Τζακ και Τζιλ (Άλεξ Κρος #3)

του James Patterson

Στην Ουάσιγκτον, την πόλη όπου ζει και εργάζεται ο ντετέκτιβ Άλεξ Κρος, ένα ζευγάρι αρχίζει να δολοφονεί διάσημους ανθρώπους αφήνοντας στον τόπο του εγκλήματος αυτοσχέδια μηνύματα με το ψευδώνυμο «Τζακ και Τζιλ». Αυτή η σειρά των δολοφονιών όμως έχει βάλει σε υποψίες τον Λευκό Οίκο και τις μυστικές υπηρεσίες, μιας και έτσι αποκαλούνται με κωδικό τρόπο ο Πρόεδρος των ΗΠΑ και η Πρώτη Κυρία. Έτσι, ο Άλεξ Κρος καλείται στα άδυτα του Λευκού Οίκου να συνεργαστεί με το FBI αλλά και με τη CIA, σε περίπτωση που οι δύο δολοφόνοι απλώς πειραματίζονται και τελειοποιούνται, με τελικό στόχο τη δολοφονία του Προέδρου Τόμας Μπερνς. Ταυτόχρονα, εξάχρονα και εφτάχρονα παιδάκια δολοφονούνται στη γειτονιά του Άλεξ Κρος όμως η δυάδα των Τζακ και Τζιλ αποσπά τη μερίδα του λέοντος στα ΜΜΕ, κάτι που εξοργίζει τον δολοφόνο των παιδιών και η κατάσταση σύντομα θα εκτραχυνθεί!

Αυτή είναι η τρίτη περιπέτεια που έγραψε ο James Patterson με ήρωα τον Άλεξ Κρος και η υπόθεση είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις. Ο υπαρχηγός ντετέκτιβ στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ουάσιγκτον και ψυχολόγος έχει ήδη ξεκινήσει τις έρευνες για τις δολοφονίες των παιδιών όταν τον καλούν (και τον αποσπούν) εσπευσμένα στον Λευκό Οίκο. Η υπόθεση «Τζακ και Τζιλ» είναι σκοτεινή, δύσκολη και ανεξιχνίαστη. Το FBI φοβάται πως είναι τόσο καλά οργανωμένη που υπάρχει κάποιος εγκέφαλος από πίσω ενώ η CIA φτάνει στο σημείο να υποψιάζεται πως ίσως κάποιος από τους πληρωμένους δολοφόνους που χρησιμοποιούν για ρύθμιση κάποιων εσωτερικών υποθέσεων της χώρας έχει χάσει τον έλεγχο! Εκτυλίσσεται δηλαδή μια απίστευτη συνωμοσιολογία, η οποία σε συνδυασμό με την ατμόσφαιρα φόβου και αγωνίας που επικρατεί εν όψει της πιθανής δολοφονίας του Προέδρου, δίνει την αφορμή στον συγγραφέα να καταγράψει, αν και διακριτικά, τον πατριωτισμό που διακρίνει τον μέσο Αμερικανό απέναντι στην καθεστηκυία τάξη της χώρας του.

Η καθαυτή υπόθεση είναι έξυπνη και με πολλά μυστικά. Χωρίς να κατονομάζονται αρχικά (αν και η Τζιλ αποκαλύπτεται), ο Τζακ και η Τζιλ παρουσιάζονται με μεγάλη οξυδέρκεια και διεισδυτικότητα. Το παράλογο σκεπτικό τους, η περίεργη σχέση που έχουν μεταξύ τους, η έλλειψη μοτίβου και συγκεκριμένου σχεδίου εκτέλεσης είναι αυτά που δίνουν άφθονη αγωνία στον αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Ναι, η Τζιλ αποκαλύπτεται σε κρίσιμο σημείο όμως αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με την πραγματική ταυτότητα του Τζακ που αργεί να αποκαλυφθεί, μιας και είναι η μεγάλη ανατροπή της ιστορίας! Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το δίδυμο αυτό χρησιμοποιεί έναν ελεύθερο σκοπευτή για να θολώσει τα νερά γύρω από τις ταυτότητές τους και οι περιγραφές της αιματηρής επίθεσης κατά του Προέδρου στο ταξίδι του στη Νέα Υόρκη είναι καλογραμμένες και ολοζώντανες. Ποιος όμως κρύβεται πραγματικά πίσω από το θανάσιμο ντουέτο και γιατί αποσκοπούσε εξαρχής στην εκτέλεση του Προέδρου είναι κάτι μη αναμενόμενο.

Ο δολοφόνος των παιδιών είναι εξίσου δαιδαλώδης σαν υπόθεση και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα έξυπνο συγγραφικό τέχνασμα για να δυσκολέψει τον αναγνώστη ως προς την πραγματική ταυτότητά του. Μου άρεσε που ξεκίνησε «ο καημένος» τις δολοφονίες σχεδόν ταυτόχρονα με τους Τζακ και Τζιλ κι έτσι άρχισε να γίνεται άτσαλος και ριψοκίνδυνος, ώστε να τραβήξει τα φώτα πάνω του. Το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1996, οπότε η χρήση του δικτύου Prodigy της ΙΒΜ που χάκαρε ο δολοφόνος για να στρέψει τις υποψίες αλλού και ο τρόπος που λογοκρίθηκαν τα μηνύματά του προς τους συνδρομητές του δικτύου μου θύμισε την κοινότητα του facebook και νοστάλγησα σχεδόν την ανάγκη που είχε η ανθρωπότητα από τόσο παλιά για άμεση και γρήγορη επικοινωνία.

Σε προσωπικό επίπεδο, ο Άλεξ Κρος, που πλέον έχει αρχίσει να κουράζεται από όλη αυτήν τη βία και ονειρεύεται να αποσυρθεί από την ενεργό δράση για να δουλέψει πάλι ως ψυχολόγος και μόνο, συνεργάζεται στενά με τον παιδικό του φίλο και συνάδελφο Τζον Σάμπσον, νιώθει πως οι φρενήρεις ρυθμοί των υποθέσεων τον κάνουν να χάνει πολύτιμο χρόνο από την οικογένειά του, δοκιμάζεται για τρίτη φορά αισθηματικά (μιας και οι προηγούμενες δύο περιπτώσεις στα αντίστοιχα βιβλία δε φτουρήσανε), αυτήν τη φορά με τη νέα, έγχρωμη διευθύντρια του σχολείου του γιου του (είναι παντρεμένη όμως!) και μαθαίνει πως ο Λευκός Οίκος τον επέλεξε ακριβώς γιατί είχε τις σημαντικές επιτυχίες του στις υποθέσεις Σόνετζι και Καζανόβα. Για πρώτη φορά εμφανίζεται η ψυχαναλύτριά του, Αντέλ Φάιναλυ, στην οποία καταφεύγει αραιά και πού, και μόνο όταν έχει απόλυτη ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον έμπιστό του. Οι γνώσεις του στην ψυχολογία εφαρμόζονται λίγο καλύτερα σε αυτό το βιβλίο, μιας και αγωνίζεται να καταλάβει το προφίλ των ενόχων μέσα από τους προσωπικούς τους χώρους ενώ η πάλη του με τον δολοφόνο των παιδιών είναι ένα καλογραμμένο κομμάτι ψυχιατρικής. Ο Σόνετζι εξακολουθεί να τον στοιχειώνει, δε διστάζει μάλιστα να του τηλεφωνήσει στο τέλος του βιβλίου για να του ευχηθεί «καλά Χριστούγεννα». Αναρωτιέμαι λοιπόν πώς θα ξαναβρεθούν αντιμέτωποι αυτοί οι δύο και πώς θα εκτιμήσουν οι ανώτεροι του Κρος τη διαρκώς αυξανόμενη φήμη του στην επίλυση εγκλημάτων (αυτός είναι και ένας από τους λόγους που διαβάζω αντίστοιχες σειρές βιβλίων με τη σειρά που γράφτηκαν και δημοσιεύθηκαν).

Το «Τζακ και Τζιλ» ως προς το θέμα του είναι ένα καθαρά αμερικάνικο θρίλερ, με όλες τις δόσεις αγωνίας, ανθρωποκυνηγητού και αμερικανολατρείας που απαιτεί ένα τέτοιο κείμενο και ξέρει ο συγγραφέας να χαρίζει κατά κόρον. Από την άλλη ούτε σε αυτό το βιβλίο χάνει την ευκαιρία να στηλιτεύσει κάποια πράγματα: «Πρόσφτα είχα διαβάσει μια στατιστική που σου μαύριζε την ψυχή, σύμφωνα με την οποία ο μέσος Αμερικανός αντλούσε το εβδομήντα τοις εκατό των πληροφοριών του από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση» (σελ. 205). Έχω βέβαια δύο πραγματολογικές ερωτήσεις (π.χ. ο δολοφόνος των παιδιών αρχίζει να ουρλιάζει μπροστά σε δύο θύματά του και πυροβολεί αρκετά αργότερα εξ επαφής, στο μεσοδιάστημα αυτό όμως ο συγγραφέας δε γράφει αν υπήρξε κάποια αντίδραση των θυμάτων, αν ξύπνησαν κλπ. ενώ αυτός ο άνθρωπος στο τέλος του βιβλίου περιγράφεται εξονυχιστικά σε μια ολόκληρη παράγραφο μόνο που δεν αναφέρεται ότι φορά γυαλιά, κάτι που περιγράφει φευγαλέα ο Κρος κάποια στιγμή!) αλλά σε γενικές γραμμές έμεινα ευχαριστημένος με την περιπέτεια αυτή.

Πάνος Τουρλής