Στην καρδιά των μουσώνων

της Julia Gregson

Προσοχή μπορεί να περιέχει SPOILERS!

Ένα εκπληκτικό γυναικείο μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει στην Ινδία του 1928-1929, λίγο πριν ξεκινήσει η επανάσταση των Ινδών και αποτινάξουν τη βρετανική αυτοκρατορία από πάνω τους.. Η Βίβα Χόλογουέι, που έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Ινδία, κόρη μηχανικού σιδηροδρόμων, μετά από χρόνια ειδοποιείται ότι πρέπει να παραλάβει ένα μπαούλο με προσωπικά είδη των γονιών της, το οποίο έμεινε στα αζήτητα μετά τον θάνατό τους. Η Βίβα, που φοβάται να γυρίσει στην Ινδία για να μην αντιμετωπίσει κατάματα τους φόβους της και τον πραγματικό της εαυτό, τελικά αλλάζει γνώμη και για το δύσκολο και ακριβό ταξίδι για την Ινδία προσφέρεται να συνοδεύσει επί πληρωμή δύο νεαρές φίλες κι έναν νεαρό με ανάρμοστη συμπεριφορά, που τον απέβαλε το σχολείο του. Η Ρόουζ πηγαίνει να παντρευτεί και η φίλη της, Βικτόρια, πηγαίνει για να βρει το γαμπρό ενώ ο Γκάι επιστρέφει στους γονείς του, εκών άκων. Στο ταξίδι αυτή η αλλόκοτη παρέα θα έρθει πιο κοντά, θα γνωριστεί και ο ένας θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη ζωή του άλλου. Οι κοπέλες θα γίνουν αχώριστες φίλες με τη Βίβα ενώ ο Γκάι θα γίνει ένας παθιασμόενος, φανατικός και σχιζοφρενής εχθρός.

Το έργο κεντάει σε όλα τα σημεία. Ομολογώ ότι είναι μεν πολύ αγγλικό («βρετανικό») το στυλ γραφής, περνάει όλη η αγγλική αριστοκρατία από μπροστά σου (τσάι, ιπποδρομίες, πόλο, σώμα ιππικού, κυνήγι, οδηγίες καλής συμπεριφοράς κλπ.) αλλά και ένα σωρό παρωχημένες σήμερα απόψεις για τη γυναικεία σεξουαλικότητα, την υπακοή και την κομ-ιλ-φό συμπεριφορά μιας νεαρής κοπέλας, όμως αυτό το στυλ ακριβώς είναι που αναπαριστά την εποχή και το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ηρωίδες και οι ήρωες. Μιλάμε για 1929, μιλάμε για Ινδία, μιλάμε για κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία. Κι όμως η συγγραφέας δεν παίρνει το μέρος κανενός, ούτε των Ινδών ούτε των Άγγλων, τουλάχιστον όχι ανοιχτά. Οι Ινδοί αρχίζουν να μισούν πια την καταδυνάστευση των Άγγλων και οι Άγγλοι αρχίζουν να ανησυχούν για το μέλλον τους στην Ινδία. Ο Γκάντι αρχίζει να εμφανίζεται στο προσκήνιο. Η συγγραφέας ντύνει διακριτικά αυτήν την παράθεση και μόνο όσο πρέπει για να χρωματίσει το κείμενό της και το φόντο των ιστοριών. Ταραχές σε υποβαθμισμένες γειτονιές, απαγωγές άγγλων αριστοκρατών κλπ.

Ομολογώ ότι παρόλο που είναι γυναικείο μυθιστόρημα δεν είναι σε καμία περίπτωση άρλεκιν ή προχειροδουλειά ή φληνάφημα. Είναι ένα αξιοπρεπέστατο μυθιστόρημα, με πλοκή, ήρωες, ιστορία, φοβερή ψυχολογία και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, γυναίκες και άντρες. Ίσως μου άρεσε που δεν είχε πολλές ερωτικές σκηνές, που να περιγράφονται κλασικά και γλυκανάλατα (στιβαρά μπράτσα, φυλλοκάρδια, ιππότες και χαζά) αλλά όχι, δεν είναι μόνο για αυτό. Οι ηρωίδες, η μεν ωριμότερη (;) Βίβα , οι δε νεαρότρες φιλενάδες της έχουν αγωνίες, φόβους, απορίες, ανασφάλειες, χιούμορ (μα να μεγαλώσει μόνη της η Τορ ένα κοτοπουλάκι μόνο και μόνο για να το πατήσει κατά λάθος μια μέρα τρέχοντας να πάρει την αλληλογραφία; Συγνώμη, άστοχο σχόλιο αλλά έχω μια πολύ ζωντανή εικόνα αυτήν τη στιγμή και μόνο να γελάσω μπορώ, παρά το τραγικό της στιγμής), εγωισμό. Μπορεί να ξενίσει το γεγονός ότι η Ρόουζ, μια νύχτα πριν παντρευτεί προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το αντισυλληπτικό σφουγγαράκι με παταγώδη αποτυχία, αλλά της συμπαρίστασαι γιατί κανείς δεν της έχει μιλήσει γι' αυτό, ούτε σε τι χρησαιμεύει, ούτε τίποτα. Κινείται μηχανικά και οι φοβίες της ενόψει ενός συζύγου που τον γνώρισε μόνο μια φορά σε κοινωνική συνεστίαση χτυπάνε κόκκινο. Δεν είναι γελοίες απορίες, είμαι σίγουρος ότι τότε έτσι σκέφτονταιν, ίσως ίσως ακόμη και σήμερα, αν δεν βρεθεί κάποιος να διαπαιδαγωγήσει σωστά μια κοπέλα θα γεμίσει ανασφάλειες, ερωτηματικά και φοβίες. Η Ρόουζ καταφέρνει όμως να ξεπεράσει τις φοβίες της, να χαλαρώσει δίπλα στον άγνωστο σύζυγο και να πάρει κυρίαρχη θέση στη ζωή του και να σταθεί στα πόδια της όταν μαθαίνει ότι είχε Ινδή ερωμένη πριν έρθει να παντρευτούν, την οποία σκέφτεται ακόμη και μετά τον χωρισμό τους.

Από την άλλη, δεν έχω δει πιο ισχυρογνώμωνα, πείσμονα και ανασφαλή άνθρωπο (;) από τη Βίβα. Η πρωταγωνίστρια αρνείται να παραδεχτεί τις τύψεις της, τα αισθήματά της, την πραγματικότητα, τις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας, κι όλα αυτά σωρεύονται σε έναν ύφαλο που την εμποδίζει να αντιμετωπίσει την πραγματική ζωή. Γνωρίζει στο πλοίο τον Φρανκ, έναν γιατρό, που ταξιδεύει σττην Ινδία για να μελετήσει τον αιμοσφαιρινουρικό πυρετό, γεννιούνται συναισθήματα ανάμεσά τους αλλά η Βίβα προτιμά να κουτουλάει και να χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο παρά να δει την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να πληγώσει τον μοναδικό άντρα που την αγάπησε πραγματικά (όταν επιτέλους κάνουν έρωτα, η Βίβα τον διώχνει τόσο άσχημα με τον ανασφαλή της τρόπο, που σε σημείο, αργότερα μες στο βιβλίο, ο Φρανκ να της εξομολογηθεί ότι ένιωθε σαν να την είχε βιάσει εκείνο το βράδυ!!!). Φτάνει στην Ινδία αλλά περνάνε δυο χρόνια πριν πάρει το θάρρος να παραλάβει επιτέλους αυτό το μπαούλο. Και όντως, η γυναίκα που της επιστρέφει το μπαούλο της αποκαλύπτει μια φριχτή πραγματικότητα, αυτήν που η Βίβα αρνιόταν να παραδεχτεί: η μητέρα της, μετά τον θάνατο της κόρης της, Τζόσι (αδερφής της Βίβα) από ασθένεια και νωρίτερα του συζύγου της σε εργατικό ατύχημα, διώχνει τη Βίβα οικόσιτη πίσω στσην Αγγλία και αυτοκτονεί. Οι κινήσεις της, οι αντιδράσεις της, η συμπεριφορά της, ήταν οφθαλμοφανέστατα πού οδηγούσαν, η Βίβα προτίμησε όμως αυτήν την αναίτια και άκαρδη κίνηση να την τυλίξει με πίκρα και μνησικακία κι η πραγματικότητα της δίνει ένα τόσο ξεγυρισμένο χαστούκι που κουδουνίζουν τ' αφτιά της. Έτσι, σα βρεγμένη γάτα, επιστρέφει στη ζωή της κι αρχίζει λιθαράκι λιθαρκάι να ξαναβρίσκει τον εαυτό της κι επιτέλους να ζητήσει συγνώμη από τον Φρανκ και να τα ξαναβρούν (καλά, κι αυτός τον δύσκολο της κάνει, δίνοντάς της ακόμη ένα σκληρό μάθημα, όχι ότι πέφτει με τη μία).

Η Βικτόρια, ένα κορίτσι με σχετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, στη σκιά της κολλητής της, φτάνει στην Ινδία για να βρει γαμπρό και πελαγώνει. Χωρίς σωστή καθοδήγηση, χωρίς συμβουλές, μόνη σε άγνωστα νερά, φιλοξενείται από μια θεία της, η οποία τη συστήνει σε όλον τον καλό κόσμο αλλά ο καιρός περνά και η Τορ παραμένει στο ράφι. Η θεία βγάζει νύχια και η Τορ το ρισκάρει και παντρεύεται αυθόρμητα τον μόνο άντρα που της έκανε κλικ και ξεκινούν μαζί μαι νέα ζωή. Ευτυχώς ο άντρας αυτός της φέρεται ακριβώς όπως το περίμενε και χτίζουν το σπιτικό τους με ανεμελιά και άφθονη αγάπη.

Τέλος, ο Γκάι, ένας επαναστάτης χωρίς αιτία, γίνεται πονοκέφαλος για τη Βίβα και ψυχωσικός απέναντί της, οι γονείς του σχεδόν τον διώχνουν από το σπίτι, ανίκανοι να ασχοληθούν σοβαρά μαζί του, κι έτσι ο Γκάι μπλέκεται με επαναστάτες μουσουλμάνους που έχουν ως σκοπό να διώξουν τους Άγγλους από την Ινδία, με δυσάρεστες συνέπειες για όλους. Μετά από περιπέτειες και αναστατώσεις, οι γονείς ξαναπετάγονται στη μέση και τον βάζουν να καταταγεί στον αγγλικό στρατό ως η καλύτερη λύση.

Ειλικρινά από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει. Το γράψιμο και το στυλ της συγγραφέως δε σε αφήνει να αναπνεύσεις. Χρησιμοποιεί λέξεις, προτάσεις και τρόπους αφήγησης που δε σε αφήνουν εύκολα να σταματήσεις το διάβασμα (και μιλάμε για 637 σελίδες). Χιούμορ, αυθόρμητες και ειλικρινείς στιγμές, συγκίνηση, περιπέτεια και αγωνία, ιστορικό αλλά περισσότερο ρομαντικό (και πιστέψτε με το αδικέι αυτός ο χαρακτηρισμός) μυθιστόρημα. Σας ικετεύω, μην το διαβάσετε ακούγοντας Φρανκ Σινάτρα, σίουρα θα δακρύσετε, αν όχι μελαγχολήσετε. Αισθήματα που σίγουρα μια γυναίκα κάπου, κάποτε τα έχει νιώσει, συμπεριφορές υποταγμένες σε πρωτόκολλα, νοοτροπίες ριζωμένες βαθιά στις παλαιότερες γενιές, φτώχεια και κακομοιριά αλλά αισιοδοξία από τους Ινδούς, τι να πρωτογράψω και πού να πρωτοεστιάσω. ΠΡΕΠΕΙ να το διαβάσετε.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

-ο αποχαιρετισμός της Ρόουζ και του πατέρα της-
«Ακούστηκε ο ήχος της πόρτας που έκλεισε και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Η Ρόουζ ήξερε, όπως ήξερε κι αυτός, ότι απόψε ήταν η τελευταία νύχτα που θα περνούσαν κάτω από την ίδια στέγη» (σελ. 37).

«Δεν ξέρω πώς καταλαβαίνει κανείς ότι είναι ερωτευμένος, είπε. Θέλω να πω, στα βιβλία και στις ταινίες φαίνεται να συμβαίνει στους ήρωες σαν μια εκτυφλωτική αστραπή και αμέσως τρέχουν σε καράβια και σε τρένα και μετά παίζει η μουσική και μετά τέλος. Γιατί η ζωή είναι τόσο μπερδεμένη;» (σελ. 388).

«Σπίτι σου είναι να ξέρεις ότι βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου κάποιου άλλου ανθρώπου» (σελ. 576).

Πάνος Τουρλής