Στη ροή του ποταμού Έβρου

της Κυριακής Καζακίδου

Ο Χαράλαμπος, με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, αφήνει τις αγροτικές δουλειές και γράφεται στο γυμνάσιο της Αδριανούπολης. Ο ξάδερφός του, Αναστάσης, ακούει τη φωνή της καρδιάς του και ξεκινάει μια νέα ζωή στη Φιλιππούπολη, ερωτευμένος με τη μέλλουσα γυναίκα του, Μαργαρίτα. Είμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα και η Θράκη είναι ένα καζάνι που βράζει. Βούλγαροι και Τούρκοι καιροφυλακτούν ν’ αρπάξουν ό,τι μπορούν από τη διαχρονική παρουσία των Ελλήνων σε αυτόν τον τόπο. Έτσι, ο Αναστάσης μπλέκεται με τα ιστορικά γεγονότα και παλεύει για ένα καλύτερο αύριο όσο ψάχνει τη Μαργαρίτα, με την οποία χάθηκαν μετά την καταστροφή του 1885. Γύρω τους φίλοι και συγγενείς ζουν τις δικές τους περιπέτειες όσο η Ιστορία περνάει από δίπλα τους: Συνθήκη Αγίου Στεφάνου, Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και Συνθήκη των Σεβρών, ανταλλαγή πληθυσμών.

Πρόκειται για ένα δυνατό, τεκμηριωμένο και πλούσιο σε γεγονότα και συναισθήματα ιστορικό μυθιστόρημα που καταγράφει την πορεία και τις εξελίξεις στις ζωές πέντε οικογενειών που ζουν κυρίως σε Αδριανούπολη, Μποσνοχώρι, Αλεξανδρούπολη και Φιλιππούπολη. Ολοζώντανες οι περιγραφές των πόλεων, λυρικές οι εικόνες του ποταμού Έβρου που ενώνει και χωρίζει, ρεαλιστικές οι καταγραφές των ανθρώπων, των εθίμων, των συνηθειών, ποικιλία γεγονότων: ο γιος που θέλει να πάει στο γυμνάσιο, ο άντρας που αφήνει τις σπουδές του για να ακολουθήσει μια γυναίκα που ερωτεύτηκε μακριά από τους δικούς του, γκρεμίζοντας έτσι τα όνειρα και τα σχέδιά τους για τη ζωή του, μυστικές αδελφότητες για το καλό του ελληνισμού, προδότες, ξερίζωμα. Μαζί με τον αγώνα των Μεγάλων Δυνάμεων να αρπάξουν ό,τι μπορούν από τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπάρχει και η δυσκολότερη πάλη του ανθρώπου να σταθεί σ’ έναν τόπο: «Γιατί οι άνθρωποι αντιπαθούν τις συνήθειες; Μεγάλο πράγμα η βεβαιότητα, η σιγουριά. Να φροντίζεις το σπίτι σου, να πηγαίνεις στη δουλειά, να μεγαλώνεις τα παιδιά σου, να μεγαλώνεις και εσύ μαζί τους… Εμένα αυτός είναι ο κόσμος μου, ο μικρόκοσμός μου και τον αγαπώ», λέει χαρακτηριστικά η Μαρία Χρυσικού (σελ. 44).

Η εξιστόρηση έχει και αρκετά πρωθύστερα που συμπληρώνουν την πλοκή και προκαλούν το ενδιαφέρον και χάρη στον τρόπο γραφής πουθενά δεν μπερδεύτηκα ούτε χάθηκα. Επιπλέον, παρά τα πολλά ιστορικά μέτωπα που ανοίγονται εκείνη την περίοδο, το μυθιστόρημα δεν είναι φορτωμένο με κουραστικές λεπτομέρειες και ρέει αβίαστα και με αυστηρούς δεσμούς. Η συγγραφέας δεν παρασύρεται, δεν πλατειάζει, δε χάνεται μέσα στο υλικό που συγκέντρωσε και μελέτησε. Η λίστα με τα ονόματα των οικογενειών στην αρχή του βιβλίου βοηθάνε, αν και η αφήγηση γίνεται με τέτοιο τρόπο που σύντομα δε μου χρειάστηκε να τη μελετώ. Σαν άτυπη σκυταλοδρομία, η εξιστόρηση αλλάζει από πρόσωπο σε πρόσωπο και από πόλη σε πόλη. Δεν έχει νόημα να γράψω κάτι για τις προσωπικές ιστορίες αυτών των ανθρώπων, τα βάσανα, τον διωγμό, τις ελπίδες, τους έρωτες, μιας και ζουν τόσες πολλές καταστάσεις που είναι καλύτερο ν’ αφήσω τον αναγνώστη να γνωρίσει μόνος του τις οικογένειες του μυθιστορήματος.

Μέσα από το βιβλίο ξεπηδάνε σημαντικές στιγμές της ευρύτερης περιοχής, όπως η σημασία του γυμνασίου Αδριανούπολης στην επιμόρφωση των παιδιών, η συμβολή των φιλανθρωπικών και φιλεκπαιδευτικών σωματείων στη βελτίωση του μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου (ας μην ξεχνάμε πως είμαστε σε εποχές και στιγμές ανθρώπινου μόχθου, με ελάχιστους να συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους στο γυμνάσιο ή ακόμη παραπάνω, οπότε η εκπαίδευση και η μόρφωση είναι απαραίτητες όχι μόνο για την πνευματική ατομική ανάταση αλλά και για τη συλλογική διατήρηση της ταυτότητας, αφού Τούρκοι και Βούλγαροι καραδοκούν), οι πλούσιες δωρεές και χορηγίες του Μιχαλάκη Γκιουμουσγκερδάνη, του Γρηγορίου Μαρασλή και του Γεωργίου Ζαρίφη και άλλα. «Τη γλώσσα και την εθνική μας συνείδηση… Αυτά να προσέξουμε μη χάσουν τα παιδιά μας» (σελ. 66). Κι όλα αυτά με φόντο, στη μεν βόρεια Θράκη τις αποσχιστικές κινήσεις των Βουλγάρων από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και τη διάσπαση του χριστιανικού στοιχείου εν όψει της Εξαρχίας, γεγονότα δηλαδή που άναψαν το φιτίλι για τον μεταγενέστερο Μακεδονικό Αγώνα, στη δε νότια Θράκη τους επαναστατικούς πυρήνες που ξεσπάνε για απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό και αντίσταση κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων ενώ οι Νεότουρκοι ευαγγελίζονται ισονομία και ισοπολιτεία των εθνικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που αποδείχτηκε έωλο.

Η Εξαρχία, η αυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία και η προσάρτηση στο πριγκιπάτο της Βουλγαρίας δεν ήταν καλοί οιωνοί για το μέλλον του ελληνικού και του χριστιανικού στοιχείου στην περιοχή. Οι τελευταίες σελίδες που αφορούν τις διαμάχες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη ανατολικής και δυτικής Θράκης που κατέληξαν σε κατακερματισμό των εδαφών είναι ο τραγικός επίλογος της ευημερίας και της διαχρονικότητας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου. Πικρή είναι η διαπίστωση της συγγραφέως, μέσω του παππού Αλέκου, για την τύχη της Φιλιππούπολης και της γύρω περιοχής με το πέρασμα των αιώνων: «Ένα πέρασμα ανθρώπων είναι αυτός ο τόπος, παιδί μου… χρόνια πολλά στην περιοχή μας υπάρχει ένα μωσαϊκό γλωσσών, θρησκειών, φυλών, πολιτισμών… η προσφυγιά δίνει και παίρνει… ένα πέρασμα ανθρώπων, παιδί μου, που διώχνονται από τα σπίτια τους, όπου ζούσαν επί αιώνες και κάποιος άλλος τα παίρνει, κάποιος ξεσπιτωμένος από άλλους τόπους… ξεριζωμένες ζωές πάει να γίνει η ιστορία αυτής της περιοχής» (σελ. 60-61).

Με συναρπαστικό και συμπυκνωμένο τρόπο καταγράφονται στο ακέραιο οι διπλωματικές και πολεμικές κινήσεις στη διεθνή σκακιέρα. Απανωτές εξελίξεις, προπαγάνδα, λεηλασίες, καταστρέφουν σταδιακά το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Και πόσο τραγικό ήταν να υποδέχονται οι Έλληνες της Αδριανούπολης τον ελληνικό στρατό τον Ιούλιο του 1920, νιώθοντας κι αυτοί Σμυρνιοί για λίγο! Πόσο συγκινητική ξεπήδησε έτσι η διαπίστωση πως αυτή η περιοχή έμεινε υπόδουλη στον οθωμανικό ζυγό κοντά 600 χρόνια, δύο αιώνες παραπάνω από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές (την κατέλαβε το 1361 ο Μουράτ Α΄ κι έκανε την Αδριανούπολη πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας)! Η Συνθήκη των Σεβρών παραχώρησε την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα αλλά δύο χρόνια αργότερα τις χαρές αντικατέστησαν τα κλάματα και ο ξεριζωμός, με αποτέλεσμα να γεμίσει ο δρόμος προς τη Μακεδονία κάρα, μπόγους, απελπισία, σαν ακολουθία επιταφίου, όπως γράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, κάτι που μέχρι και την ευαίσθητη ψυχή του Έρνεστ Χέμινγουαιη ταρακούνησε, όταν έστελνε από την καρδιά των γεγονότων ανταποκρίσεις για την Daily Star.

Όλη αυτή η ατμόσφαιρα, αυτό το διαρκές πισωγύρισμα, η φαγωμάρα μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων καταγράφονται σε όλη τους την έκταση μέσα από απανωτές ανατροπές στη ζωή των χαρακτήρων. Το έντονο κλίμα του εθνικισμού και του μίσους που πηγάζει από αυτήν, με μεγαλύτερο καζάνι τη Φιλιππούπολη, ζωντανεύει κυρίως μέσα από τη ζωή του Αναστάση Χρυσικού, οι κινήσεις του οποίου αποτυπώνουν πιστά και πάντα εύληπτα τις προσπάθειες του ελληνικού στοιχείου για διατήρηση της ταυτότητας και της ισότητας με τους Βούλγαρους, τη στιγμή που το ελληνικό κράτος μειώνει την ενίσχυσή του. Κι όλα αυτά γιατί; «Είναι βλέπετε η αυλή της Κωνσταντινούπολης και αποτελεί γέφυρα επαφής Ανατολής και Δύσης» (σελ. 63). Η συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα, μοιράζει ευθύνες, λοιδωρεί, όχι με δασκαλίστικο τρόπο αλλά πάντα μέσα από τους χαρακτήρες και τις αλλαγές που επιφέρει στις ζωές τους η κάθε διπλωματική ξιφασκία. Ας μην ξεχνάμε πως πίσω από το ξεσήκωμα των λαών κρύβονται και βαθύτερα κίνητρα που τα εκκινούν όλα αυτά, όπως ο στόχος των Μεγάλων Δυνάμεων να κατακτήσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Υπάρχει δηλαδή το εθνοτικό ή φυλετικό ή άλλο κίνητρο αλλά και ο πραγματικός λόγος που γίνονται όλα αυτά, κάτι που και πάλι δείχνει πως η συγγραφέας έκανε εις βάθος έρευνα και μελέτη γεγονότων, σχέσεων και καταστάσεων πριν εντάξει τους ήρωές της σε αυτό το ηφαίστειο που λέγεται Βαλκάνια. Οι βουλγαρικές βλέψεις που οδήγησαν στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι Βαλκανικοί, ο Α΄ Παγκόσμιος, τα Δαρδανέλια, ακόμη και η Γενοκτονία των Αρμενίων περνάνε όλα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, χωρίς όμως να με κουράσουν ή να βαραίνουν την πλοκή, μιας και κάποια από αυτά παίρνουν πρωταγωνιστική θέση στις εξελίξεις και άλλα παρεμβαίνουν για ελάχιστες παραγράφους. Αυτή η ποικιλία οπτικών γωνιών δίνει βάθος και ολότητα στο κείμενο και αντικατοπτρίζει τεκμηριωμένα και ολοκληρωμένα τα ιστορικά γεγονότα που οδηγούν τους ήρωες του μυθιστορήματος στις επόμενες αλλαγές ζωής, στις επόμενες αποφάσεις, στην ολοκλήρωση του ίδιου τους του χαρακτήρα.

Το μυθιστόρημα δε δίνει βάρος μόνο στα ιστορικά γεγονότα. Τα μέλη των πέντε οικογενειών, οι φίλοι, οι γνωστοί, οι συνεργάτες, βρίσκουν τον χώρο και τον χρόνο να ξεδιπλώσουν τους δικούς τους προβληματισμούς, να σκεφτούν, να δράσουν, να προτείνουν, να αντιτεθούν, να λιγοψυχήσουν, να πάρουν θάρρος και δύναμη. Αποτυπώνονται έτσι ρεαλιστικές και μελετημένες ψυχογραφίες ανθρώπων που νιώθουν ανησυχίες, φόβους, ελπίδες, αγωνίες. Επομένως είναι αξιέπαινο που όλα αυτά γίνονται χωρίς το κείμενο να σταματάει να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον ούτε στιγμή (παρ’ όλα τα τυπογραφικά λάθη η αφήγηση έρεε χωρίς να κομπιάζει ούτε να γίνεται στριφνή σε κανένα σημείο) και χωρίς να μακρηγορούν οι ήρωες εις βάρος της εξέλιξης της πλοκής. Είναι δύσκολο να έχεις τόσα πολλά ιστορικά γεγονότα, τόσους διαφορετικούς λαούς και αντίστοιχα κίνητρα, τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα γεμάτο γεγονότα και μέσα σε αυτά να περιγράψεις τόσους πολλούς χαρακτήρες. Η πρώτη συγγραφική προσπάθεια της κυρίας Καζακίδου δείχνει πως ξέρει να γράφει όμορφα και να χειρίζεται σωστά την πλοκή της, δίχως να αποπροσανατολίζεται.

Από τη μια, η οικονομική ευημερία των Ελλήνων δίνει την αφορμή για περιγραφές ενός καλού βιοτικού επιπέδου και καταγράφει πολλές εξελίξεις στον χώρο της οικονομίας και του εμπορίου. Μέσα σε αυτά ξεπρόβαλε η ενδιαφέρουσα παρατήρηση για τον ρόλο του τρένου στην ανάπτυξη και τη βελτίωση του εμπορίου: «-Δεν ξέρω αν το τρένο αυτό ενώνει όπως λένε τη Δύση με την Ανατολή, μερικές φορές σκέφτομαι μήπως τη χωρίζει… Μήπως άλλο επιδιώκει να δείξει. Να υποδηλώσει τη διάκριση. Να φανερώσει την απόσταση μεταξύ πλούτου και φτώχειας, μεταξύ προόδου και στασιμότητας, μεταξύ τελικά της Δύσης που βιάζεται και προχωρά μπροστά και της Ανατολής που τρώγεται με τα σωθικά της και βολεύεται στο αραλίκι της» (σελ. 139). Από την άλλη, υπάρχουν και οι μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, οι τσαγκάρηδες, οι αγρότες που έχουν τον δικό τους ανήφορο ν’ ακολουθήσουν. Όλα φωτίζονται, όλα έχουν τον ρόλο και τη θέση τους στην πλοκή.

«Ποιοι είναι σύμμαχοί μας και ποιοι εχθροί μας δεν το κανονίζουμε εμείς, άλλοι το αποφασίζουν, εμείς την ανθρωπιά μας μη χάσουμε» (σελ. 157). Αυτός είναι ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο ξετυλίγονται πολλές περιπέτειες στο ιστορικό μυθιστόρημα της κυρίας Καζακίδου και η αφορμή για πολλές δοκιμασίες που θα αλλάξουν τη νοοτροπία αρκετών χαρακτήρων, άλλων προς το καλύτερο και άλλων προς το πιο δύσκολο. Το μυθιστόρημα είναι ένα συναρπαστικό κείμενο γεμάτο ιστορικά γεγονότα και ανθρώπινες αντιδράσεις, συνθήκες και ξεριζωμό, φτώχεια και ευμάρεια, αγωνία και αισιοδοξία, που φωτίζει επαρκώς όλες τις πλευρές των γεγονότων που οδήγησαν στη διάσπαση της Θράκης με τέτοιο τρόπο που με κράτησε ως την τελευταία του λέξη. Το βιβλίο συνοδεύεται από κατατοπιστικό πρόλογο, χάρτη, βιβλιογραφία, γλωσσάρι και υποσημειώσεις (σύντομες στην ίδια σελίδα, εκτενέστερες στο τέλος του βιβλίου), για όποιον θέλει να μελετήσει περισσότερο τα γεγονότα και τις ιστορικές στιγμές

Πάνος Τουρλής