Τα βατράχια

του Δημήτρη Σίμου

Το 2010 στη Χαλκίδα ένας ψαράς ανασύρει το πτώμα μιας 14χρονης κοπέλας και ειδοποιεί την Αστυνομία. Ο διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας Κωνσταντίνος Μαράκης ειδοποιεί τον Χρήστο Καπετάνο να αναλάβει την υπόθεση. Ταυτόχρονα τη δεκαετία του 1980 οικογενειακά δράματα λαμβάνουν χώρα σ’ ένα σπίτι στο Αλιβέρι, όπου συγκατοικεί μια παράξενη οικογένεια. Ο Λεωνίδας, χήρος μ’ ένα γιο, τον Δημήτρη, συγκατοικεί με μια γυναίκα εθισμένη στο αλκοόλ και μάνα της Αμαρυλλίδος. Οι εύθραυστες ισορροπίες αλλάζουν για πάντα όταν ο χήρος αυτοκτονεί μην μπορώντας να ξεπληρώσει τα χρέη του εργοστασίου του. Η Αμαρυλλίς και ο Δημήτρης αρχίζουν ν’ αναπτύσσουν ένα περίεργο δέσιμο και θα κάνουν τα πάντα για να πάψουν να’ ναι φτωχοί. Τι συνδέει αυτές τις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ιστορίες; Ποιος δολοφόνησε την Ευθυμία Ραφτοπούλου και τι κρύβεται πίσω από τη γαλήνια επιφανειακά πόλη της Χαλκίδας;

Τα «Βατράχια» είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς «Σκοτεινά νερά» και καλωσορίζει τον αναγνώστη στα ύδατα της Χαλκίδας και ευρύτερα του νησιού της Εύβοιας. Ο κύριος Δημήτρης Σίμος απομακρύνθηκε από τις κορεσμένες μυθιστορηματικά μεγαλουπόλεις της Ελλάδας και στράφηκε σε μια ήρεμη, γραφική πόλη, γύρω από την οποία έστησε έναν ευρηματικά επεξεργασμένο μικρόκοσμο. Προαγωγοί, βαποράκια, εκβιαστές, πολιτικά πρόσωπα, λαδωμένοι υψηλά ιστάμενοι σε νευραλγικά σημεία συγκροτούν ένα πολυεπίπεδο παζλ και ξετυλίγουν μια ιστορία γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις!

Ο αστυνόμος Χρήστος Καπετάνος πριν από έξι μήνες είχε παυθεί από την υπηρεσία του ύστερα από ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών που προσπάθησε να καλύψει ο διευθυντής του, Κωνσταντίνος Μαράκης, και στο οποίο ήταν αναμεμιγμένος ο κουνιάδος του Καπετάνου, κάτι που επέφερε και το τέλος του γάμου του! Τώρα, με την εύρεση του πτώματος της Ραφτοπούλου, ο διευθυντής κάλεσε τον αστυνόμο να αναλάβει την υπόθεση, την «ασπίδα του σε μια τυχόν αποτυχία» (σελ. 52). Με τον Καπετάνο συνεργάζεται ο παλιός του υφιστάμενος, Ορέστης Βαμβακάς και η νεοπροσληφθείσα ανιψιά του διευθυντή, Ευαγγελία Μαρκένα.

Η πλοκή είναι ευρηματική. Ο συγγραφέας καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος, χειρίζεται με υποδειγματικό τρόπο την ιστορία, την οποία εμπλουτίζει και φωτίζει όπως εκείνος θέλει. Πρόσωπα εμφανίζονται το ένα πίσω από το άλλο, ένοχοι αθωώνονται και μάρτυρες ομολογούν. Τα κίνητρα πολλά, οι ύποπτοι περισσότεροι. Σελίδα τη σελίδα η υπόθεση ακολουθεί και άλλη διαδρομή ενώ η αγωνία κορυφώνεται. Σύντομες, κοφτές προτάσεις και κινηματογραφικοί διάλογοι, ελάχιστα περιττοί, δίνουν ζωντάνια και παραστατικότητα. Το μυθιστόρημα τράβηξε αδιάλειπτα την προσοχή μου από την αρχή ως το τέλος και μου κέντρισε το ενδιαφέρον με τις συνεχείς εναλλαγές, την ποικιλία των κινήτρων, τις ιστορίες μέσα στην ιστορία και τον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίο συνδέονται όλα μεταξύ τους. Άλλο ένα σημαντικό πλεονέκτημα είναι και η παρατηρητικότητα απέναντι στα δρώμενα μιας καθημερινής μέρας στις ζωές των ανθρώπων, εκεί δηλαδή που ο Καπετάνος μεταβαίνει σε κάποια σημεία για τις ανακρίσεις ή για άλλους λόγους, ο κύριος Σίμος ρίχνει και μια ματιά γύρω από τον πρωταγωνιστή, αποτυπώνοντας με ολιγόλογες εναργέστατες όμως περιγραφές την κίνηση στον δρόμο ή στην προβλήτα κλπ.

Παράλληλα η ιστορία του Δημήτρη από το Αλιβέρι, πίσω στη δεκαετία του 1980, είναι μια τραγική απεικόνιση των δύσκολων συνθηκών μιας οικογένειας που αναγκάζεται από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάξει ριζικά τη ζωή της ενώ οι μη συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των περισσότερων μελών δείχνουν πόσο αδύναμοι είναι οι κρίκοι της συνοχής και πόσο εύκολα σπάνε. Η ιστορία αυτή μου άρεσε περισσότερο γιατί κούμπωσε με έναν ανατρεπτικό τρόπο στον κορμό της βασικής υπόθεσης και μου έδωσε να καταλάβω πως ο κύριος Σίμος έχει το μυαλό και τις δυνατότητες να χαράζει δικά του μονοπάτια στην αστυνομική πλοκή. Τι θα συμβεί λοιπόν ανάμεσα σε αυτά τα δυο παιδιά που βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικές θέσεις ισχύος όμως πρέπει να συμβιώσουν και να μεγαλώσουν μαζί; Τι αποφάσεις θα πάρει η μάνα για την προσωπική της ζωή και πώς αυτές θα επηρεάσουν την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του «μπάσταρδου» και του παιδιού της;

«Τα βατράχια» είναι επίσης ένα διακριτικό σχόλιο πάνω στη διαφορετικότητα και στο πώς πρέπει να την αποδεχόμαστε στο σχολικό, φιλικό και οικογενειακό μας περιβάλλον. Μια επαναστάτρια κοπέλα, αφοσιωμένη στο death metal, που κυκλοφορεί σα βαμπίρ και με προκλητική διαφορετικότητα εύκολα γίνεται στόχος των νταήδων ενός σχολείου, πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα όμως αν το κορίτσι αυτό δείρει τους διώκτες της; Από κει πηγάζει και ο τίτλος, μιας που βατράχια θέλουν να αποκαλούνται ορισμένοι ταπεινοί άνθρωποι που προτιμούν να περνούν απαρατήρητοι από τη ζωή, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς να τους ενοχλούν και να ενοχλούνται. Πώς λοιπόν αλλιώς, πιο ταιριαστά, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει έναν έφηβο που ξεφεύγει από τη γνωστή ρότα της επαναστατικότητας, μιας και σε αυτήν την ηλικία ο κόσμος δε σου αρέσει και θες να τον αλλάξεις και νομίζεις πως έχεις τη δυνατότητα; Ταυτόχρονα, υπάρχουν και εκείνοι οι έφηβοι που κάνουν εσωτερικές επαναστάσεις και χρειάζονται την κατάλληλη καθοδήγηση, πριν κάνουν κακό στον εαυτό τους. Αυτό το μυθιστόρημα λοιπόν είναι αφιερωμένο στα βατράχια που πηδούν από νούφαρο σε νούφαρο στο τελματωμένο έλος της ζωής τους. Σύμφωνα με τον συγγραφέα: «Οι γονείς της [Ευθυμίας Ραφτοπούλου] μαλώνουν για τον τρόπο που ντύνεται, για τη μουσική που ακούει, για όλα. Θέλουν να τη μεταμορφώσουν σε πρίγκιπα. Εκείνη δε θέλει το φιλί. Της αρέσει που είναι βάτραχος» (σελ. 194).

Το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα ξανακυκλοφορεί φροντισμένο και επιμελημένο, εγκαινιάζοντας το νέο μέγεθος των αγαπημένων βιβλίων τσέπης Best Seller από τις εκδόσεις Bell, μιας από τις μακροβιότερες σειρές στην Ελλάδα. Λίγο μεγαλύτερο από το γνωστό σχήμα των εκδόσεων τσέπης Bell-Best seller, χωρίς όμως και να έχει το μέγεθος ενός κανονικού βιβλίου, με καλύτερη γραμματοσειρά και ποιοτικότερο χαρτί, με σωστό δέσιμο, χωρίς τσακίσματα ή ανύπαρκτη κόλλα, «ειδικά μελετημένο για την ευκολία του αναγνώστη» όπως αναγράφεται και στο δελτίο Τύπου του βιβλίου, εγκαινιάζει τη νέα ματιά στο βιβλίο τσέπης.

Στο βιβλίο υπάρχουν ακόμη τρία αστυνομικά διηγήματα, των Χίλντας Παπαδημητρίου, Δημήτρη Μαμαλούκα και Βαγγέλη Γιαννίση. Η κυρία Παπαδημητρίου με τα «Μικρά εγκλήματα της οδού Δράκου» έγραψε με έναν συγκινητικό και γλυκόπικρο τρόπο για την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που δε βγαίνει από το διαμέρισμά του στην οδό Δράκου στο Κουκάκι (λεπτοδουλεμένες οι αναφορές στον περιβάλλοντα χώρο του περίφημου αυτού πεζόδρομου). Ο κύριος Μαμαλούκας με το «Καντίνα Ο Σάββας» με έκανε να δακρύσω με μια τρυφερή και ανατρεπτική ιστορία αγάπης και εξαπάτησης, αποδεικνύοντάς μου για άλλη μια φορά πόσο καλά ξέρει την ανθρώπινη ψυχολογία και ταυτόχρονα πόσο επιδέξια την αποτυπώνει στο χαρτί («Τα μαλλιά της είχαν ένα ξανθό χρώμα που αργοπέθαινε κάτω απ’ τη βραδινή υγρασία και τη ζέστη. Όλο της το πρόσωπο ακτινοβολούσε βασανισμένα ξενύχτια», σελ. 318). Τέλος, ο κύριος Γιαννίσης με τη «Δεξαμενή» καταγράφει επιδέξια ένα έξυπνο παιχνίδι γάτας και ποντικού.

Πάνος Τουρλής