Το Δωμάτιο

της Έμα Ντόναχιου

Ο πεντάχρονος Τζακ γεννήθηκε και μεγαλώνει σ’ ένα Δωμάτιο, έναν κλειστό χώρο 11 τετραγωνικών μέτρων, μαζί με τη Μαμά του. Δεν το έχει καταλάβει αλλά είναι και οι δύο αιχμάλωτοι ενός άντρα που βιάζει τη Μαμά. Τα πάντα θ’ αλλάξουν όταν η Μαμά καταστρώνει ένα σχέδιο απόδρασης. Είναι έτοιμος όμως να εγκαταλείψει τον μικρό χώρο όπου ζει για να βγει Έξω; Και τι υπάρχει Έξω, όταν όλος ο κόσμος του είναι αυτό το Δωμάτιο;

Το μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, έχει ως αφηγητή ένα πεντάχρονο παιδί που μεγαλώνει, ασκείται, εκπαιδεύεται σ’ έναν κλειστό χώρο με τη Μαμά του όσο ο ΣαταΝίκ, ο βιολογικός του πατέρας, τους φέρνει τρόφιμα και άλλα πράγματα. Μόνη τους συντροφιά έχουν την Τηλεόραση και ελάχιστα Βιβλία ενώ με τη φαντασία του το παιδί ζωντανεύει τα αντικείμενα γύρω τους, θεωρώντας τα πραγματικές οντότητες: το Κουτάλι, το Χαλί, το Πιάτο κλπ. Η Μαμά είναι παγιδευμένη εφτά χρόνια σε αυτόν τον εφιάλτη και θέλει να επιστρέψει στην πραγματικότητά της, σε αντίθεση με τον Τζακ που δεν ξέρει τίποτα έξω από το οικείο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Με νύχια και με δόντια η Μαμά κρατάει μακριά από τα χέρια του ΣαταΝίκ το παιδί και εφευρίσκει ένα σωρό δραστηριότητες που θα κρατήσουν τα σώματά τους γυμνασμένα και τα μυαλά ακονισμένα, παρ’ όλο που η ρουτίνα τους καταντάει τον Τζακ σχεδόν αυτιστικό και προσκολλημένο σ’ ένα πρόγραμμα καθαριότητας, διασκέδασης, άσκησης και μάθησης.

Στο βιβλίο έχουμε δύο ανθρώπους κλεισμένους σ’ ένα δωμάτιο να κάνουν επαναλαμβανόμενα πράγματα, να παίζουν τα ίδια παιχνίδια και να βλέπουν στην τηλεόραση τα ίδια προγράμματα ενώ ταυτόχρονα όλα αυτά τα αφηγείται ένα πεντάχρονο παιδί, με το αθώο του βλέμμα, την όσο γίνεται καλύτερη παρατηρητικότητα και γνώση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και τα παιχνιδιάρικα συντακτικά και γραμματικά του λάθη. Δύσκολα λοιπόν μου κράτησε το ενδιαφέρον και ομολογώ πως αρχικά με εκνεύρισε κιόλας, μιας και δεν υπήρχε καθόλου δράση, η πλοκή δεν προχωρούσε καθόλου και το ενδιαφέρον μου για το τι θα συμβεί παρακάτω άρχισε να φθίνει. Ταυτόχρονα όμως σκεφτόμουν πως η συγγραφέας υλοποίησε έναν πραγματικά μεγάλο άθλο, να γίνει η ίδια ένα παιδί και να χαρίσει στον αναγνώστη την οπτική ματιά ενός ανηλίκου, προφυλάσσοντάς το από τη βία και τις δύσκολες καταστάσεις που επιφέρει ένας εγκλεισμός, κάτι που ήδη έχουμε διαβάσει σε πάμπολλα μυθιστορήματα.

Όσο προχωρούσε όμως η ιστορία και ειδικά όταν φτάσαμε στο σημείο όπου Μαμά και Τζακ δραπετεύουν, οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ τους στο πρώτο μέρος γίνονται ακόμη πιο σφιχτές, μιας και τώρα έχουμε ένα εντελώς καινούργιο περιβάλλον. Έτσι λοιπόν, έχοντας κάνει το λάθος να ξεφυλλίζω τις πρώτες σελίδες, αναγκάστηκα να επιστρέψω στην αρχή και να ξαναδιαβάσω το μυθιστόρημα, γιατί πρόκειται για ένα κοινωνικό, ψυχολογικό βιβλίο και όχι μια περιπέτεια ή ένα θρίλερ. Ακριβώς αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον, με τις περιορισμένες δραστηριότητες και τη μονότονη ρουτίνα, σφυρηλατεί ένα δέσιμο που μπαίνει σε μια μεγάλη δοκιμασία όταν Μαμά και γιος είναι πλέον ελεύθεροι. Ένα πεντάχρονο παιδί, όπως και κάθε παιδί, έχει ανάγκη από ένα σταθερό σημείο αναφοράς, οικεία σημεία ασφάλειας και σιγουριάς, πώς λοιπόν θα προσαρμοστεί σε ένα εντελώς αλλαγμένο, διαφορετικό και ανοίκειο περιβάλλον αν δεν έχει κάτι από αυτά; Πώς θα εξελιχθεί και πώς θα επηρεαστεί η σχέση τους; Αυτό καταφέρνει να δώσει παραστατικά, με ειλικρίνεια και συναισθηματική φόρτιση η συγγραφέας.

Όταν τελείωσα την ανάγνωση, ακόμη μου έρχονταν στο νου οι σκηνές που κατάφερε να ζωντανέψει η Έμα Ντόναχιου μέσα στο Δωμάτιο, περνώντας τη βία και την αγωνία της απομόνωσης μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που εφεύρισκε διάφορους τρόπους για να κρύβεται και να μη γίνεται μάρτυρας αυτών των στιγμών: μετρούσε τα τριξίματα του κρεβατιού ή τα δόντια του κρυμμένο στην Ντουλάπα, αναφερόταν ελάχιστα στον ΣαταΝίκ, ως αντίδραση της κακής του παρουσίας, απωθώντας τον έτσι από τη μνήμη του και από τη ροή της αφήγησης. Μέσα από αυτήν τη μορφή αφήγησης και την οπτική ενός πεντάχρονου παιδιού μαθαίνουμε πώς κατέληξε στο Δωμάτιο η κοπέλα, πώς απέκτησε τον γιο της, πώς «εκδικήθηκε» τον ΣαταΝίκ ο Τζακ ρίχνοντας στο κεφάλι του ένα τηλεκατευθυνόμενο Τζιπ από την Ντουλάπα (κάτι που δυστυχώς το πλήρωσε η Μαμά με άφθονες μελανιές) κλπ.

Παρ’ όλ’ αυτά όμως, πόσες φορές να διαβάσω για την καθημερινή και εβδομαδιαία ρουτίνα του πλυσίματος, του φαγητού, του διαβάσματος, πόσες φορές θα αναφέρει ο Τζακ ότι σηκώνεται το πουλάκι του το πρωί που ξυπνάει ή θα θηλάσει και πόσο του αρέσει το πηχτό υγρό κυρίως από το αριστερό στήθος; Καλό θα ήταν να είχαν περιοριστεί κάπως σε έκταση οι στιγμές της καθημερινότητάς τους και ας έχουμε υπ’ όψιν πως τα παιχνίδια, τα παραμύθια και τα πραγματολογικά στοιχεία αναφέρονται σε γρίφους, νανουρίσματα και αινίγματα μη οικεία με την ελληνική πραγματικότητα, κάτι που με δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο να κατανοήσω και να εξοικειωθώ μαζί τους, παρά την τιτάνια και άξια συγχαρητηρίων μετάφραση της κυρίας Έφης Τσιρώνη, που πραγματικά επιδόθηκε σ’ έναν άθλο, καταφέρνοντας να ζωντανέψει εύληπτα και γλαφυρά τον μικρόκοσμο ενός αγγλόφωνου παιδιού.

Το μυθιστόρημα αρχίζει να παίρνει τα πάνω του στο δεύτερο μέρος, όπου Μαμά και Τζακ καταφέρνουν να δραπετεύσουν, γιατί τώρα αρχίζει η δυσκολότερη φάση: αυτή της προσαρμογής. Η Μαμά θα προσπαθήσει να ξαναφτιάξει το σώμα της και τη ζωή της, τι γίνεται όμως με τον γιο της, που δεν μπορεί να φορέσει παπούτσια ούτε να ανεβοκατέβει σκάλες ούτε να δεχτεί ταυτόχρονα πάνω από δύο άτομα στο δωμάτιό του ούτε να κυκλοφορήσει χωρίς μάσκα και γυαλιά ηλίου και αντηλιακή κρέμα; Αυτά τα κεφάλαια ήταν τα πιο συγκινητικά και δύσκολα, αφού ξεδιπλώνανε τις συνέπειες μιας απεχθούς πράξης, ειδικά σ’ ένα εύπλαστο υλικό όπως είναι ο ψυχικός, συναισθηματικός και νοητικός κόσμος ενός παιδιού. Κι όλα αυτά τα βιώσανε δυο άνθρωποι που ήταν όμηροι ενός στην κυριολεξία κτήνους! Κατά καιρούς σε αυτά τα σημεία του βιβλίου στεκόμουν λίγο περισσότερο, νιώθοντας πολλά από όσα ήθελε να πει η συγγραφέας και βλέποντας πόσο μεγάλη μπορεί να γίνει η αγάπη της μάνας για το πλάσμα που φέρνει στον κόσμο.

Έχω όμως και δύο ερωτήματα: πώς κατάφερε η Μαμά να γεννήσει χωρίς να υπάρξουν άλλες συνέπειες στην υγεία της, αν σκεφτεί κανείς πως δεν είχε καμία ιατρική βοήθεια κατά την κύηση και κυρίως κατά τον τοκετό, και γιατί κατά καιρούς παραδινόταν τόσο εύκολα στην κατάθλιψη, θέλοντας απελπισμένα να κάνει κακό στον εαυτό της κι ας είχε ένα αγόρι να φροντίσει (δε θα σταθώ ιδιαίτερα στο τελευταίο, μιας και διέκρινα ίχνη κατάθλιψης που ίσως ξεκίνησε από τη λοχεία); Φυσικά αυτά τα ερωτήματα δε μειώνουν σε τίποτα την αξία του μυθιστορήματος που με παρέσυρε στον αγώνα που δώσανε δυο αθώες ψυχές για να επιβιώσουν και στη συνέχεια να προσαρμοστούν σ’ έναν κόσμο αλλαγμένο (για τη Μαμά) και διαφορετικό (για το παιδί).

«Το Δωμάτιο» είναι μια διαφορετική ματιά στις περιπτώσεις εγκλεισμού και βιαιοπραγίας, με έντονα κατά τόπους αισθήματα λύπης και οργής αλλά και αισιοδοξίας κι ελπίδας, με την ιδέα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης από ένα πεντάχρονο παιδί να ακροβατεί ανάμεσα στην κόπωση και το συναισθηματικό δέσιμο του αναγνώστη, μιας και είναι τρομερά δύσκολο να μη συγκινηθεί κάποιος μπαίνοντας στη θέση ενός πεντάχρονου που περιγράφει με το αθώο του και καθαρό βλέμμα έναν τόπο καθημερινότητας για κείνο μα στην ουσία ένα δωμάτιο εγκλεισμού κι ας επαναλαμβάνεται για περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο η ρουτίνα του.  Είναι η περιπέτεια ενός μικρού ήρωα και μια εναλλακτική οπτική στα μυθιστορήματα απαγωγής και αθέλητης κράτησης.

Πάνος Τουρλής