητα του άντρα της και τη γενικότερη συμπεριφορά του απέναντί της, που αγγίζει πλέον την αγένεια. Στην πορεία διαπιστώνουμε πως δεν υπάρχει μόνο αυτό ανάμεσά τους. Εργάζεται για το εβδομαδιαίο περιοδικό «Seine Scenes», όπου καταγράφει ό,τι ίσως ενδιαφέρει έναν Αμερικανό στο Παρίσι. Ο διευθυντής της της αναθέτει ένα κείμενο για την επέτειο του Βελ ντ’ Ιβ (Βελοντρόμ ντ’ Ιβέρ) κι εκείνη αρχίζει την έρευνα ψάχνοντας για επιζώντες ή αυτόπτες μάρτυρες, για το τι και πώς συνέβη εκείνη τη νύχτα. Πρόκειται για μια ιστορία δυσάρεστη για τον ευρύ κόσμο, αφού έχει να κάνει με την κυβέρνηση του Βισί και με τη γαλλική αστυνομία. Το ποδηλατοδρόμιο κατεδαφίστηκε το 1959 και στο σημείο χτίστηκε το υπουργείο Εσωτερικών. Καμία ένδειξη των συμβάντων δεν υπάρχει στην περιοχή, μόνο μια μικρή ταμπέλα στη λεωφόρο Γκρενέλ.

Αυτή η έρευνα αρχίζει να επιδρά στην ψυχολογία της Τζούλια, να αναθεωρεί τα όσα έζησε, έκανε και επέλεξε ζώντας στο Παρίσι, της ξυπνά την ευάλωτη πλευρά και τη στοιχειώνει. Σταδιακά αρχίζει όχι μόνα να επικεντρώνεται στα προβλήματα της σχέσης της και στα μειονεκτήματα του συζύγου της αλλά και να τα στηλιτεύει με την πρώτη ευκαιρία. Βλέπουμε ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα που αποφεύγει να πλατειάσει και γνωρίζουμε μια γυναίκα κάπως υποταγμένη στα προτερήματα του άντρα της, σε τέτοιο βαθμό που αγνοεί τα ελαττώματά του. Να όμως που έρχεται η στιγμή για κάποιες αποφάσεις κι η δημοσιογράφος αρχίζει να πατάει στα δικά της πόδια! Αυτές οι αλλαγές έρχονται σε συνδυασμό με τις ανακαλύψεις που κάνει για την έρευνά της και πεισμώνει όταν καταλαβαίνει πως ο περισσότερος κόσμος προτιμά ν’ αφήσει τα λάθη του παρελθόντος στη λήθη και να κάνει πως δεν έγιναν ποτέ. Τα πάντα αλλάζουν ακόμη περισσότερο όταν διαπιστώνει πως η ιστορία της Σάρας τέμνεται αναπάντεχα με την οικογένεια του άντρα της. Παρακολουθούσα με αγωνία τα ίχνη της Σάρας, αναρωτιόμουν κι εγώ αν τελικά επέζησε και πού βρέθηκε, αν κατάφερε να μεγαλώσει, αν γύρισε στο Παρίσι, τι απέγινε ο αδερφός της κι όσο προχωρούσα το βιβλίο τόσο πείσμωνα κι εγώ να βγει η ιστορία στο φως. Νέα Υόρκη, Ορλεάνη και Τοσκάνη είναι τα σημεία που επισκέπτεται η Τζούλια. Το γεγονός μάλιστα πως η ίδια είναι μάνα και μαθαίνει για απάνθρωπες συνθήκες, όπως αυτήν που τελικά χωρίστηκαν τα παιδιά από τις μητέρες τους εκείνο τον Ιούλιο, όχι μόνο δείχνει στις πραγματικές τους διαστάσεις και χαρίζει άφθονο ρεαλισμό στις σκηνές τραγωδίας και τρόμου που βίωσαν οι Εβραίοι αλλά και δείχνει άμεσα με αυτήν τη σύγκριση το μέγεθος της θηριωδίας. Τι απέγινε τελικά η Σάρα; Πώς θα προχωρήσει στη ζωή της η Τζούλια; Θα κρατήσει την ακεραιότητά της ή θα παρασυρθεί στις επιθυμίες του συζύγου της; Γιατί παλεύει με τόση επιμονή και τέτοιο πείσμα να αναδείξει μια ιστορία που δεν την επηρεάζει άμεσα; Δυστυχώς, όσο πλησιάζαμε στο τέλος τόσο πλάτειαζε η πλοκή και χανόταν η αρχική μαγεία του κειμένου αλλά αυτό δεν επηρεάζει τις θετικές εντυπώσεις μου.

«Το κλειδί της Σάρας» είναι ένα συγκινητικό μυθιστόρημα που αγκαλιάζει με σεβασμό και ειλικρίνεια το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, ρίχνοντας ξεκάθαρα φταίξιμο στη γαλλική κοινωνία για τη μετέπειτα πορεία της, πόσο εύκολα και γρήγορα προχώρησε, αφήνοντας πίσω της μελανές σελίδες σαν αυτήν του Ποδηλατοδρομίου. Πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε το παρελθόν και πόση σημασία έχει μια συγνώμη για όσα δεν ξέρουμε απ’ όσους τα βίωσαν κι επέζησαν; Έχει νόημα η συγχώρεση; Όχι, σημασία έχει αυτό: «Zakhor. Al Tichkah» («Να θυμάστε. Ποτέ να μην ξεχάσετε»).

Πάνος Τουρλής