Τα μάτια που νοστάλγησα

της Μαρίας Πέττα

downloadΕφτά χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα τους από όγκο στον εγκέφαλο, οι δίδυμες Χλόη και Έρη γνωρίζουν τον έρωτα στα πρόσωπα του Μάρκου και του Αλέξανδρου αντίστοιχα ενώ παλεύουν με την κατάθλιψη της μητέρας τους. Ένα τραγικό γεγονός θα δέσει τις αδελφές με όρκο σιωπής και η ιστορία θα έχει άσχημη κατάληξη, τις συνέπειες της οποίας θα πληρώσει η Έρη, που θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.

Πώς θα είναι η ζωή της από κει και πέρα; Τι θα συμβεί στη φυλακή που θα αλλάξει την ψυχοσύνθεσή της και πόσο πιστή θα μείνει στην υπόσχεση που έδωσε στην αδελφή της;

Θα ξεκινήσω από τα θετικά του βιβλίου: την κεντρική ιδέα καθώς και τον τρόπο που αυτή εξελίσσεται αλλά και τον χαρακτήρα της Έρης. Η κεντρική ιδέα είναι κάτι που δεν έχω διαβάσει ως τώρα σε ελληνική λογοτεχνία: ένα έγκλημα, η δολοφόνος (είναι ένοχη άραγε;) τιμωρείται και η συγγραφέας χρησιμοποιεί τις συνθήκες κράτησης σε μια φυλακή για να σφυρηλατήσει ακόμη περισσότερο τον χαρακτήρα της και να δείξει τον βαθμό ως τον οποίο μια ανθρώπινη ψυχή μπορεί να αντέξει μια άδικη σταύρωση. Σκληρές σκηνές, δύσκολες, κατά τη διάρκεια των οποίων η Έρη έχει έναν απροσδόκητο σύμμαχο στην καρδιά της αλλά και στο πλάι της! Ωραία η επιλογή του Γέροντα Συμεών, πνευματικού της Έρης, να προσπαθεί να την ξαλαφρώσει και να την απαλλάξει από τον όρκο της σιωπής που θα την αθωώσει. Όλη αυτή η εσωτερική σύγκρουση πολλές φορές με έβαλε σε σκέψεις για την ανάκαρα ενός ανθρώπου, ειδικά μιας γυναίκας που με όσα έχει ζήσει, αλλά ακόμα και με το διαφορετικό χόμπυ που έχει επιλέξει (σκοποβολή), πηγαίνει κόντρα σε ό,τι θεωρείται κατεστημένο.

Δυστυχώς όμως η γραφή της συγγραφέως ήταν αδύναμη, με φλύαρους διαλόγους και πολλά πεπλατυσμένα σημεία στην αφήγηση, κάτι που δε βοηθάνε το μυθιστόρημα να σφίξει περισσότερο και να γεμίσει ένταση και παλμό και άρα, σε συνδυασμό με τα θετικά χαρακτηριστικά που επεσήμανα ανωτέρω, να μιλάμε για ένα πραγματικά καλό μυθιστόρημα. Ήταν ωραίος ο τρόπος που έδειξε το παρελθόν η συγγραφέας, με βοήθησε να νιώσω καλύτερα το δέσιμο της οικογένειας και το βάρος της απώλειας του πατέρα. Δυστυχώς όμως υπάρχουν πολλές εσωτερικές σκέψεις των πρωταγωνιστριών, η αφήγηση παραμένει σε επίπεδο περιγραφής, χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση, παρ’ όλο που υπάρχει διεισδυτικότητα στη νοοτροπία των ηρώων και η πλοκή είναι αληθοφανέστατη.

Επίσης, θα ήθελα να επισημάνω ότι παρά τα ψυχολογικά της προβλήματα, η μάνα των κοριτσιών δε με έπεισε. Δεν μπορώ να πιστέψω με τίποτα ότι μια μάνα απαρνήθηκε τόσο έντονα το παιδί της, κι ας ευσταθεί η δικαιολογία της. Μου φαίνεται πολύ δύσκολο μια γυναίκα να παγώσει και να απομακρυνθεί από την ίδια της τη σάρκα και ψυχή, με μια στάση απότοκη των πράξεων που περιγράφονται στο μυθιστόρημα, και στο τέλος να αλλάξει ξανά, έτσι απλά. Αυτό είναι ένα παράδειγμα λανθασμένου χειρισμού χαρακτήρα.

Τέλος, μου φάνηκε τελείως περιττό η Έρη να κατηγορηθεί μεταξύ άλλων ότι είναι ομοφυλόφιλη και ερωτευμένη με την αδελφή της. Νομίζω ότι αυτή η επιλογή έριξε ένα ακόμη μεγαλύτερο βάρος στον χαρακτήρα της ηρωίδας, που δε χρειαζόταν. Ήδη τα όσα έζησε, πέρασε και επέλεξε την έκαναν αρκετά τραγική για να προστεθεί και αυτό το λιθαράκι.

«Τα μάτια που νοστάλγησα» είναι ένα καλό μυθιστόρημα, με μία ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα που δεν την έχω ξαασυναντήσει σε βιβλίο, που δίνει τροφή για σκέψη και περιθώριο είτε για συζήτηση είτε για περίσκεψη κι αυτό λίγα βιβλία το πετυχαίνουν. Θα περιμένω με χαρά επόμενο κείμενο της συγγραφέως, γιατί πιστεύω στις δυνατότητές της, αρκεί να προσέξει τις παγίδες της εύκολης αφήγησης και να αφεθεί στον εαυτό της και τις ταλαντούχες ικανότητές της.

Πάνος Τουρλής