Τέλος βάρδιας

του Stephen King

Μια σειρά από αυτοκτονίες οδηγούν και πάλι τον συνταξιούχο αστυνομικό Μπιλ Χότζες πίσω στην ημέρα του ατυχήματος με τον Κύριο Μερσέντες, μιας και τα θύματα σχετίζονται μαζί του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο Μπρέιντι Χάρτσφιλντ όμως εξακολουθεί να παραμένει φυτό στο νοσοκομείο όπου βρίσκεται μετά την απόπειρα ανατίναξης χιλιάδων εφήβων που παρακολουθούσαν μια συναυλία. Πώς λοιπόν συνδέεται ένας ανάπηρος με αυτούς τους θανάτους; Πώς θα καταφέρει να λύσει την υπόθεση ένας συνταξιούχος αστυνομικός που δεν έχει επίσημη υποστήριξη, μιας και η υπόθεση πρέπει να κλείσει άρον άρον;

Το μυθιστόρημα ακροβατεί ανάμεσα στο αστυνομικό είδος και τη μεταφυσική φαντασία που μόνο ένας συγγραφέας σαν τον Stephen King μπορεί να ζωντανέψει. Η ιστορία αφορά ξεκάθαρα ένα κλείσιμο λογαριασμών ανάμεσα σε όλους τους χαρακτήρες που έχει γνωρίσει στα δύο προηγούμενα βιβλία ο αναγνώστης και χρησιμοποιεί με έξυπνο τρόπο μια απίθανη πλοκή που χαρίζει απλόχερα φόβο, ένταση και αγωνία. Τα καλολογικά στοιχεία και οι απρόσμενες παρομοιώσεις έχουν λιγοστέψει, φίλοι και εχθροί από τον «Κύριο Μερσέντες» και το «Ό,τι βρεις, δικό σου» αποκτούν μεγαλύτερο ή μικρότερο έδαφος και το απόλυτο κακό ετοιμάζει την εκδίκησή του με τρόπο ασύλληπτο.

«Τέλος βάρδιας» είναι η ονομασία για τη συνταξιοδότηση των αστυνομικών, που έχουν μεγάλο ποσοστό αυτοκτονιών όταν επιστρέφουν σε μια βαλτωμένη, ανούσια ζωή. Μεταφορικά λοιπόν μιλάμε για την ολοκλήρωση μιας δυνατής, συγκλονιστικής ιστορίας (παρ’ όλο που η Χόλι Γκίμπνι εμφανίζεται και στο μυθιστόρημα «Ο ξένος») για την οποία δεν μπορώ να γράψω τίποτε παραπάνω, για να μη χαλάσω τη μαγεία της ανάγνωσης. Διάσπαρτα κοινωνικά μηνύματα, όπως ο ρατσισμός, η μειωμένη αυτοπεποίθηση, ο εθισμός στα βιντεοπαιχνίδια δείχνουν τις αρνητικές πλευρές τους σε μια κοινωνία. Ο συγγραφέας από την αρχή σχεδόν αναφέρεται στα κακώς κείμενα της Αμερικής: «Αυτό το μαγαζί [τα Mc Donald’s] και όλα τα υπόλοιπα λιπαρά στέκια σαν αυτό είναι η μισή αιτία των δεινών της Αμερικής» (σελ. 11). Παρ’ όλο που δέχεται και επαινεί την ευεργετική επίδραση του διαδικτύου στη μείωση του ποσοστού αυτοκτονιών των συνταξιούχων αστυνομικών, αρκετές σελίδες αργότερα τονίζει: «…η αυτοδιάγνωση με τη βοήθεια του διαδικτύου είναι για τους ηλίθιους» (σελ. 89). Και πάλι, μέσα από μια λιτή πρόταση καταφέρνει να δημιουργήσει ρεαλιστικές εικόνες: «Έπειτα πέφτει στο κρεβάτι και κοιτάζει το σκοτάδι με μάτια ορθάνοιχτα, περιμένοντας τον ύπνο ή το πρωί, ό,τι έρθει πρώτο» (σελ. 289).

Οι αγαπημένοι μου Μπιλ Χότζες και Χόλι Γκίμπνι ξεκινάνε από την πρώτη σχεδόν σελίδα να ερευνούν με τον δικό τους τρόπο τις συνθήκες αυτοκτονίας που ανέλαβαν να εξιχνιάσουν ο Πίτερ Χαντλι και η Ίζαμπελ Τζέινς, με άφθονες αναφορές και spoilers κυρίως στην ιστορία του πρώτου βιβλίου της τριλογίας, «Ο κύριος Μερσέντες». Ο δολοφόνος Μπρέιντι Χάρτσφιλντ ήταν δεξιοτέχνης της τεχνολογίας μα πάνω απ’ όλα μπορούσε να καθοδηγήσει με ψηφιακό και χειριστικό τρόπο τους στόχους του στην αυτοκτονία. Τώρα όμως, εφτά χρόνια μετά το χτύπημα, εξακολουθεί να είναι «φυτό», επομένως πόσο άμεση σχέση μπορεί να έχει με το πρώτο θύμα της ιστορίας αλλά και με τα υπόλοιπα που εμφανίζονται σταδιακά; Ο Χότζες επιτέλους έχει καταλάβει πόσο μάταιο είναι να επισκέπτεται τον Κύριο Μερσέντες και κατάφερε τόσο καιρό τώρα να τον βγάλει από το μυαλό του, να όμως που η πραγματικότητα στρέφει τα φώτα της ξανά πάνω του. Και λαμβάνει και μήνυμα στον ιστότοπο της Μπλε Ομπρέλας! Ο Τζερόμ είναι στην Αριζόνα, με άδεια από το κολέγιο, για φιλανθρωπικούς λόγους, σύντομα όμως τα γεγονότα τον οδηγούν πίσω στην οικογένειά του και τον μπλέκουν σε μια ασύλληπτη εξέλιξη. Ως προς τη Χόλι, η επαγωγική και αφαιρετική ικανότητα σκέψης της είναι συναρπαστική, μιας και χάρη σ’ εκείνη αποκαλύπτονται σημεία-κλειδιά για τη διερεύνηση της υπόθεσης και η όλη διαδικασία φέρνει συνεχώς νέες αποκαλύψεις. Ο Τομ Σάουμπερς, ο πατέρας του Πιτ που γνωρίσαμε στο προηγούμενο βιβλίο, είναι κι αυτός εδώ, καθώς και το δίδυμο των αστυνομικών που στο πρώτο βιβλίο κατά λάθος ξεσκέπασαν μια ολόκληρη οπλαποθήκη! Όλη η τριλογία είναι μια συναρπαστική ενιαία ιστορία, έξυπνη και ευρηματική από την αρχή ως το τέλος και ολοκληρώνεται συγκινητικά, σωστά και κατάλληλα.

Τέλος, θα αναφέρω πόσο ανατριχιαστικό είναι το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο όχι μόνο καταγράφει ξανά το μοιραίο συμβάν με τη Μερσέντες του πρώτου βιβλίου αλλά και γιατί αυτήν τη φορά δίνεται η επίθεση με τα μάτια ενός πληρώματος ασθενοφόρου που σπεύδει στο σημείο! Ο Μπρέιντι Χάρτσφιλντ, που ήδη από το πρώτο βιβλίο χαρακτηρίζεται «πρίγκιπας της αυτοκτονίας», είναι ένας γνήσιος και απόλυτα κακός χαρακτήρας ενώ η δεξιοτεχνία του συγγραφέα μου σήκωνε κάθε τρίχα όσο προχωρούσα στο βιβλίο. Μάλιστα, ο Μπρέιντι παραλληλίζεται με τον καρκίνο: «Ίσως ο καρκίνος μισεί τον εαυτό του, ίσως γεννήθηκε με την επιθυμία να σκοτώσει όχι τον ξενιστή αλλά τον ίδιο του τον εαυτό. Πράγμα που συνεπάγεται ότι ο καρκίνος είναι ο αληθινός πρίγκιπας της αυτοκτονίας» (σελ. 400). Και στο τέλος υπάρχει μια θλιβερή διαπίστωση: «Ωστόσο με ή χωρίς μέσα κοινωνικής δικτύωσης… η αυτοκτονία είναι κομμάτι της ζωής» (σελ. 498).

«Τέλος βάρδιας» λοιπόν και με λύπη μου αποχαιρέτησα μια από τις καλύτερες αστυνομικές ιστορίες και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρέες επίλυσης αινιγμάτων. Επίσης, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξαναπιάσω στα χέρια μου ηλεκτρονικά παιχνίδια ούτε λιπαρά πρόχειρα γεύματα!

Πάνος Τουρλής