Στην απεραντοσύνη του σύμπαντος τα «Μεθυσμένα καράβια» της Βικτωρίας Αγγελοπούλου

Η Βικτωρία Αγγελοπούλου, δέκα χρόνια μετά το «Συγγνώμη που σου είπα ψέμματα» (Λιβάνης 2003) αναζητάει πλέον την αλήθεια αρμενίζοντας με «Μεθυσμένα καράβια» (Το Δόντι, Πάτρα 2013). Και η αναζήτησή της επιχειρείται από τη συγγραφέα - μια πιανίστρια που σταθερή πυξίδα της έχει μόνο το Πνεύμα των μουσικών ταξιδιών - όχι στην ασφάλεια της στεριάς και των απατηλών φαινομένων, της βιτρίνας του πολιτισμού και της επιστήμης, αλλά στην επικινδυνότητα της ταραγμένης θάλασσας, στην απεραντοσύνη του πελάγους και στον άγνωστο «κόσμο» της άνυδρης ερήμου, όπου φυσάνε άνεμοι θεϊκοί. Ταξίδια, μακριά από τις συντεταγμένες της πραγματικότητας των αισθήσεων σε καράβια εμποτισμένα από το ιερό μέθυ της Φαντασίας. Δύσκολο να γίνεις αναγνώστης-ναύτης σε τέτοιο καράβι αλλά θα 'ρθει μια ώρα που θα πρέπει το «μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, να πεις ...» και σαν φτάσεις στην όποια Ιθάκη σου να ξανοιχτείς πάλι στο πέλαγος.

Και βοηθάει αναμφισβήτητα σ' αυτό το ταξίδι η Β.Α. γιατί σταθμεύει στην πόλη που πρέπει «σαν έτοιμος από καιρό» νάχεις και το θάρρος κάποτε να αποχαιρετήσεις: την Αλεξάνδρεια. την Αλεξάνδρεια της Ζωής και του Σύμπαντος Κόσμου. εκεί που σμίγει ο χρόνος με τους καιρούς, η μαγεία του αγνώστου με το θαύμα της επιστήμης, οι άνεμοι της ενέργειας με τη μακαριότητα της αναμονής, οι πολιτισμοί με τον άνθρωπο. Εκεί ακριβώς η συγγραφέας ιχνηλατεί το πανάρχαιο βασανιστικό υπαρξιακό ερώτημα «ποιος στ' αλήθεια είμαι»; «Ποια είναι η ταυτότητα του προσώπου μου»; «Τι κρύβεται πίσω από την φανταχτερή απεικόνισή μου στο «Φαγιούμ»; Είναι βέβαια το ερώτημα που στη λογοτεχνία αθώα έψαχνε ο Τηλέμαχος στην Ομηρική Οδύσσεια και ανέδειξε ως συγκλονιστικά τραγικό ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα Τύραννο.

Εκεί, στην Αλεξάνδρεια, αρχίζει με αενάως εφηβικές απορίες η Β. Αγγελοπούλου, βαθειές τομές στο χρόνο, ή καλύτερα στις όψεις του χρόνου, που της δίνουν τη δυνατότητα να δέχεται εκλάμψεις από φωνές με φως του παρελθόντος για να πλέξει όχι το μύθο της - αυτός είναι το φαινόμενο - αλλά το ψηφιδωτό του εαυτού της, του μεγάλου αγνώστου, κι αυτό είναι το ουσιώδες. Αναδρομές, σε χρόνους, ανασκαφές σε τόπους, συντροφιά μ' ανθρώπους είναι το φαινόμενο. Γιατί κι αν τριγυρίζει στις αγορές με τις χαμηλές σκεπές ή στα παζάρια με τους καφενέδες και τα μαγαζιά με τα ερωτικά φίλτρα και τ' αρώματα, κι αν βλέπει τους κοσμοπολίτες των σαλονιών σε κάθε μεγαλούπολη που ταξιδεύει, προσπερνάει νιώθοντας ότι οι ανθρώπινες όψεις - προσωπεία είναι οξειδωμένα Φαγιούμ. και καταφεύγει βουβή κι εκστατική στην πύρινη φλόγα του Σιμούν, του φοβερού ανέμου της ερήμου στη Σίβα. Κι είναι τούτο ΒΙΒΛΙΚΗ αναζήτηση της Πνοής του Θεού. Εκεί στον παρερμηνευμένο από τους αστρονόμους και τους φαουστικούς μάγους της επιστημοσύνης επουράνιο χώρο ψάχνει την πραγματική της ταυτότητα.

Νιώθει ότι τα πεπερασμένα όρια της λογικής είναι «κερσέφ», μείγμα από χώμα κι ορυκτό αλάτι που γκρεμίζεται στον κατακλυσμό της ουράνιας πνοής. Κι αυτό γιατί αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο - όπως στο μύθο του λωτού - όχι μόνο ριζωμένο στη λάσπη της γης αλλά με φτερά ψυχής να πετάει πλάι στ' αστέρια του σύμπαντος. Τον θέλει όχι απλό τουρίστα της Ζωής ή απλό φωτογράφο της Φύσης και της Ιστορίας αλλά κοινωνό του Σύμπαντος, ακούραστο οδοιπόρο που απεγνωσμένα ζητάει απαντήσεις σε πανανθρώπινα και προαιώνια ερωτηματικά. που διακατέχεται από την Πλατωνική αλήθεια για τη γνώση ως ανάμνηση κι ακούει στα στήθια του να λαχταρίζει η χαριτωμένη βρύση της ανάσας του Θεού. Μυστήρια, μύθοι, φαντασιοπληξία όλα αυτά για τον αμύητο άνθρωπο - το έστω Αριστοτελικό «πολιτικόν ζώον» - αλλά αυτά ενεργοποιούν τη συγγραφέα για να γράψει ξεκάθαρα συναισθήματα κι απορίες που φωλιάζουν μέσα της μακριά από την «απρόσωπη προσποιητή ευταξία».
Και γιαυτό βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια παρασύροντας και τους συνταξιδευτές της στην ετοιμότητα να την αποχαιρετήσουν, όπως θα 'θελε κι ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής χωρίς ανωφέλετους θρήνους, χωρίς παράπονα δειλίας, αλλά με τη συναίσθηση ακόμα κι ότι αποτύχαμε - και φταίμε και μεις γιαυτό, δεν είμαστε μόνο πιόνια της Ιστορίας - αφού εξαπατηθήκαμε από τις αισθήσεις κι ό,τι άφησαν αυτές να φτάσει στον εσώτερο εαυτό μας, αφού πιστέψαμε στο ψέμα (η Β.Α. στο α΄ μυθιστόρημά της ζητάει συγγνώμη γι' αυτό) του σημερινού τόπου και χρόνου χωρίς να διεισδύσουμε σε ρωγμές που ανοίγει μπροστά μας το παρελθόν ή το μέλλον του στοχασμού μας ή αν θέλετε το Φως του Φάρου της Αλεξάνδρειας, η ελπίδα δηλαδή που διαχέει στο σύγχρονο περιπλανώμενο άνθρωπο ότι υπάρχει μέσα του ένα «ελάχιστο μόριο Φωτός το οποίο μας παρεχώρησε ο Θεός για να πορευτούμε στο μεγάκυκλο της δημιουργίας».

Διψώντας γι' αυτό το Φως, με αφετηρία την Αυτογνωσία η συγγραφέας παλεύει να συμμαζέψει το ιερό μέθυ από τα «Μεθυσμένα καράβια» της, αποδίδοντας πολυπρισματικά ό,τι ονειρώδες, δυσεχνίαστο, δυσκολοέκφραστο και βασανιστικό συνταράσσει τα σωθικά της. ξεδιπλώνοντας προσωπικές της εμπειρίες - μύθων, ιστορίας, θρησκειών, πολιτισμών, ανθρώπων, ερώτων, βιωμάτων - δημιουργεί μια ατμόσφαιρα φιλοσοφικής και ποιητικής αναζήτησης για όποιον κρατάει άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του που τον κάνει να λειτουργήσει και με το δικό του πνεύμα αισθητικά και συναισθητικά και ν' αγγίξει το υπερφυσικό μεγαλείο. Να ξυπνήσει από το λήθαργο του όμορφα σκαλιστού με τις χρυσαφιές γωνίες διάκοσμου που δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ο αντικατοπτρισμός του «όντως όντος», να σταματήσει τη διαμάχη του με το «θάνατο της μορφής» και ν' ανυψωθεί πέρα από τις νότες, τα ηχοχρώματα και τη φαινομενολογία των εικόνων που ζωγραφίζει ο Βιβάλντι στις «τέσσερες εποχές» ή οι μουσικοί πίνακες του Μότσαρτ συλλαμβάνοντας τον κύκλο της Ολότητας και ερμηνεύοντας τους ήχους που φτάνουν στ' αυτιά με βάση τη μελωδία την οποία αντηχούν μέσα του τα συναισθήματά του. Να συνειδητοποιήσει τον έρωτα του να ζητάς και την αγάπη του να δίνεις, να βρει τις ψηφίδες ζωής που κρύβονται στ' αδιάβαστα βιβλία και στ' αραχνιασμένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες.
Και πράγματι. όποιος μπαρκάρει με τα «Μεθυσμένα Καράβια» της Β.Α. και γευτεί το μέθυ που του προσφέρει, νοιώθει την οδύνη της ανάβασης στη κορφή της αόρατης και ατέρμονης προς τα ουράνια πυραμίδας που σχηματίζουν οι κολώνες του δικού μας Παρθενώνα. Και σε 'κείνο το ύψος, θάναι έτοιμος πια ν' αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια και τις ορατές πυραμίδες της και ν' αγγίξει το βάθος, το «υπερφυσικό γεννητικό βάθος» του δικού μας Δ. Σολωμού.-

Φώτης Δημητρόπουλος, φιλόλογος.