Στα χρόνια της ομίχλης: Ιάσμη

του Νίκου Γούλια

Νίκος Γούλιας: ο Κωνσταντίνος Βολανάκης της λογοτεχνίας μας. Περιγράφει τη θάλασσα, τα νησιά, τα καράβια, τους ναυτικούς, τα κύματα με πένα τρομερή και καλοστεκούμενη. Κι είναι το πρώτο του μυθιστόρημα!

Το βιβλίο αποτελεί την αρχή μιας μεγαλύτερης ιστορίας (κάτι μυρίζομαι για τριλογία;). Εδώ, στο πρώτο μέρος, μέσα από εξαντλητική ιστορική έρευνα, προσωπική αναζήτηση και ψάξιμο, ο συγγραφέας περιγράφει τη σφαγή της Χίου το 1822, το θαλασσινό εμπόριο της Χίου (Σύρος-Χίος-Σμύρνη πάντα οι ενδιάμεσοι σταθμοί) (επσεριδοειδή και μαστίχα, αχ αυτή η μαστίχα, συγκλονιστικές οι σελίδες που περιγράφουν το μάζεμά της), τον καταστρεπτικό παγετό του 1850 που έφερε τα πάνω κάτω στο εμπόριο και την άφιξη των ατμόπλοιων που έφεραν τα πάνω κάτω στη ναυσιπλοΐα.

Η ντοπιολαλιά της Χίου δίνει ιδαίτερο τόνο στο κείμενο χωρίς να κουράζει ή να ξενίζει. Είναι ευπρόσδεκτη γιατί έτσι ολοκληρώνεται η ηθογραφία του νησιού, περιγράφονται καλύτερα οι χαρακτήρες του βιβλίου και τα κομμάτια του παζλ συμπληρώνονται πληρέστερα. Δώστε προσοχή στο μυθιστόρημα: ακολουθεί σε πολλά σημεία τον πρωθύστερο τρόπο γραψίματος αλά δεν το κάνει συχνά, οπότε δεν μπερδεύεται ο αναγνώστης. Για παράδειγμα, ο Ισίδωρος επιστρέφει στο νησί της Χίου μετά τις σφαγές και ζει με τα αδέρφια του και τη μητέρα του. Ναι αλλά πώς επέζησε η μητέρα του; Αυτό το λέει πιο κάτω, σε πιο κατάλληλο σημείο, μιας και οι ταλαιπωρίες της Ροδόκλειας επέδρασαν άσχημα στον ψυχισμό της. Πολλές φορές λοιπόν συναντάμε αυτά τα «πηδήματα» μέσα στο χρόνο που δείχνουν ώριμο και μεστωμένο γράψιμο, που έχει δοκιμαστεί στα γρανάζια της λογοτεχνίας κι έχει βγει στο φως.

Ένα άλλο θετικο σημείο είναι το γεφύρωμα μεταξύ μέσων 19ου και αρχών 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας αγνοεί τον βίο και την πολιτεία των παιδιών του Νικόλα και μας συστήνει απευθείας τον εγγονό του με δική του οικογένεια και πλούσιο υπόβαθρο και περιβάλλον. Αυτό είναι ένα ρίσκο για τον συγγραφέα αλλά πιστέψτε με απέδωσε. Αντί να κάθεσαι και να γράφεις και να γράφεις για τον Αβραάμ, τη Σάρα, τον Ισαάκ κλπ. πας κατευθείαν στον Ισαάκ. Επιτέλους ένας πιο ώριμος χειρισμός του θέματος!

Επίσης καλοδουλεμένο και καλογραμμένο το σημείο όπου η Χίος ενσωματώνεται στην Ελλάδα και με κυβερνητική απόφαση πρέπει να εγκαταλείψουν το νησί. Σκηνές σπαραγμού ανάμεσα στους φίλους κατοίκους του νησιού, Έλληνες και Τούρκους, που δεν είχαν όπως πάντα τίποτε να μοιραστούν. Συγκινητικός ο έρωτας Ιάσμης και Νικόλα, εικόνες του οποίου μας αφηγείται ο Νικόλας μέχρι το τέλος της ζωής του, έρωτας ιδεώδης, αξεπέραστος, δυνατός και τόσο ρομαντικός!

Απολαύστε τα κάτωθι υπέροχα και γλαφυρά αποσπάσματα:

«Ο Μορφέας, με δόλωμα τα τελευταία λόγια του Ψαριανού γεμάτα ονειρικές εικόνες, τον πήρε απαλά από το χέρι, του βάρυνε τα βλέφαρα, άνοιξε την πόρτα του ονείρου και τον αμόλησε στον κόσμο της παιδικής του ακόμα φαντασίας» (σελ. 108).

«Ώρες καθόντουσαν πιασμένοι από τα χέρια, ώρες μιλούσαν, ώρες σιωπούσαν, ώρες κοιτάζονταν. Άδειαζαν από μέσα τους τα φυλαγμένα λόγια, τις σκέψεις και τα όνειρα που μάζευε ο καθείς τους τόσες μέρες και νύχτες που μέναν μακριά, και τ' απόθεταν ο ένας στα χέρια του αλλουνού, με τα λόγια του έρωτα στα χείλια» (σελ. 273).

«Αχαρτογράφητος παράδεισος το κορμί της στα μάτια του. Καμπυλογραμμένο, ίδιο με μαγνήτη, μονάχο του τον οδηγούσε να το εξερευνήσει, να σεργιανίσει πάνω από τους λόφους και τα κυματιστά οροπέδια, να βουλιάξει στις απαλές κοιλάδες και στις χαράδρες του. Σαν μαγεμένος περιδιάβαινε ο Νικόλας σε τούτα τα ανεξερεύνητα ακρογιάλια, γυρνούσε μια από δω και μια από κει, όλα όμως του ξέφευγαν, γλιστρούσαν σαν το χέλι» (σελ. 292).

«Ήταν η στιγμή της άπνοιας που στεκότανε ο χρόνος, η ώρα που άλλαζε σκυτάλη η ημέρα με τη νύχτα, η ώρα που έφευγε η παλέτα των χρωμάτων από το κουρασμένο χέρι της ζεστής ημέρας και πήγαινε στης νύχτας τα δροσερά τα δάχτυλα, αφήνοντάς την να ζωγραφίσει εκείνη. Ήταν η ώρα που, μαλακωμένα όλα τα φωτεινά της μέρας χρώματα, αρχίζανε να αναμιγνύονται με τα ψυχρά της νύχτας. Ήταν η ώρα που οι ώχρες, τα χάλκινα, τα κεραμιδιά και όλα τα γαιώδη χάναν την έντασή τους για να γυρίσουν όλοι σιγά σιγά στα μοβ, στα βιολετιά και στα μυστηριακά ιώδη» (σελ. 396).

«Τα είχε όμως έτσι κανονισμένα ο Πλάστης, που ευτυχώς, σαν έμπαινε ο Αύγουστος, κάθε πρωί, εκεί γύρω στις δέκα έπιανε μελτεμάκι. Κατέβαινε από τη Λέσβο κι απ' το Αϊβαλί και δροσερό έμπαινε στο μικρό μπουγάζι ανάμεσα Χίο και Αγνούσες, μόλις αγγίζοντας την αγουροξυπνημένη ακόμα θάλασσα με μικρές ξαφνικές ριπές, βγάζοντας την πελώρια υδάτινη μάζα της πρόωρα από το πρωινιάτικο χουζούρι. Περνούσε ακριβώς απάνω της, ίσα να τη θωπεύει, κάνοντας τη λεία και γυαλιστερή επιδερμίδα της ν' ανατριχιάζει ηδονικά. Από μακριά το 'βλεπες να 'ρχεται τούτο το ρίγος που φαινόταν λες και κοπάδια αφρόψαρα σπαθίζανε με μικρές αλεπάλληλες βουτιές το μισοκοιμισμένο ακόμα ράθυμο κορμί της, αντανακλώντας πάνω στα ασημόγκριζα γυαλιστερά τους λέπια τις ακτίνες του αδύναμου ακόμα πρωινού ήλιου. Σαν το 'βλεπες αυτό, ήξερες. Όπου να 'ναι θα δροσίσει» (σελ. 425).

SPOILERS

Με ναυτικό λεξιλόγιο, με ντοπιολαλιά χιώτικη, με τη μαστίχα να ποτίζει κάθε σελίδα του βιβλίου, ξετυλίγεται η ιστορία (κυρίως) του Νικόλα, ανιψιού του καπετάν Ισίδωρου. Το μυθιστόρημα ανοίγει με τη σφαγή της Χίου και το πώς σώθηκε ο ανήλικος τότε Ισίδωρος, ο οποίος φυγαδεύτηκε με τα αδέρφια του στην καθολική Σύρο, που μόλις τότε άρχισε να αναπτύσσεται χάρη στην άφιξη των Χιωτών προσφύγων. Αργότερα ο Ισίδωρος γίνεται καπετάνιος και μαζί του μπαίνει στα καράβια ο Νικόλας. Ρομαντικός και σκληρός, ο Νικόλας ερωτεύεται μια Συριανή, την Ιάσμη, με την οποία ζουν έναν παράφορο έρωτα και ο Νικόλας τα παρατά όλα: σπίτι, καράβια, βιος, μέλλον. Μόνο μετά το θάνατο της Ιάσμης κατά τη διάρκεια του πρώτου της τοκετού επιστρέφει ο Νικόλας σπίτι και αρπάζεται από το εμπόριο της μαστίχας στο οποίο διαπρέπει. Μόνος του υποστηρικτής και συμβουλάτορας η γιαγιά Ροδόκλεια, με την οποία ξεκινάει την καινούργια του ζωή. Με τα χίλια ζόρια παντρεύεται τη Σταματία και φτιάχνει οικογένεια, με αποτέλεσμα το τέλος του μυθιστορήματος να βρίσκει τον εγγονό Νικόλα να έχει φτιάξει τη δική του οικογένεια και να ζει τις τελευταίες στιγμές του ένδοξου καραβοκύρη παππού του, που χάνεται στην ανοιχτή θάλασσα όταν φτάνει το τέλος του πάνω στη βαρκούλα του, την Ιάσμη.

Πάνος Τουρλής