Στα πέρατα της αντοχής

της Χριστίνας Ρούσσου

Τα αδέρφια Νίκος και Αχιλλέας Μακρής που ζουν στη Νάουσα του 1896 ταξιδεύουν στην Αμερική και καταλύουν στη Νέα Υόρκη ενώ ταυτόχρονα η αδερφή τους, Λέγκω, υποκύπτει στο πάθος και το σκάει παραμονές του γάμου της μαζί με τον Τούρκο γείτονά της, φέρνοντας ανυπολόγιστες συμφορές στην οικογένειά της. Τα τρία αδέλφια θα γνωρίσουν διαφορετικές καταστάσεις, θα αλλάξουν, θα ωριμάσουν και θα γνωρίσουν σημαντικούς ανθρώπους με τους οποίους θα ταξιδέψουν μέσα στον χρόνο ενώ ένα μυστικό περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να αποκαλυφθεί.

Η κυρία Χριστίνα Ρούσσου ξεδιπλώνει και πάλι το ταλέντο της να στήνει ρεαλιστικές ιστορίες από το παρελθόν και να τις μπολιάζει με μελετημένα πραγματολογικά στοιχεία που δίνουν αυθεντικότητα στο κείμενο ενώ ταυτόχρονα οι ανατροπές που επιφυλάσσει για τους ήρωές της δημιουργούν αγωνία και αντιφατικά συναισθήματα. Ουσιαστικά, πρόκειται για τις ζωές των αδελφών Μακρή, οι οποίες φωτίζονται αποσπασματικά, σα να διάλεξε η συγγραφέας τις σημαντικότερες πτυχές και να τις ενέταξε στο απαραίτητο ιστορικό πλαίσιο ενώ οι χαρακτήρες που έφερε στο διάβα τους φωτίζουν διαφορετικές χρονικές περιόδους και τόπους.  

Θα μείνω κυρίως σε τρεις συμπρωταγωνιστές, τον Αντώνη Γκούση, τη μαντάμ Ζανέτ και τη Λωρέτα Γεωργάτου, των οποίων τον ρόλο δε θ’ αποκαλύψω, ακριβώς για ν’ αφήσω τον αναγνώστη να μάθει μόνος του τι συνέβη και πώς συνδέθηκαν με τον βασικό κορμό του μυθιστορήματος. Ο Αντώνης Γκούσης γεννήθηκε στα Βοδενά (σημερινή Έδεσσα) και σπούδασε στη Βιέννη, στον κύκλο της αριστοκρατίας όπου διέπρεπε η Αορίκα Ζιώππα που γνωρίσαμε στο προηγούμενο βιβλίο, την «Ντουλμπέρα». Με αφορμή τη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα πριν συνεχίσει την ιατρική στην Αμερική, καταγράφονται τα αιματηρά γεγονότα του ξεσηκωμού και οι βουλγαρικές ωμότητες και βλέψεις λίγα χρόνια πριν ενσωματωθεί η ταλαίπωρη αυτή γη στην Ελλάδα. Εδώ υπάρχει κι ένα δίλημμα: διαθέτεις τα χρήματα στον αγώνα αλλά δεν πολεμάς ο ίδιος, είναι αυτό ηθικά και πρακτικά σωστό ή όχι;

Μέσω της μαντάμ Ζανέτ γνώρισα την αστική Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα, έμαθα για τα Ορεστειακά και γενικότερα το γλωσσικό ζήτημα της εποχής, ενώ σε μια επίσκεψή της σε αλογοπάζαρο καταγράφονται οι ανθυγιεινές συνθήκες διαμονής στο Γκαζοχώρι και τον Βοτανικό. Η συναρπαστική αυτή γυναίκα ήταν μια φιλελεύθερη Γαλλίδα, πλούσια φιλελληνίδα, με σημαντική περιουσία κοντά στον Λίγηρα, με μεγάλη μόρφωση και ευρύνους, θεατρόφιλη, με προσωπικό φιλολογικό σαλόνι, όπου συγκεντρωνόταν όλη η αφρόκρεμα της εποχής και της πόλης. Ακμαία και πανέξυπνη ως το τέλος του βιβλίου, αντιπροσώπευε την πρόοδο της χώρας και των κατοίκων που άρχιζαν να ξεφεύγουν από παράλογα ήθη και έθιμα, να βγαίνουν από το καβούκι τους και ν’ αναπτύσσουν δίψα για μάθηση και πρωτόφαντες δεξιότητες στο κοινωνικό σύνολο και στον προσωπικό τους ελεύθερο χρόνο. Το αντίθετό της, η σχεδόν μάγισσα Λυμπιάδα, που επίσης ζούσε στη Νάουσα, ήταν ένα εξισορροπημένο αντίβαρο, μιας και εκμεταλλευόταν την ευπιστία των συγχωριανών της για να τους τρώει λεφτά πλασάροντας μαντζούνια για ίαση και «δέσιμο». Η περιουσία της ήταν αμύθητη, το μυαλό της τετραπέρατο, η ψυχή της σκοτεινή και το τέλος της ιστορίας της δίκαιο.

Το ωραιότερο κομμάτι του μυθιστορήματος κατ’ εμέ ήταν η ζωή της Λωρέτας Γεωργάτου, επιφανούς μέλους της ζακυνθινής κοινωνίας, μεγαλωμένης στα πούπουλα, που δυστυχώς από τη μια στιγμή στην άλλη σχεδόν βρέθηκε στον δρόμο, μ’ έναν πάμπλουτο άντρα να έχει αγοράσει νόμιμα την περιουσία της. Αυτός ο άντρας όμως την αγάπησε παράφορα και την παντρεύτηκε με αντάλλαγμα να της δώσει πίσω τα σπίτια και τα κτήματα. Από κείνη τη στιγμή, η καθημερινότητα της Λωρέτας, χάρη στη μάντσια (=φάρσα) που της σκάρωσε ο σύζυγός της και στην υπέροχη γραφή της κυρίας Ρούσσου ήταν γεμάτη τραγελαφικά περιστατικά που στόχο είχαν να κάμψουν την ψευτοπερηφάνια της και να της δείξουν την πραγματική αξία ενός ανθρώπου. Διασκεδαστικά γεγονότα ζωντάνεψαν μπροστά μου μια γυναίκα που από στρίγγλα μεταμορφώθηκε έξυπνα σε αρνάκι και ευρηματικές ιδέες τη λύγισαν και την προσγείωσαν, την ταπείνωσαν και την έκαναν χρήσιμη στο νοικοκυριό και στο ευρύτερο πλαίσιο ενός γάμου.

Αυτούς και άλλους ανθρώπους γνώρισαν ο Αχιλλέας, ο Νίκος και η Λέγκω, τρεις άνθρωποι που βάδισαν σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια της τύχης και του πεπρωμένου. Γεμάτοι ελπίδες, αμφιβολίες αλλά και λαχταρώντας τον επαναπατρισμό που προσδοκούν όλοι οι μετανάστες, αρχίζουν να στεριώνουν, να επηρεάζονται, να φτιάχνουν τη δικής τους μικρή ή μεγάλη περιουσία, να μορφώνονται, να γίνονται μεγάλοι και τρανοί. Συγκινητικές και άκρως ρεαλιστικές οι συνθήκες αποχωρισμού λόγω της αποδημίας αλλά και της επιστροφής στον γενέθλιο τόπο. Μπήκα τόσο πολύ στο μυθιστόρημα που κάποιες φορές δάκρυσα από το συναίσθημα που πήγαζε κατά τόπους.

Η συγγραφέας, όπως προανέφερα, δούλεψε πολύ πάνω στο ιστορικό και το τοπικό υπόβαθρο. Οι ντοπιολαλιές της Νάουσας και της Έδεσσας (βαριά, τραχιά και δύσκολη, λεγόταν «ντόπικα» και ήταν τούρκικο λεξιλόγιο ανάμικτο με ελληνικό) και της Ζακύνθου (γάργαρη, κελαρυστή, ρέουσα, διασκεδαστική) έδιναν το απαραίτητο ηχόχρωμα και με ταξίδευαν από τα ψηλά βουνά στις παραθαλάσσιες πόλεις, από τους βασανισμένους και ταλαιπωρημένους χωριάτες στους ευφυείς, κουτοπόνηρους, καλοζωισμένους νησιώτες (γέλασα πολύ με την περίπτωση του Τσοράιλ, όπως αποκαλούσαν τους μετανάστες από την έκφραση «it’s alright»).

Πρόσεξα επίσης πως δεν εντάχθηκαν οι χαρακτήρες στα ιστορικά γεγονότα αλλά τα γεγονότα στις ζωές τους. Ήταν σα να πραγματοποιήθηκαν αυτά χωρίς τη συμμετοχή τους αν και τους επηρέασαν και τους άλλαξαν, πιο πολύ σα να υπάκουσαν σ’ ένα επιμύθιο για να βελτιώσουν τη δική τους ζωή. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, μιας και η αφήγηση κρατάει ως το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, οπότε περαιτέρω ανατροπές και αναλυτική έκταση γεγονότων που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε θα κούραζε και θ’ αποδυνάμωνε το ήδη σωστά και με μέτρο ρέον κείμενο. Τέλος, όπως στην «Ντουλμπέρα», έτσι κι εδώ έχουμε σύντομες και προσεκτικά διαλεγμένες εξελίξεις που προχωράνε τη δράση και την Ιστορία παρακάτω, φέρνοντας νέα πρόσωπα στο προσκήνιο και χωρίς να φαίνεται αν όλο αυτό θα καταλήξει κάπου. Ευτυχώς όμως η συγγραφέας σταμάτησε εγκαίρως και δεν παρασύρθηκε από τους χαρακτήρες της, όπως έκανε στο προηγούμενο βιβλίο, ενώ δύο σοβαρά μυστικά που ήρθαν σωστά στο προσκήνιο ένωσαν και τα τελευταία κομμάτια του παζλ. Έτσι, το κείμενο ολοκληρώθηκε πριν κουράσει και αποπροσανατολίσει τον αναγνώστη.

Το μυθιστόρημα «Στα πέρατα της αντοχής» είναι ένα χρονικό των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όπου τρία αδέλφια ζουν την πίκρα του ξενιτεμού, του μισεμού και της συναισθηματικής μοναξιάς αλλά καταφέρνουν να χαράξουν τη δική τους πορεία στη ζωή και να παραμείνουν πιστοί στα αρχικά τους ιδεώδη. Εκπλήξεις και ανατροπές ανανεώνουν τακτικά το ενδιαφέρον, νέοι πρωταγωνιστές εμφανίζονται δημιουργώντας καινούργιες περιπέτειες και καταστάσεις κι όλα οδεύουν σ’ ένα λυτρωτικό και αίσιο τέλος.

Πάνος Τουρλής