Στο φως της ασετιλίνης

του Βασίλειου Χριστόπουλου

\"Γεννημένος το 1865 στην Πάτρα, ο Σαρδούνης, νόθος γιος μιας Πατρινιάς της καλής κοινωνίας, έζησε στο Μεσολόγγι ως το 1876 που πέθανε ο πατριός του. Μετά επανήλθε οικογενειακώς στην Πάτρα όπου και σπούδασε βυζαντινή μουσική. Ψάλτης στον ναό του Αγίου Ανδρέου ως το 1888, όταν εγκατέλειψε τα πάντα για τον Καραγκιόζη. Πέθανε 37 ετών αλκοολικός, με ταραγμένα τα νεύρα του. Θεωρείται ο επίσημος ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη, όπως γράφει και ο Γιάννης Τσαρούχης προλογίζοντας την αυτοβιογραφία του Σωτήρη Σπαθάρη\" (από το βιογραφικό λεξικό του Κώστα Τριανταφύλλου).

Σε αυτό το μυθιστόρημα λοιπόν μαθαίνουμε για τη ζωή του Σαρδούνη ή Μίμαρου, του Πατρινού καραγκιοζοπαίχτη και πατέρα του Καραγκιόζη. Πώς δημιουργήθηκαν οι φιγούρες του σιόρ Διονύσιου και του Μαρμπαγιώργου. Πώς αγωνίστηκε ο Μίμαρος να καθιερώσει τον καραγκιόζη στον λαό, μια τέχνη που σε μια εποχή, ακροβατώντας ανάμεσα
σε Δύση (=πρόοδος) και Ανατολή (= οπισθοδρομία, βάναυσο παρελθόν, Τουρκιά) κάθετι ανατολίτικο θεωρείται ρυπαρό και βδελυρό. Σε αυτήν την εντύπωση βέβαια συνέβαλε και ο ίδιος ο καραγκιόζης και η ατμόσφαιρά του, μιας και ο συμπαθητικός αυτός ήρωας αρχικά ήταν πορνό (το περιβόητο χέρι του κάτι άλλο ήταν στην αρχή, ασχολούνταν με ερωτικά πονηρά τεχνάσματα και υποννοούμενα, καμιά σχέση δηλαδή με το σήμερα). Για το λόγο αυτόν ο μέχρι χτες ήσυχος και υπάκουος ψάλτης εκδιώχτηκε από το σπίτι του και έμεινε μόνος στη ζωή γιατί αγαπούσε αυτήν την τέχνη και ήθελε να της δώσει μια νέα διάσταση. Διαβάζουμε λοιπόν για τις προσπάθειες που έκανε να εντάξει τον Καραγκιόζη στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής (Κατσαντώνης, Αλή πασάς, Μέγας Αλέξανδρος), κάτι που τότε έβρισκε αντίθετους τους θεατές και γιατί ήθελαν να ξεδώσουν ερωτικά με αυτά τα υποννοούμενα και γιατί η ήττα του 1897 και ο φόβος για νέο πόλεμο με την είσοδο του νέου αιώνα απέρριπτε κάθε μορφή πατριωτισμού, που σαν έννοια γελοιοποιήθηκε τόσο οικτρά το 1897.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται ο άρρωστος Μίμαρος και γνωρίζουμε τους δύο στενούς του συνεργάτες και φίλους, τον Μήτσο Πάγκαλο και τον Βασίλη Αγαπητό αλλά και τον λυκόφιλό του Ρούνη που καιροσκοπούσε να αρπάξει κείμενα ή φιγούρες και να τα οικειοποιηθεί με την αντίστοιχη δόξα φυσικά. Ο Μίμαρος έφτασε σε σημείο να σκέφτεται να βγάλει σε βιβλίο τις περιπέτειες του Καραγκιόζη που έγραφε μπας και καταφέρει επιτέλους να αναγνωριστεί το δικό του όνομα στην ιστορία του θεάτρου σκιών.

Ο Μίμαρος, αφού τον έδιωξε η μητέρα του από το σπίτι, κατέφυγε στην Αθήνα και ξεκίνησε παραστάσεις. Εκεί γνώρισε μια ηθοποιό που είχε φυσικά τα δικά της σχέδια κι αργότερα ο Μίμαρος απογοητευμένος γύρισε στην Πάτρα, όπου παραδόθηκε ολοκληρωτικά στο ποτό. Τριάντα χρόνια μετά, το μυθιστόρημα κλείνει με το ενδιαφέρον ενός δημοσιογράφου από την Αθήνα να βρει στοιχεία για τον Μίμαρο και την προδοσία των στενών συνεργατών του Μίμαρου να τον κοροϊδέψουν πασάροντάς του τάχαμου αυθεντικές φιγούρες του νεκρού καραγκιζοπαίχτη, νιώθοντας ελάχιστες τύψεις, και κερδίζοντας χρήματα.

Πολύ καλή γραφή, πολύ καλοί διάλογοι, πολύ ωραία αναπαράσταση της εποχής (σε μια χοροεσπερίδα στην Αθήνα το 1899 ο Μίμαρος γνωρίζει τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, έναν ανερχόμενο συγγραφέα, στον οποίο στηρίζουν πολλές ελπίδες), η Πάτρα και η Αθήνα της περιόδου 1899-1905 ξεπηδά μπροστά στα μάτια μας. Έχοντας ως κύριο άξονα μια μέρα στη ζωή του Μίμαρου κάνοντας συνεχώς αναδρομές που δεν κουράζουν ξεδιπλώνεται η ζωή του Μίμαρου και πώς έφτασε στην Αθήνα. Μετά που ο Μίμαρος επιστρέφει στην Πάτρα και αργότερα που οι φίλοι του τον προδίδουν η αφήγηση είναι αποκλειστικά στραμμένη στο παρόν.

Γιατί καταργήθηκαν τα καφέ-αμάν και αντικαταστάθηκαν από τα καφέ-σαντάν, γιατί διώκονταν οι αμανέδες ως βδελυροί, πώς κατέκτησαν οι κουτσαβάκηδες το Μεταξουργείο και του Ψυρρή, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις του Μπαϊρακτάρη, πώς ζούσε και πώς ένιωθε η Πάτρα και γενικά η τότε Ελλάδα ως απόρροια των συνεπειών από τους πολέμους μεταξύ των γειτόνων της και από το ηττημένο 1897, όλα βρίσκονται εδώ με πολύ ωραίο τρόπο και πολύ ωραίο γράψιμο.

Πάνος Τουρλής