Στις 9 Μαίου 1957, ο Σαλβαδόρ Νταλί έγραφε:



«Συναντώ κάθε τόσο, περιοδικά αλλά μονότονα, στους κοσμικούς κύκλους κομψότατες γυναίκες (άρα μέτρια όμορφες), με

κουκουβαγίσια υπερτροφικά οστά. Εδώ και πολλά χρόνια, αυτές οι γυναίκες φλέγονται, γενικά, από την επιθυμία να με γνωρίσουν προσωπικά. Οι συζητήσεις μας είναι συνήθως αυτού του επιπέδου:



Γυναίκα κουκουβάγια:

Σας έχω ακουστά, φυσικά.



Εγώ, ο Νταλί:

Κι εγώ.



Γυναίκα κουκουβάγια:

Θα έχετε ίσως παρατηρήσει ότι δεν σταμάτησα στιγμή να σας κοιτάζω.  Σας βρίσκω πολύ γοητευτικό.



Εγώ, ο Νταλί:

Κι εγώ.



Γυναίκα κουκουβάγια:

Μην είσθε κόλακας! Εσείς ούτε καν με προσέξατε!



Εγώ, ο Νταλί:

Μιλώ για τον εαυτό μου, κυρία.



Γυναίκα κουκουβάγια:

Αναρωτιέμαι τι κάνετε στα μουστάκια σας και είναι μονίμως ανασηκωμένα.



Εγώ, ο Νταλί:

Χουρμάδες!



Γυναίκα κουκουβάγια:

Πώς είπατε;



Εγώ, ο Νταλί:

Χουρμάδες! Ναι, οι χουρμάδες, οι καρποί του φοίνικα. Για επιδόρπιο ζητώ πάντα χουρμάδες, τους τρώγω και πριν να ξεπλύνω τα δάκτυλά μου στο μπωλ, τα περνώ ελαφρά πάνω από τα μουστάκια μου.



Γυναίκα κουκουβάγια:

Α!!!!



Εγώ, ο Νταλί:

Ένα άλλο πλεονέκτημα που παρουσιάζουν οι χουρμάδες είναι η ζάχαρη. Ελκύει αναπόφευκτα όλες τις μύγες της περιοχής.



Γυναίκα κουκουβάγια:

Τι τρομερό!



Εγώ, ο Νταλί:

Κάθε άλλο, λατρεύω τις μύγες. Είμαι ευτυχισμένος μόνο στον ήλιο, γυμνός και σκεπασμένος από μύγες.



Γυναίκα κουκουβάγια:

(πεισμένη, ήδη, από τον τόνο της αυστηρής αυθεντικότητας, για την αλήθεια όσων της εκμυστηρεύομαι)

Αλλά πώς είναι δυνατόν να σας αρέσει κάτι τέτοιο; Είναι τόσο βρόμικες οι μύγες!



Εγώ, ο Νταλί:

Τρέμω τις βρόμικες μύγες. Αγαπώ μόνο τις καθαρές.



Γυναίκα κουκουβάγια:

Αναρωτιέμαι πώς μπορείτε να διακρίνετε τις καθαρές μύγες από τις βρόμικες.





Εγώ, ο Νταλί:

Τις ξεχωρίζω με την πρώτη. Δεν ανέχομαι με τίποτα την βρόμικη μύγα της πόλης -ή και του χωριού ακόμα- μ' αυτό το παραφουσκωμένο κίτρινο σαν από μαγιονέζα στήθος και τα μαύρα φτερά που μοιάζουν ποτισμένα με πένθιμο νεκροφιλικό ρίμελ. Αγαπώ μόνο τις πεντακάθαρες, τις υπερεύχαρεις μύγες, που είναι ντυμένες με αυτά τα μικρά, από γκρι αλπακά, κουστουμάκια της Βαλέντσια και σπινθηροβολούν σαν ουράνιο τόξο σε καθαρό ουρανό. Αυτές τις υπέροχες μύγες που είναι διαυγείς σαν το καλύτερο κρύσταλλο κι έχουν μάτια αιμάτινα και στήθος ευγενικό σαν το κίτρινο χρώμα της Νάπολης, όπως για παράδειγμα αυτά τα θαυμάσια μυγάκια που περιτριγυρίζουν τον αιώνα μας στο Πορτ Λιγκάτ, όπου ζούμε μονάχα εγώ και η Γκαλά. Αυτές οι μικρές μύγες έχουν το χάρισμα να βρίσκονται πάντα στην οξειδωμένη, ασημένια πλευρά των φίλων της ελιάς. Είναι οι νεράιδες της Μεσογείου. Ενέπνεαν τους Έλληνες φιλοσόφους που περνούσαν τη ζωή τους στον ήλιο, σκεπασμένοι με μύγες... Το ονειροπόλο ύφος σας μ' αφήνει να πιστεύω πως κι εσείς έχετε καλή πείρα από μύγες... Για να ολοκληρώσω, σας λέω ότι την ημέρα που οι μύγες μου θα αρχίσουν να εμποδίζουν τη σκέψη μου, τότε θα είναι φανερό πως οι ιδέες μου δε θα ανταποκρίνονται πια σ' αυτό τον παρανοϊκό τυφώνα, ο οποίος είναι και το στίγμα της μεγαλοφυΐας μου. Αντίθετα, αν περάσουν απαρατήρητες οι μύγες, τότε δε θα χρειάζεται καλύτερη απόδειξη του ότι όντως δεσπόζω ολοκληρωτικά στον πνευματικό χώρο.



Γυναίκα κουκουβάγια:

Στο βάθος, όλα όσα μου είπατε πρέπει να έχουν κάποιο κρυφό νόημα! Αληθεύει, λοιπόν, ότι τα μουστάκια σας είναι αντένες, με τις οποίες συλλαμβάνετε τις ιδέες σας;



Σ' αυτή την ερώτηση ο μεγάλος Νταλί ανυψώνεται πέραν κάθε προσδοκίας ξεπερνώντας τον εαυτό του. Κεντάει πάνω σ' αυτά τα λατρεμένα του θέματα, πλέκει μεταξωτές βερμεερικέ δαντέλες τόσο λεπτές και υποκριτικές, τόσο μαγευτικές και γαστρονομικές, που η γυναίκα κουκουβάγια θα απομείνει στο τέλος ένας σκέτος κουβανέζικος μπούφος. Δηλαδή, όπως θα έχετε ήδη υποθέσει, πρόκειται για κλασική περίπτωση μοιχευόμενης παλλακίδας η οποία, μέσω της κυβερνητικής μου διαδικασίας, εξαπατά το αρσενικό της, τον ερωμένο της παλλακίδας.»





Σαλβαδόρ Νταλί, Το ημερλόγιο μιας μεγαλοφυΐας (εκδ. Εξάντας, 1985)