Στο βάθος του αιώνα

του Νίκου Βατόπουλου

Πώς κατανοούμε μια πόλη και μέσα από αυτήν τον εαυτό μας; Γιατί είναι σημαντικό κάποιες στιγμές να αποκοπούμε από την καθημερινότητά μας και να μένουμε μόνοι ν’ αφουγκραστούμε τις ανάσες των τοίχων και των δωματίων; Ποια είναι στην πραγματικότητα η Αθήνα, πώς και γιατί αλλάζει, τι τη μεταμορφώνει, πώς συμβαδίζει με τις αστικές αλλαγές της Ευρώπης; Τι ρόλο παίζουν σε αυτές τις αλλαγές η αστική αρχιτεκτονική, ο εκδοτικός χάρτης, η ίδια η αρχαιότητα; Ο Νίκος Βατόπουλος μας καλεί να κάνουμε έναν διαφορετικό περίπατο μέσα μας και γύρω μας.

Το αφήγημα αποτελείται από 14 κεφάλαια που διαβάζονται χωρίς ανάσα. Σκέψεις, απόψεις, γνώμες και αναμνήσεις κατακλύζουν τη ζωή του συγγραφέα και τις αποτυπώνει στις σελίδες του βιβλίου. Με το βλέμμα του πατέρα του, Γιάννη, στο εξώφυλλο, να νομίζω αρχικά πως ατενίζει το μέλλον αλλά σύντομα καταλαβαίνω πως καιροφυλακτεί να δει τις αντιδράσεις μου ως αναγνώστη, όχι με την κλασική περηφάνια του πατέρα για έναν επιτυχημένο ηθικά και επαγγελματικά γιο αλλά με την αγωνία τού αν κατάφερα να αφομοιώσω σωστά το περιεχόμενο του βιβλίου, αν με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου και τη θέση του στον αστικό ιστό. Ένα ταξίδι είναι το νέο πόνημα του αγαπημένου μου περιπατητή και δημοσιογράφου, μια βόλτα στα ερείπια του χτες, στην κόψη του σήμερα και στο ρευστό τού αύριο. Μας χαρίζει μια υπέροχη και διαφορετική γνωριμία με την πρωτεύουσα της Ελλάδας, μέσα από την οποία δείχνει εύληπτα και στρωτά πόσο αλληλεξαρτώμενες είναι οι σχέσεις μας με τον τόπο που γεννιόμαστε: «…κανένας άνθρωπος δεν παλιώνει αρκετά, όσα χρόνια και αν ζήσει. Όσο πολλά και αν είναι αυτά τα χρόνια, δεν αρκούν από μόνα τους ώστε η ζωή να εξαντληθεί» (σελ. 9).

Ο Νίκος Βατόπουλος είναι ένας άνθρωπος που περπατά όχι άσκοπα αλλά οπωσδήποτε χωρίς προορισμό, ένας περιπλανώμενος θηρευτής εικόνων. Περπατάει, καταγράφει, αποτυπώνει, μετουσιώνει, αναδεικνύει, μεταλαμπαδεύει. «Είναι φορές που επιζητώ αυτές τις πυκνές διαδρομές του νου, όχι τόσο για να κυλήσω προς τα πίσω όσο για να κατανοήσω όλον αυτόν τον φόρτο συναισθήματος για έναν ευρύτατο χάρτη που με ορίζει» (σελ. 14). Εξομολογείται: «Αυτό που πάντα με συγκινεί είναι η ανάγκη να σταθμίσει κανείς την εποχή του με όρους ιστορικούς ή έστω να επιχειρήσει με κάποια απόσταση να αποστάξει την καθημερινότητα για να μείνει ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές» (σελ. 26). Παραδέχεται: «Ως άνθρωπος λοιπόν του περασμένου αιώνα, φέρω έναν ορισμένο πολιτισμό, ένα πολιτισμικό σύστημα κατανόησης του κόσμου που μου παραδόθηκε μέσα στους νευρώνες αυτής της πόλης και συγκεκριμένα μέσα σε έναν από τους δυναμικούς και πυκνούς θύλακες, όπως ήταν η οδός Πατησίων στις δεκαετίες του 1960 και του 1970… Αλλά η ενηλικίωση στην Αθήνα, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, είναι ήδη ένα θέμα σχεδόν εξωτικό ή τουλάχιστον πασπαλισμένο με τόση αστερόσκονη, που δεν ξέρεις πια τι είναι μύθος, τι είναι υπερβολή ή απλώς εξωραϊσμός ή παραπλάνηση» (σελ. 46).

Εμμένει στις αισθήσεις, στο βλέμμα, στη σιωπηλή μορφή στο παράθυρο. Η Αθήνα αλλάζει, μεταμορφώνεται και μαζί της οι τάξεις, οι άνθρωποι, οι μυρωδιές από τις αναμνήσεις. «Όλοι αυτοί οι κύκλοι, στρώσεις χρόνου πάνω στον μύθο και την πραγματικότητα…» (σελ. 41). Ο συγγραφέας υπερασπίζεται και εμμένει στην αθηναϊκή μοναδικότητα, που τόσο τον επηρέασε. Δανείζεται τα μάτια περασμένων οδοιπόρων για να συμπορευτεί και τονίζει: «…ζητούμενο δεν είναι πάντα η ακρίβεια αλλά η αίσθηση των πραγμάτων. Όταν όμως υπάρχει και η ακρίβεια, η πληροφορία, τότε το αποτέλεσμα προκαλεί ρίγος» (σελ. 102). Μου χαρίζει μια έξυπνη ιδέα: «…ένας τρόπος να διαβάσεις την πόλη [είναι] να δεις δηλαδή τι μπορεί να παρασύρει ένας δυνατός άνεμος κα να παρατηρήσεις τις αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες» (σελ. 21). Τελικά: «Όλα αυτά είναι το ίζημα μιας ιστορίας, της μνήμης των οσμών» (σελ. 22).

Το κείμενο συνοδεύουν φωτογραφίες του συγγραφέα από τις περιοχές που περιδιαβαίνει, ντοκουμέντα από πολύτιμα βιβλία και αρχεία, δημοσιεύματα και διαφημίσεις σε περιοδικά και πρωτοσέλιδα εφημερίδων των δεκαετιών 1950 και 1960 κυρίως. Ειδικά η ένταση της σχέσης με τα τελευταία είναι «και μια τομή για την αλλαγή των εποχών» (σελ. 62). Ο συγγραφέας κρατά σε περίοπτη θέση όχι μόνο τις κρυφές γωνίες ή τα διαμερίσματα που επισκέπτεται από μικρή ακόμη ηλικία αλλά και τα βιβλία και τα περιοδικά, τη θεατρική σειρά της Δωδώνης, τα πολύτιμα φωτογραφικά λευκώματα που διαφύλαξαν τον αρχιτεκτονικό θησαυρό που χάνεται, τον Πεχλιβανίδη με τα κόμικς του και τις πρώτες λογοτεχνικές προσεγγίσεις που χάρισε στα παιδιά του 1950. Και πώς συνδέονται οι αναμνήσεις της μυρωδιάς και της επαφής του χαρτιού με την Αθήνα; Μα φυσικά μέσα από τα όνειρα των εφήβων και των νιόπαντρων στις αντίστοιχες κάμαρές τους, που τροφοδοτούνταν ακριβώς από αυτές τις ιστορίες, τις παιδικές και των ενηλίκων, από την αχαλίνωτη φαντασία, από το προσκύνημα επί χάρτου. «Όλα ενώνονται και δένονται σε νέες αφηγήσεις. Και οι παλιές εμπειρίες πλουτίζονται από τις νεότερες και όλα μαζί φτιάχνουν το μεγάλο ποτάμι της Αθήνας» (σελ. 209). Και αργότερα τονίζει: «Οι σχεδόν εξωπραγματικές εμπειρίες της οθόνης και των βιβλίων βιωμένες όμως μέσα στο σώμα της πόλης, οριοθετημένες ανάμεσα σε γεωγραφικές συντεταγμένες συγκεκριμένων διαδρομών πάνω στον χάρτη της Αθήνας, γίνονται σταδιακά κομμάτι της βιωμένης πραγματικότητας» (σελ. 211-212). Εν κατακλείδι: «Όλα αυτά τα τεκμήρια ζωής είναι κατάστικτα από την επιθυμία» (σελ. 228).

Ξεφυλλίζοντας το αφήγημα, διαβάζοντας τα κεφάλαιά του, ταξιδεύοντας νοερά με τη λαμπρή, ξεκάθαρη και λυρική πένα του συγγραφέα, απόλαυσα μια περιδιάβαση στις μνήμες της πόλης αλλά και στις δικές του, μέσα από φωτογραφίες, αναμνήσεις, εφήμερα, αισθήσεις. Η οικογένεια Βλάχου της «Καθημερινής», η Ομόνοια και η Πατησίων, η Κυψέλη, το Σύνταγμα, το Κολωνάκι, η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας, η Σόλωνος και η Ασκληπιού, τα αρχοντικά και τα χαμόσπιτα, οι κατεδαφίσεις που αλλοτρίωσαν την εικόνα («…είναι σαν ένα σάουντρακ μιας εποχής τόσο αμφίθυμης, που στην αναπόλησή της είναι τραυματικά ερωτική», σελ. 77), η αστυφιλία και η εσωτερική μετανάστευση ερεθίζουν τους ευαίσθητους στη λήψη δεδομένων νευρώνες του. «Όσο πιο έντονο ήταν το περιβάλλον της ερείπωσης τόσο πιο ισχυρή ήταν αυτή η αβίαστη ανάγκη για παλινόρθωση ενός κόσμου που υπήρχε στην κόψη της πραγματικότητας» (σελ. 239). Διεισδυτικός όπως πάντα, εφιστά την προσοχή: «…ο 21ος αιώνας μάς απομακρύνει ολοταχώς από το πνεύμα και το ήθος του 20ού, με τρόπο συχνά ακραίο, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στις αρχές του προηγούμενου αιώνα με κορύφωση τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο» (σελ. 91).

Έτσι λοιπόν το νέο εκδοτικό «παιδί» του Νίκου Βατόπουλου καταφέρνει να συγκεράσει αρμονικά τον εαυτό μας με το περιβάλλον γύρω μας, ειδικά όσων έχουμε γαλουχηθεί στην Αθήνα, να αναδείξει τις τάσεις και τις κατευθύνσεις από το χτες μέχρι το σήμερα σε αρχιτεκτονική, πολεοδομία, πολιτιστική και κοινωνική ζωή, να τοποθετήσει τη love-to-hate πρωτεύουσα στη σωστή της θέση μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών μητροπόλεων και να φέρει στην επιφάνεια σημαντικές ψηφίδες για την ανάπτυξη και την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς μας ως οντότητες. Καλό είναι να βγαίνουμε και λίγο παραέξω από τις στενωπούς του οικογενειακού, φιλικού και κοινωνικού μας περιβάλλοντος, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τίνος αναπόσπαστο κομμάτι είμαστε και πόσο πολύ επηρεάζει ο ένας τον άλλον μες στον χρόνο και τον χώρο.

Η αρχιτεκτονική ανάλυση στηρίζεται σε τομές που αντανακλώνται σε ρεύματα ιδεών και κοινωνικές εξελίξεις. Οι αντιφάσεις είναι ιδρυτική συνθήκη κάθε μεγάλης πόλης και το ζητούμενο είναι να μένει πάντα ελεύθερος ζωτικός χώρος για τις δημιουργικές δυνάμεις. Η έκσταση είναι βασική πηγή δύναμης για τη γνωριμία και την κατανόηση της πόλης. Αυτές και πολλές άλλες παρατηρήσεις μου ανέδειξαν μια άλλη οπτική γωνία της Αθήνας και χάρισαν λεκτική μορφή σε όσα φευγαλέα ερεθίσματα είχα και έχω. «Η Αθήνα είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο και σαφώς κάτι πολύ πιο όμορφο από την εικόνα που δίνει εκ πρώτης όψεως» (σελ. 66). Το ίδιο κι εμείς, οι άνθρωποι, οι κάτοικοί της. Καλό μας ταξίδι λοιπόν, «Στο βάθος του αιώνα».

Πάνος Τουρλής