Τέσσερις βολικοί θάνατοι

του Αντώνη Γιανακού

1936, το έτος των Ολυμπιακών Αγώνων και η αρχή του τέλους για τον κόσμο, με τον Χίτλερ να αρχίζει να αποκτά επικίνδυνο έδαφος. Στην Αθήνα μια σειρά από τέσσερις βολικούς θανάτους θα οδηγήσει τον Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία. Είναι τυχαίοι οι θάνατοι ή δολοφονίες; Ο τελειόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Αντώνης Τζανετής που εργάζεται στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία αρχίζει να ακολουθεί ένα κουβάρι από αβέβαιες ενδείξεις που θα τον οδηγήσει σε ένα απόλυτα αναμενόμενο γεγονός.

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του 1936 και διαιρείται σε δώδεκα κεφάλαια, όσοι και οι μήνες του έτους. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο συγγραφέας διαλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του εναλλάξ σε τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη γραφή, κάτι που δίνει ποικιλία στη ροή του κειμένου. Ο Αντώνης Τζανετής σνυεργάζεται με τον διευθυντή της Δικαστικής Ιατρικής (όπως λεγόταν τότε η Ιατροδικαστική Υπηρεσία) Ιωάννη Γεωργιάδη, καθηγητή του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολυμπιονίκη στη σπάθη το 1896, μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και φανατικό συλλέκτη οργάνων εγκλήματος (όνειρό του να ιδρύσει Μουσείο Εγκληματολογίας!). Πρόκειται φυσικά για πραγματικό πρόσωπο (1874-1960), τον ιδρυτή του Μουσείου Εγκληματολογίας, που συγκεντρώνει ακριβώς όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά και ο συγγραφέας τα χρησιμοποιεί σωστά για κάποια γεγονότα που θέλησε να τονίσει.

Ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, ο Παναγής Τσαλδάρης και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες του Μεσοπολέμου. Ο Κονδύλης ωθήθηκε σε παραίτηση στα τέλη του 1935 από τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ επειδή διαφωνούσαν για την παροχή αμνηστίας στους Κινηματίες της 1ης Μαρτίου 1935 και πέθανε από ανακοπή στις 31 Ιανουαρίου 1936. Τον διαδέχτηκε ο υπεράνω των πολιτικών κομμάτων Δεμερτζής, που προχώρησε σε εκλογές τον Γενάρη του 1936 αλλά δεν κατάφερε να συγκροτήσει κυβέρνηση και υπέβαλε την παραίτησή του, παρ’ όλ’ αυτά τον πρόλαβε ο θάνατος, με αποτέλεσμα να τον αντικαταστήσει ο αντιπρόεδρος του Κόμματός του και της Κυβέρνησης εν όλω, Ιωάννης Μεταξάς. Τον Μάη του 1936 πέθανε και ο Τσαλδάρης που είχε ανατραπεί από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Αλέξανδρου Παπάγου ένα χρόνο πριν λόγω της διστακτικής του στάσης απέναντι στον Αντικομμουνισμό και τα ακραία του στοιχεία. Τέλος, ένα μήνα πριν κλείσει το έτος, πέθανε από ανακοπή καρδιάς και ο Παπαναστασίου, που είχε αντιταχθεί στη δικτατορία του Μεταξά και το καθεστώς τον είχε σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Με μια πολύ έξυπνη ιδέα για μυθιστόρημα ο κύριος Αντώνης Γιανακός στήνει μια ωραία τοιχογραφία της εποχής και του πολιτικού σκηνικού που μαστιζόταν τότε από αντίθετες ιδεολογίες και είχε ταχθεί κατά του κομμουνισμού, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την καθιέρωση της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Με τον Αντώνη Τζανετή στον πρωταγωνιστικό ρόλο ξεκλειδώνουν πολλά από τα μυστικά των νεκροψιών των συγκεκριμένων ανδρών και ίπταται μια χαρά η αμφιβόλια για την πραγματική φύση αυτών των θανάτων: δολοφονίες ή φυσικά αίτια; Οι ανατριχιαστικές και σοκαριστικές σκηνές ανατομίας ευτυχώς αντιδιαστέλλονται με τον σιωπηρό έρωτα της γραμματέως Μαρίας για τον Αντώνη. Μια απλή κοπέλα, που διαβάζει «Κυρία με τας καμελίας», αντιτίθεται στις παλαιολιθικές απόψεις της μητέρας της για συγχρωτισμό αντρών και γυναικών αλλά και προγαμιαίων σχέσεων και μπλέκεται άθελά της σε μια πολιτική περιπέτεια που δεν περίμενε.

Δυστυχώς το κείμενο έχει κάποια μειονεκτήματα που όμως είναι εύκολα συγχωρητέα, μιας και πρόκειται για την πρώτη συγγραφική προσπάθεια του κυρίου Γιανακού. Συνολικά το μυθιστόρημα δεν μπόρεσε να με βοηθήσει να καταλάβω καλύτερα το πολιτικό σκηνικό της εποχής, μιας και οι συνεχείς ανατροπές κυβερνήσεων, τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα όπως το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα αλλά και η σταδιακή εξασθένηση των κυβερνητικών δυνάμεων που έφεραν τον Μεταξά στην εξουσία ήταν καταγεγραμμένα μέσω πηγών για τεκμηρίωση όμως δεν επεξεργάστηκαν σωστά ώστε ο μέσος αναγνώστης να βιώσει από πρώτο χέρι το πολιτικό ντόμινο.

Επίσης υπήρξαν άκαιρες κατ’ εμέ και περιττές λεπτομέρειες κατά την εξιστόρηση κάποιων περιστατικών, όπως τα σχεδόν εκτενή πρακτικά της δίκης της Μόσχας ή τα πάμπολλα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα των εφημερίδων για την πρωθυπουργία Μεταξά που παρατέθηκαν αυτούσια και επί μακρόν. Επίσης, το στυλ και η γραφή θέλουν περισσότερη προσοχή, μιας και παρατήρησα πολλές φορές επαναλήψεις λέξεων μέσα στην ίδια πρόταση, όπως για παράδειγμα: «Στις 20 Ιουλίου είχε γίνει πραξικόπημα στην Ισπανία. Οι αξιωματικοί έκαναν πραξικόπημα» (σελ. 125). Επίσης, το αίτιο των πολιτικών δολοφονιών ήταν σχεδόν εξαρχής αναμενόμενο πως δε θα μπορούσε να αποδειχτεί και αν ίσχυε ο φόνος δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένας τελειόφοιτος της Ιατρικής τη Λερναία Ύδρα των κυβερνώντων. Τέλος, το γεγονός πως ο Αντώνης Τζανετής σταδιακά έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, με τις αντίστοιχες συνέπειες, προσέδωσε ένα περιττό ίσως συναισθηματικό βάρος στην εξέλιξη της ιστορίας, ειδικά από τη στιγμή που η ιστορία τελείωσε τον Δεκέμβρη του 1936 χωρίς να αφήνει αιχμές για συνέχισή της σε επόμενο βιβλίο. Οι περιπέτειες του Αντώνη που αναγκάστηκε να ξενιτευτεί αφήνοντας πίσω του τη Μαρία να τυραννιέται στα χέρια του κράτους που την καταδίωκε δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν και να μου δώσουν την αίσθηση του «τελείου».

Οι «Τέσσερις βολικοί θάνατοι» είναι μια αξιόλογη πρώτη εμφάνιση, με μια διαφορετική κεντρική ιδέα, με σωστή και τεκμηριωμένη αποτύπωση του 1936, που καταγράφει τις ελληνικές πολιτικές αλλαγές του Μεσοπολέμου, τον τρόπο που οργανώθηκαν οι περίφημοι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 και ποιος ήταν ο αντίκτυπός τους στην Ελλάδα αλλά και τις αντιπαραθέσεις των επιστημόνων της εποχής για την ψυχολογία των εγκληματιών και για τα κίνητρα της δολοφονίας.

Πάνος Τουρλής