Στο δρόμο των αρωμάτων

του Μάνθου Σκαργιώτη

b204941Ένα υπέροχο ιστορικό μυθιστόρημα, ένα κόσμημα της ελληνικής λογοτεχνίας, μια τοιχογραφία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης του 17ου αιώνα, ένα βιβλίο που χρειάζομαι μια βδομάδα για να το χωνέψω και να προχωρήσω σε επόμενο μυθιστόρημα (κι αυτό έιναι ό,τι χειρότερο για μένα που η στοίβα των αδιάβαστων μεγαλώνει ανελέητα). Δεν ξέρω τι να γράψω, νιώθω πως ό,τι κι αν αποτυπώσω εδώ δε θα φτάνει ούτε στη σκιά μίας λέξης από αυτό το εξαίσιο κείμενο. Τέλος πάντων, θα προσπαθήσω. Αν θέλετε τη γνώμη μου, μη διαβάσετε παρακάτω, πηγαίντε να το αγοράσετε, δε θα το μετανιώσετε.

Ο Κωσταντίνος Ντούλας επιστρέφει από την ξενιτιά στα Περβανά Άρτας, «...το χωριό του που... απλωνόταν αμφιθεατρικά στις σχεδόν αντικριστές πλαγιές δυο λόφων, έτσι που να μοιάζει με δυο παραριγμένα μισοφέγγαρα» (σελ. 17) για να μάθει ότι ο πατέρας του δεν άντεξε τον χαμό των θυγατέρων του και πέθανε. Οι αδερφές του Κωσταντίνου ήταν η Αερινή, η Όλγα και η Δέσποινα, σύζυγοι πρωτομαστόρων που έχτιζαν γεφύρια και θυσιάστηκαν και οι τρεις για να στεριώσουν τα γεφύρια της Άρτας στον Άραχθο, της Βαβυλώνας στον Ευφράτη και της Βλαχιάς στον Δούναβη. Ο Κωσταντίνος πρέπει να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του γονιού του: να πάει στα γεφύρια και να μαζέψει ασβέστη και χώμα για να τα αφήσει στον τάφο του αλλιώς η ψυχή του δε θα ησυχάσει. Έτσι ξεκινάει αυτό το αριστούργημα και μας ξεναγεί στις σκοτεινές θάλασσες, στους ηλιόλουστους λόγγους και στα απόμερα μπουντρούμια της Ανατολής και της Δύσης. Ο Κωσταντίνος, που «την καλοσύνη του Χριστού και του νερού έχει» (σελ. 61) φεύγει από τα Περβανά αρραβωνιασμένος με την Ανθή, την ίδια μέρα που βρίσκουν δολοφονημένο τον Στάμο, κάτι που δίνει την ευκαιρία σε κάποιον να στήσει ολόκληρη σκευωρία για τον Κωσταντίνο, τον οποίο πλέον ο σούμπασης θεωρεί ένοχο για το φονικό.

Στο μυθιστόρημα ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες του Κωσταντίνου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στα ανατολικά και ταυτόχρονα οι συνέπειες μιας τέτοιας συνωμοσίας στις ζωές της μητέρας του και της αρραβωνιαστικιάς του. Θα καταφέρει να βρει τα μακρινά γεφύρια και να εκπληρώσει την επιθυμία του πατέρα του; Τι περιπέτειες θα ζήσει; «Πώς θα μακροπορήσει ανάμεσα από άγνωστους κινδύνους, στους κάμπους, στα βουνά και στις στέπες της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;» (σελ. 18). Ειδικά όταν η μάνα του του επιστήνει την προσοχή: «Η στράτα έχει γκρεμούς και συρτοθηλιές» (σελ. 26). Θα κινδυνέψει; Ποιους συνοδοιπόρους θα συναντήσει, ποιες γυναικες θα τον ξεμυαλίσουν, ποιοι θα τον κυνηγήσουν; Τι εκπλήξεις και ανατροπές θα συναντήσει; Θα καταφέρει και να γυρίσει πίσω για να αποδείξει την αθωότητά του; Όπως λέει και ο συγγραφέας: «Τους δρόμους οι ληστές τους έκαναν απερβάτητους, οι Γερμανοί τυφεκιοφόροι χτυπιόνταν με το οθωμανικό ιππικό, οι επίλοιποι Φράγκοι ζόριζαν το σύνορο με επιδρομές, οι σπαχήδες αλλοστράτιζαν, οι γενίτσαροι σήκωναν μπαϊράκι, συμμορίες απόστρατων μισθοφόρων ρήμαζαν την ύπαιθρο, ραγιάδες τροχούσαν τα γιαταγάνια τους ή έμπαιναν στα τουρκικά στρατεύματα, ανεμόμυλος» (σελ. 209).

Η ιστορία εκτυλίσσεται στην εποχή της δράσης του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου, της Κιοσέμ σουλτάνας και της κτίσεως του Μπλε Τζαμιού. Αγροτικές επαναστάσεις κατά των Τούρκων σε συνεργασία με τον Δούκα του Νεβέρ, η δεύτερη ισχυρή γυναικεία προσωπικότητα που υπήρξε βαλιντέ σουλτάν και κατά καιρούς και αντιβασιλέας της Αυτοκρατορίας μετά τη Χουρρέμ, δοξασίες, μύθοι, προλήψεις, ένα υπέροχο σύνολο σφιχτοδεμένο και απολαυστικό. Εποχή πειρατείας: «Μικρή Μάλτα λένε το Νιο, το Οίτυλο της Μάνης Μεγάλο Αλγέρι. Και η Ψηλή Πόρτα δεν τους κυνηγά αλλά άνοιξε αλισβερίσι μαζί τους. Τους έχει ανάγκη και την έχουν» (σελ. 82-83).

Πραματευτές, γυρολόγοι, παζαρίτες, μεταπράτες, ζητιάνοι, νταήδες, λαθροχέρηδες, αγύρτες, δουλοπάροικοι, γεωργοί, καδήδες, δούλοι, ναΐμπηδες, προύχοντες, σουμπάσηδες, περιοδεύοντες δάσκαλοι που μαθαίνουν στα παιδιά κάποια κολλυβογράμματα, καρακόλια, σαντζακμπέηδες, παπάδες, δραγάτες, υδρονομείς, μητροπολίτες, Σκλαβούνοι πειρατές, τοκογλύφοι, εμπορομεσίτες, προμηθευτές, κοντραμπαντέρηδες, ναυλομεσίτες, ασφαλιστές, πλανόδιοι θίασοι, μουεζίνηδες, τσοχαντάρηδες, ναύτες, τζελάτηδες, μολλάδες, καπουτσίνοι, Ιησουίτες, δομηνικανοί καλόγεροι, ζωέμποροι, μπαξεβάνηδες, σεϊμένηδες, σαριτζάδες, δεφτερδάρηδες, γενίτσαροι, ουλεμάδες, δερβίσηδες, μεβλεβήδες και οδαλίσκες διαβιούν, πίνουν, τσακώνονται, εξερευνούν, κυνηγούν, εκτελούν, ζουν σε: καφενέδες, καπηλειά, κιόσκια, τιμάρια σπαχήδων, μούλκια, ζιαμέτια, βακούφια, μετόχια, εγιαλέτια, καζάδες, καραβάν σεράγια, ταβέρνες, χάνια, ταρσανάδες, τελωνεία, σαράφικα, σκλαβοπάζαρα, φυλακές, μεϊντάνια, ζαβιγιέδες, χαμάμ, τεκέδες, μαυσωλεία, σαράγια και θάλασσες.

Δε γίνεται να μην αγαπήσεις ένα κείμενο που ξεκινάει έτσι: «Δυο βήματα πιο κει καβγάδιζε Ξεροβουνίτης κτηνοτρόφος με Αρτινό κρεοπώλη» (σελ. 16). Δε γίνεται να μη λατρέψεις ένα κείμενο που σταμάτησα στην 100ή σελίδα, γεμάτος εικόνες, ιδιολέκτους, προσωπικότητες, χαρακτήρες κι αναγκάστηκα να το αρχίσω από την αρχή για να σημειώνω λέξεις και χωρία, όχι από κούραση ή για να μην μπερδευτώ αλλά για να απολαύσω και να κατανοήσω βαθύτερα το μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας δε διστάζει να ποτίσει τις σελίδες του πότε με άρωμα λεμονιάς, μπαχαρικών και λεβάντας και πότε με τη δυσώδη οσμή του αίματος. Από τα ανάκλιντρα των σαραγιών και τις αγκαλιές των γυναικών στα καπηλειά μας οδηγεί στο παιδομάζωμα, στις δημόσιες εκτελέσεις, στην πανούκλα. Δε θα λησμονήσω εύκολα την ανατριχιαστική περιγραφή του παιδομαζώματος που δίνεται στις σελίδες 66 έως 68: «Ως και τα λιθάρια και τα δέντρα δάκρυσαν απ’ τον σπαραγμό των ανθρώπων».

Ένα ταξίδι στην πιο δύσκολη, ασαφή, γεμάτη, έντονη εποχή του 17ου αιώνα, μια περιπέτεια που με παρέσυρε από την Άρτα στην Αυλίδα, στη Χίο (άκου κει, ο Όμηρος και ο Χριστόφορος Κολόμβος συντοπίτες, ενδιαφέρουσα παρατήρηση) και σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, από τη Μάυρη στην Άσπρη (Αιγαίο πέλαγος) και στην Ερυθρά Θάλασσα, στην Κύπρο και στην Κωνσταντινούπολη, στη Βαγδάτη και στην Τραπεζούντα, στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Συνοδοιπόροι οι λέξεις και τα αισθήματα, η αγωνία και ο φόβος, η ανατριχίλα και ο έρωτας, το φεγγάρι και ο ήλιος, οι μπιστικοί και οι σπιούνοι, οι γυναίκες και η μοίρα. Ένα κείμενο που εντάσσει στον κορμό του ομοιόμορφα και ιδανικά τις περιπέτειες του Οδυσσέα, την κάθοδο των Μυρίων, τα δημοτικά τραγούδια του Νεκρού αδελφού και του Γιοφυριού της Άρτας. Ένα υπέροχο βιβλίο που συνοδεύεται προς τεκμηρίωση και από βιβλιογραφία και από χάρτες.

Κλείνοντας, ας επικεντρωθούμε στην ιστορία: δεν πετάει ο συγγραφέας στάχτη στα μάτια του αναγνώστη, δεν τον κολακεύει και δεν τον θαμπώνει με όλα τα πλούτη, τα χρώματα και τα αρώματα, αδιαφορώντας για την ιστορία. Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη, ανατρεπτική και αληθοφανέστατη. Οι χαρακτήρες, πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, είναι επιλεγμένοι ένας κι ένας, οι μεταξύ τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις είναι απολύτως φυσιολογικές. Πανέξυπνη η ιδέα της ανατροπής στην Περσία, όσο ψάχνει ο Κωσταντίνος την αδερφή του στη Βαβυλώνα, μια χώρα που δεν υφίσταται πλέον. Πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη, που δίνει άλλη ώθηση στην ιστορία. Η αντίρρησή μου είναι ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν λιγότερες περιπέτειες στη Μέση Ανατολή ώστε να εξισορροπηθεί καλύτερα το μυθιστόρημα, γιατί ο Κωσταντίνος δε βρίσκει και πολλά εμπόδια στο δρόμο για τη Δύση, κάτι που ίσως δείξει βιασύνη στον αναγνώστη. Σίγουρα στη Δύση τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα (λέμε τώρα) αλλά οι δυο πόλοι του κειμένου θα μπορούσαν να μοιραστούν πιο ακριβοδίκαια. Από την άλλη μου κέντρισε το ενδιαφέρον που ενώ έχουμε ένα σωρό περιπέτειες, αναποδιές και κινδύνους σε κανένα σημείο δε βαρέθηκα, σε κανένα σημείο δεν κουράστηκα, σε κανένα σημείο δεν είχαμε επανάληψη ή περιττά λόγια για να γεμίζουμε σελίδες και τον χρόνο του αναγνώστη. Ούτε το λεξιλόγιο και οι ιδιόλεκτοι με κούρασαν, γιατί ήταν στρωτά, τοποθετημένα όμορφα και επιπλέον η δράση δε με άφηνε να πάρω ανάσα. Ίσως κάποια πρωθύστερα που έμπαιναν εμβόλιμα και μετά επεξηγούνταν εν συντομία δε μου άρεσαν αλλά από το να γινόταν τριλογία και να βάραινε σημαντικά, κάλύτερα έτσι, συμπυκνωμένο και θα έλεγα και κάπως βιαστικά τετελεσμένο, όχι όμως τόσο που να με απογοητεύσει.

Παραδέχομαι ότι προς το τέλος άρχισα να πηδάω σελίδες, όχι γιατί κουράστηκα αλλά ακριβώς επειδή υπήρχαν τόσα πολλά καλολογικά στοιχεία και τόσες πληροφορίες που ήθελα πια να δω τι θα γίνει παρακάτω, θα ανακαλύψει τα γεφύρια των αδερφών του ο Κωσταντίνος, θα λάμψει η αλήθεια στο χωριό των Περβανών, πώς θα αντιδράσουν η μάνα και η αρραβωνιαστικιά όταν ο κλοιός σφίγγει γύρω τους; Το μυθιστόρημα «Στο δρόμο των αρωμάτων» είναι ένα άξιο συγκέρασμα γραφής Γιάννη Καλπούζου («Ιμαρέτ» και «Άγιοι και δαίμονες»), Νίκου Γούλια («Στα χρόνια της ομίχλης») και Ισίδωρου Ζουργού («Αηδονόπιτα»), αλλά με δική του ταυτότητα και αυθυπαρξία που με κέρδισε από την πρώτη λέξη και δε θα το ξεχάσω εύκολα.

Σας έχω και χαρακτηριστικά αποσπάσματα: 

«Κληματαριά να κάτσεις στον ίσκιο της ήτον, σκάλα να ανεβείς στα πάνω πατώματα τ’ ουρανού, μονοπάτι οπού βγάνει στην κοιλάδα της Παράδεισος. Αγαπηθήκαμε και γίναμε κι οι δυο γλυκό πρωί της ίδιας μέρας» (σελ. 188).

«Βάσταε για λίγο τη φωνή της ψηλά κι αποκεί την άφηνε σιγά σιγά να πέφτει κι όπως έπεφτε, την έκλωθε, την τσάκιζε, αλλά μια ανάσα πριχού τη φτάσει στο σανίδι την τίναζε προς τα πάνω, ωσάν χαμοπούλι που είδε ξαφνικά τον κίντυνο και πέταξε να σωθεί...Κι έμπαινε μες στις φλέβες μου μέλι ανάμειχτο με χυμό από πικραμύγδαλο» (σελ. 191).

«Αχ, εσείς οι Έληνες! Ή τρέχετε για να φτάσετε τους άλλους ή καρτερείτε για να σας φτάσουν οι άλλοι, δεν είστε ποτέ στην ώρα σας. Και περβατείτε καλύτερα, όχι όντας έχετε γερά τα ποδάρια, πάρεξ άμα σας τα κόψουν. Κι όθε πηγαίνετε δε σας ακολουθεί ο δικός σας ίσκιος, αλλά ο ίσκιος κεινού που λαχταράτε να μοιάσετε, τον εαυτό σας, μαθές, πάντα τον έχετε κάπου ξεχασμένο...Κι όποτε γονατίζετε, δε γονατίζετε από ταπεινοσύνη αλλά για να ιδείτε αποκεί χαμηλά πόσο ψηλά φτάνει το μπόι σας...Να σκάβετε το λάκκο τ’ αδερφού σας και θάβετε τον ξένο που θα σας κατηγορήσει για αδερφοφάγωμα...Αδικεύετε κουτουράδα και πέφτετε στη φωτιά για να βρει ο αδικημένος το δίκιο που εσείς του πήρατε» (σελ. 297).

«Η ζωή κι ο θάνατος είναι τα δύο χέρια της ίδιας αγκαλιάς» (σελ. 357).

Πάνος Τουρλής