Του οσίου Αλμοδόβαρ ανήμερα

του Θάνου Αλεξανδρή

Ο Θάνος Αλεξανδρής είναι ηθοποιός, συγγραφέας και παρουσιαστής. Ξεκίνησε στο πλάι του Γιώργου Μαρίνου και συνέχισε στα μπουζούκια ενώ η γνωριμία του με τη Μαλβίνα Κάραλη τον έστρεψε στην έντυπη και τηλεοπτική δημοσιογραφία και μαζί δημιούργησαν ρηξικέλευθες εκπομπές όπως το «Trash TV»  και την «Καρακορτάδα».  Αυτήν τη γεμάτη προκλήσεις ζωή μας αφηγείται στο νέο του βιβλίο, κατασταλαγμένος και χορτάτος από εμπειρίες, αν και του λείπει πολύ όλη αυτή η αυθεντική ατμόσφαιρα, με τα πάνω της και τα κάτω της.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι αφιερωμένος στον γνωστό Ισπανό σκηνοθέτη, που ζωντανεύει στον κινηματογράφο χαρακτήρες παρόμοιους με αυτούς που συναναστράφηκε ο συγγραφέας στη νυχτερινή του πορεία. Πρόσωπα που αγάπησε μέσα από συνεντεύξεις και τηλεοπτικά αφιερώματα που τους ετοίμασε, που γνώρισε στα νυχτερινά μαγαζιά, σε σκυλάδικα και πίστες, που συνεργάστηκε μαζί τους με πολλούς και διάφορους τρόπους όταν αυτή η διασκέδαση ήταν στα πάνω της, αυθεντική και γνήσια λαϊκή. Τα κείμενα είναι ειλικρινή, άμεσα, στακάτα, ωμά και δεν αποκρύπτουν τίποτα από την καριέρα, τις σκέψεις και τις γνωριμίες του συγγραφέα, ενός ανθρώπου που παράτησε την ταπεινή ζωή της Νέας Αρτάκης για να γραφτεί στη Νομική και στη συνέχεια στη Δραματική Σχολή του Καρόλου Κουν και τελικά να ανακαλύψει τη μαγεία και το όνειρο στην κόλαση της νύχτας. «Επέλεξα να ζήσω αυτό που πραγματικά ήθελα να ζήσω» (σελ. 14).

Drag shows, πίστες, καψουροτράγουδα έχουν τη δική τους υπόσταση που δεν έχει σχέση με όλη την παραφιλολογία και την ευτέλεια με τα οποία τα έχουν ντύσει αλλότριοι επισκέπτες. «Γιατί η νύχτα δεν είναι «Μέγαρο», δεν είναι επιχορηγούμενο «Φεστιβάλ Αθηνών», ούτε ο «Σταυρός του Νότου». Στη νύχτα συνυπάρχουν η έκσταση και ο θάνατος… Ο θρίαμβος και η ξεφτίλα» (σελ. 88). «Εν γένει, θα λέγαμε, είναι η ηθογραφία μιας παλιότερης Ελλάδας, όπου η νυχτερινή έξοδος ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την ερωτική επιθυμία των ανθρώπων, σε αντίθεση με σήμερα που η γοητεία αυτή έχει εντελώς αφανιστεί, σε μια πατρίδα που συνεχώς παγκοσμιοποιείται» (σελ. 15). Και συνεχίζει: «Αφεθείτε σε ένα υπερθέαμα, θα έλεγα, με μπαλέτα, διάσημους και μη, φτιαγμένο για φίλους «περπατημένους» και μυημένους σε ένα δικό μας ερασιτεχνικό παιχνίδι, που το ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια και απολαύστε την παράσταση που σε λίγο αρχίζει» (όπ. π.). Άλλωστε: «Ήταν η εποχή που οι άνθρωποι δεν ήταν ο εαυτός τους και, παρασυρμένοι από τα νέα δεδομένα, προσπαθούσαν να συνταιριάξουν μ’ αυτά που πρόσταζε το κλίμα της μεταπολίτευσης» (σελ. 107).

Χιούμορ που σπάει κόκαλα, ευπρόσδεκτες βωμολοχίες, τρομερή διεισδυτικότητα σε ψυχογραφήματα και αξιοθαύμαστη προσαρμογή σε κάθε εποχή, χωρίς λιβανίσματα, χωρίς μελιστάλαχτους αναστεναγμούς για τις περασμένες εποχές. Ο συγγραφέας πατά γερά στα πόδια του και ζει την κάθε στιγμή όπως της πρέπει κι όσο αλλάζουν τα πράγματα τόσο σφαιρικότερη γίνεται η αντίληψή του. Από τα καλοκαιρινά αναγνώσματα του Ιουλίου Βερν και τις πορνοφωτογραφίες του κινηματογράφου του 1970 φτάσαμε στη σημερινή εφηβεία με τα πολλά γκομενάκια, την κριτική άποψη και την έλλειψη βιβλίου στην καθημερινότητά τους. Κι όλα αυτά τα αναφέρει επειδή είναι σε θέση ισχύος, την οποία όμως δε διατυμπανίζει και για την οποία δεν επαίρεται: «Από την αρχή της μικρής μου καριέρας είχα τη συγκλονιστική τύχη να υπάρξω δίπλα στα πιο μεγαλειώδη μυαλά αυτής της χώρας και να συνεργαστώ με τα πιο ταλαντούχα πλάσματα των γραμμάτων και των τεχνών» (σελ. 23). Και πόσο παραστατικά δίνεται η εποχή της μπουάτ: «Το φράκο, τα μποά και η γόβα στιλέτο της «Μέδουσας» στέκονται αλαζονικά απέναντι στα ταγάρια της Κωχ, στις βραδιές που παρουσιάζει η Δανάη απαγγέλλοντας ποίηση του Γκαρθία Λόρκα, ενώ παρακάτω από μας η Μοσχολιού, υπό τις προσταγές του Ξαρχάκου, σπαράζει» (σελ. 36-37). Όλο αυτό το παρελθόν σε λίγες φράσεις: «Δημόσιες σχέσεις σήμαινε να ξετινάξεις τον πελάτη και να τον στείλεις φυλακή. Δημόσιες σχέσεις ήταν να περάσεις από μπαράκια και λέσχες, να συναναστραφείς κόσμο και το βράδυ να οδηγήσεις το κοπάδι στο μαγαζί, για να δικαιολογήσεις το νυχτοκάματο» (σελ. 54). Πικρή όμως και η διαπίστωση: «Ένας κόσμος εξ ορισμού faux, που δεν είναι και εύκολο να καταρρεύσει, γιατί τον συντηρούν καθημερινά πολλοί ανεπάγγελτοι. Τότε οι ρόλοι ήταν σαφώς καθορισμένοι και το πρωτόκολλο απαραβίαστο… η Σου Κύρκου δεν παρίστανε τον Ορφέα Περίδη» (σελ. 55).

Γέλασα, διασκέδασα, προβληματίστηκα, αναπόλησα, νοστάλγησα (την αυθεντικότητα της εποχής και την ντομπροσύνη των ανθρώπων, μιας και δεν υπήρξα αυτόπτης μάρτυς τέτοιας διασκέδασης). Αγιογραφίες και αποκαθηλώσεις, γέλιο και αποτυχίες, λάμψη και μοναξιά. Από τα κείμενα περνάνε μεγάλες μορφές, όπως ο Γιώργος Μαρίνος: «Αντιπροσωπεύει τη χαρά, την ομορφιά, τον έρωτα και την επανάσταση στα ήθη και έθιμα μιας απονεκρωμένης, συντηρητικής κοινωνίας, κάτι σαν τις ταινίες της Αλίκης στα γκρίζα μεταπολεμικά χρόνια» (σελ. 28). Εξίσου γλυκό και τρυφερό το κείμενο για την αγαπημένη μου Ταϋγέτη Μπασούρη, μια σημαντική ηθοποιό και μεγάλη αγωνίστρια, που βίωσε τα πάντα και δεν υπέκυψε να κάνει δήλωση μετανοίας για να μην προδώσει τα ιδανικά. Εξίσου σημαντική (στο βιβλίο και στη νύχτα) η παρουσία της Μπέμπας Μπλανς με τη βελούδινη φωνή, το προκλητικό ντύσιμο και την άνετη ζωή, χωρίς κανόνες και ταμπού, αλλά και του Μάνου Χατζιδάκι, όταν η Χάρις ήταν ακόμη «νεαρή μοδιστρούλα εκ Θηβών»! Η Παλόμα (η Βουγιουκλάκη του Αιγάλεω), η Σοφία Χρήστου, η Πάολα, η Φλέρυ Νταντωνάκη, η Καίτη Πάλλη («…ανήκει στη χορεία των τραγουδιστών, μαζί με τη Χαρούλα και τη Βιτάλη, που τα πόδια τους έχουν πατήσει χώμα, γι’ αυτό και βγαίνει αυτό το τεράστιο πράγμα», σελ. 238), η Σεμίνα Διγενή, η αδελφή Γαβριηλία, ακόμη και ο Ζεκί Μουρέν, επίσης το θρυλικό «Αλκαζάρ» με τα πρώτα drag shows στην Ελλάδα των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων, όλα και όλοι εδώ.

Κι από τη νύχτα στα περιοδικά και στην τηλεόραση, το «Trash TV» το 1995 («ένα συμπίλημα από ξέφτια», σελ. 189), μια τόσο επιτυχημένη εκπομπή που αργότερα θα πολιτογραφηθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο ως όρος για να χαρακτηρίσει ένα συγκεκριμένο είδος εκπομπών και χιλιάδες άλλα στιγμιότυπα ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου με μια αξέχαστη αφήγηση. Αγαπημένο κεφάλαιο το «ΣΚΑΪ Εάλω» όπου η Μαλβίνα Κάραλη με τον συγγραφέα φέρανε στο ραδιόφωνο του τότε ποιοτικού σταθμού Ελένη Ροδά και «Τι πουρό, τι καγκουρό», είπανε δελτία ειδήσεων στα καλιαρντά και άλλαξαν για πάντα τη νύχτα! Πραγματικά θα ήθελα να ήμουν παρών στα απανωτά εγκεφαλικά των παρισταμένων που έμειναν άφωνοι με την άλωση της ποιότητας του σταθμού (τρομάρα τους)!

Η εμπειρία του συγγραφέα τον οδηγεί σε ειρωνικούς χαρακτηρισμούς των σημερινών ονομάτων και των καταστάσεων που επικρατούν στον χώρο του θεάματος, κάτι που όμως αμβλύνεται όταν έχεις διαβάσει τα πραγματικά ωραία και γνήσια δρώμενα εκείνης της εποχής: «Θυμάμαι παλιά… να τα παραλαμβάνουν σεκιούριτι για να τα μεταφέρουν, αφού υπήρχε κίνδυνος κάποιοι κακοί άνθρωποι να κλέψουν το ταλέντο του Περικλή. Και άντε, κλέβεις το ταλέντο του Περικλή. Μου λες πού θα το αποθέσεις» (σελ. 34); Άδικο έχει όμως; Ο Θάνος Αλεξανδρής δεν κάθεται στη γωνιά του, αποκομμένος και απομακρυσμένος, να γκρινιάζει για τα περασμένα μεγαλεία αλλά απολαμβάνει τη ζωή που έζησε, είναι γεμάτος εικόνες, στιγμές και εμπειρίες που εκ των πραγμάτων η σημερινή μιμητική και κενόδοξη εποχή τον αφήνει αδιάφορο. Ξεκαρδίστηκα (αρχικά, γιατί μετά κατάλαβα το μέγεθος της σημερινής παιδείας) όταν ο συγγραφέας αναφέρει πως σε παράσταση αρχαίου δράματος του οποίου απόσπασμα παίζει συνεχώς γνωστή σειρά κάνουν δεύτερη φωνή στην τραγωδό όταν έρχεται το συγκεκριμένο χωρίο! Πόση αλήθεια υπάρχει στα λόγια του: «Τώρα ημίχαζες και ζαβά των ριάλιτι βγάζουν CD, κλείνουν πονηρά το μάτι και μιλούν για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού. Ακόμη και η τελευταία διαθέτει ατζέντη…όμως καμιά δεν θα θελήσει να περάσει την ιλιάδα και την οδύσσεια της Κατερίνας Στανίση και της Άντζελας Δημητρίου, όταν αυτά τα μοναδικά πλάσματα όργωναν την επαρχία και γνώριζαν πάνω στο κορμί τους την αγριότητα της νύχτας» (σελ. 55). Κι όλα αυτά δεν τα στηλιτεύει από ζήλια: «Όμως, σε μια Ελλάδα που χάνεται, οι άνθρωποι παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς και τα πιο λαμπρά μυαλά δεν θα ξαναγυρίζουν ποτέ, η νεολαία μας -και δεν είμαι καθόλου υπερβολικός- είναι παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε χαρούμενη, αισιόδοξη και υπέρ του δέοντος ενθουσιώδης» (σελ. 109). Αγάπησα πολύ την κοινωνιολογική ανάλυση (σελ. 350-359) των λόγων που οδήγησαν στη λησμονιά όλο αυτό το περιβάλλον, όλο αυτό το σύστημα και κατάλαβα πώς, πότε και γιατί άλλαξε η νυχτερινή διασκέδαση. «Πώς έχει μεταλλαχτεί έτσι αυτή η περήφανη ράτσα, που κάποτε η Μαντάμ Σουσού ήταν ο περίγελως του Μπίθουλα και σήμερα είναι το απωθημένο του» (σελ. 243);

«Του οσίου Αλμοδόβαρ ανήμερα» γιορτάζει το περιθώριο, η καλτ νύχτα, η λάμψη από τα πούπουλα και τις παγιέτες, το στρας, η ανάγκη του αγρότη να ξεδώσει μακριά από τη γυναίκα του και να χαρίσει τις επιδοτήσεις του κράτους στη λαγνεία και στην προσπάθειά του να «καπαρώσει» (για να το πω κομψά) το πρώτο όνομα του ξενυχτάδικου. Ο Θάνος Αλεξανδρής παρατηρεί, καταγράφει, λοιδωρεί, συγχαίρει, θαυμάζει, αναπολεί, χαρίζει κάτι που δε θα ξαναγίνει ποτέ ακριβώς γιατί άλλαξαν οι εποχές και η διασκέδαση.

Πάνος Τουρλής