Στα μονοπάτια της Κριμαίας

της Εύης Ρούτουλα

Η Ξένια Φιοντόρεβνα Μιχαλκόβα έρχεται στην Αθήνα για να βρει τον Κώστα Μιχαηλίδη και να του μιλήσει για έναν συνονόματό του υπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού. Τι συνδέει αυτούς τους δύο άντρες και γιατί η Ξένια άφησε τις υποχρεώσεις και την οικογένειά της για να έρθει στην Ελλάδα; Ποιος είναι ο ρόλος της στην ιστορία που θα αφηγηθεί στον Κώστα;

Η Εύη Ρούτουλα επιστρέφει με ένα συγκινητικό, ανθρώπινο και πασιφιστικό μυθιστόρημα που καταγράφει την άγνωστη σε πολλούς συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Κριμαίας το 1919, όπου οι γαλλικές δυνάμεις, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, έφτασαν στην Ουκρανία για να σώσουν τους κατοίκους της από τον κίνδυνο του Κόκκινου Στρατού και την προπαγάνδα του μπολσεβικισμού. Η κίνηση αυτή ήταν εξαρχής αποτυχημένη, κάτι που φάνηκε με την ισχυρή πολεμική θέση των μπολσεβίκων και με τη φαυλότητα με την οποία φέρονταν τα γαλλικά στρατεύματα στα ελληνικά, κι έτσι, με την κυριάρχηση του Κόκκινου Στρατού, ο ελληνογενής πληθυσμός της περιοχής υπέστη εκδιώξεις και αντίποινα ενώ ο ελληνικός στρατός, μετά από απηνή καταδίωξη, επέστρεψε στην Οδησσό κι από κει μετέβη στο μικρασιατικό μέτωπο.

Όλη αυτή η ατμόσφαιρα, οι σκέψεις, οι θέσεις, οι στάσεις ξεδιπλώνονται στρωτά και συμπυκνωμένα μέσα από διάφορα περιστατικά που αναπαριστούν όλες τις πλευρές υπέρ ή κατά της εκστρατείας αυτής, με πληροφορίες για ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα που δε βαραίνουν το κείμενο και σχεδόν πλήρη καταγραφή των επιχειρήσεων, με το μέτωπο της Χερσώνας να λαμβάνει μεγαλύτερη έκταση, δίνοντας έτσι το περιθώριο στους χαρακτήρες του μυθιστορήματος να εμφανιστούν πιο ολοκληρωμένοι, μιας και το αποτυχημένο τέλος θα τους αναγκάσει να προβούν σε πράξεις γενναιότητας ή και μεταμέλειας. Η συγγραφέας καταφέρνει με εύληπτο τρόπο να παραθέσει όλα τα σημαντικά κοινωνικά, ιστορικά και οικονομικά γεγονότα που οδήγησαν στον σχηματισμό των χωρών στις αρχές του 20ού αιώνα, να δείξει τις γενεσιουργούς αιτίες του σοσιαλισμού και του ΣΕΚΕ, κι όλα αυτά εντάχθηκαν ομαλά και αβίαστα στην καθαυτή πλοκή, δίνοντάς της ρεαλισμό και σημαντική ώθηση.

Με διαρκή πρωθύστερα ταξιδεύουμε στη Θεσσαλονίκη του 1919 και απολαμβάνουμε την ιστορία να ξεδιπλώνεται μόνη της μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών της, του γιατρού Μενέλαου Παρασκευόπουλου και του υπολοχαγού Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Η συγγραφέας, όπως προείπα, ζωντανεύει με συναρπαστικό τρόπο την εποχή και τις συνθήκες ενώ η εκστρατεία στην Οδησσό καταγράφεται σε όλη της την έκταση, με τα μειονεκτήματα που είχε μια τέτοια κίνηση και με τις ελπίδες του Ελευθερίου Βενιζέλου για βοήθεια των Συμμάχων ως προς τις αλύτρωτες πατρίδες αν ενισχύαμε τους Γάλλους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο Μιχαηλίδης έχει παρασυρθεί από τη Μεγάλη Ιδέα, ονειρεύεται τους διαχρονικά ελληνικούς τόπους που θα πάρουμε πίσω ενώ ο σκεπτικιστής Παρασκευόπουλος ξέρει τα χρέη της Ελλάδας, γνωρίζει το κόστος που έχει ήδη πληρώσει αυτή η χώρα και στο κοντινό μέλλον θα πληρώσει ακόμη περισσότερο μα πάνω απ’ όλα επιμένει πως η σημερινή Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με τη βυζαντινή και την αρχαία, με εδάφη χαμένα από αιώνες. «Πόσο ουτοπικό είναι να πιστεύει κανείς ότι οι δικοί μας φαντάροι θα ελευθερώσουν τη Ρωσία από τους ίδιους τους Ρώσους» (σελ. 117); Κι όλα αυτά σε μια εποχή που αν έλεγες τη γνώμη σου, αυτόματα εντασσόσουν στη μία ή την άλλη πλευρά: «Γιατί πρέπει να χαρακτηριστώ κάπως; Είτε έτσι είτε αλλιώς; Δεν είμαι υπέρ της επέμβασης του ελληνικού στρατού στη Ρωσία, αυτομάτως σημαίνει ότι είμαι Μπολσεβίκος! Δεν είμαι υπέρ της επέκτασης των ορίων αυτής της πατρίδας, είμαι βασιλικός» (σελ. 119)!

Η φιλία των δύο αντρών, παρ’ όλο που σκέφτονται εντελώς διαφορετικά και όσο πλησιάζουμε προς το τέλος θα απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο, έχει γερές βάσεις και οι αντιδικίες τους παρουσιάζουν ακριβοδίκαια μεν την κατάσταση, δεν επηρεάζουν όμως τα συναισθήματα που έχει ο ένας για τον άλλον. Η γραφή της Εύης Ρούτουλα με βοήθησε να καταλάβω πλήρως το κοινωνικό, οικονομικό, διπλωματικό και ιστορικό υπόβαθρο της εποχής και του τόπου, χωρίς να βαρεθώ ούτε στιγμή, αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο ενέταξε στην πλοκή της όλα αυτά τα γεγονότα με τράβηξε να διαβάσω το μυθιστόρημα με μια ανάσα σχεδόν.

Με την εκστρατεία στην Οδησσό, τη μάχη της Χερσώνας, την άτακτη φυγή των συμμαχικών στρατευμάτων λόγω του Κόκκινου Στρατού και τις περιπέτειες που ζει το τάγμα του Μενέλαου έχουμε καταιγιστική δράση που αμβλύνεται από την ισορροπημένη στάση της συγγραφέως απέναντι στην επέμβαση της Ελλάδας σ’ έναν πόλεμο που ουσιαστικά ήταν εμφύλιος. Διάφορα περιστατικά ανθρωπιάς και ηρωισμού, προδοσίας και ανταρτοπόλεμου δείχνουν παραστατικά, εκτός από το άτοπο της ελληνικής επέμβασης και τον τρόπο με τον οποίο κοροϊδευτικά χρησιμοποίησαν οι Γάλλοι τους στρατιώτες μας, το τέλος εποχής της τσαρικής Ρωσίας και τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, κάτι που είχε ποικίλο αντίκτυπο στις οικογένειες των κατοίκων. Δόθηκε μέσα από διάφορα ευρήματα το πόσο έντονη ήταν η προπαγάνδα από τους μπολσεβίκους, με αποτέλεσμα αρκετοί στρατιώτες να αυτομολούν, παρασυρμένοι από την ιδεολογία τους.

Από την άλλη, η Οδησσός και η φιλελληνική στάση της Ρωσίας, από τα οφέλη της Μεγάλης Αικατερίνης ως την παρουσία του Καποδίστρια, ξεδιπλώνονται με αφορμή μια ξενάγηση των δύο αντρών στην πόλη και οι άφθονες πληροφορίες για την παρουσία και τον ρόλο του ελληνικού στοιχείου, που ουσιαστικά άνθισε χάρη στη μεγαλύτερη τσαρίνα όλων των εποχών, δίνονται εξίσου γλαφυρά και με πολλές πληροφορίες: «Η Οδησσός δεν ήταν πλέον το στρατηγείο των μαχών αλλά μια πολιτισμική όαση» (σελ. 160), παραδέχεται ο Μιχαηλίδης. Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Αλεξάντρ Πούσκιν, Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο, Ιωάννης Καποδίστριας συγκεντρώνονται και ενώνονται κάτω από το δυνατό φως του πολιτισμού, δημιουργώντας μια πραγματική όαση στην καρδιά της Ρωσίας.

Αυτή η τεράστια χώρα, που ενώθηκε και διαλύθηκε ξανά, σήμερα πώς ζει, πώς κινείται, πώς αναπτύσσεται; Η επαφή της Ξένιας με τον Κώστα φέρνει το μυθιστόρημα στο σήμερα (2015) και μας γνωρίζει μια διαφορετική χώρα, χωρίς τη σκιά του κομμουνισμού αλλά όχι χωρίς προβλήματα. Οι συζητήσεις της Ξένιας με τον άγνωστό της, αρχικά, άντρα, μου σύστησαν τη Ρωσία της περεστρόικα και της πτώσης του σοσιαλισμού. Με μεγάλο ενδιαφέρον διάβασα για τις πραγματικές συνέπειες αυτής της ριζοσπαστικής πολιτικής του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ στον απλό λαό και στην περιουσία του κράτους, κάτι που με γέμισε σκέψεις στην απόλυτη ιδιωτικοποίηση των πάντων, αν ποτέ συμβεί αυτό στο ελληνικό κράτος. Τα επιχειρήματα συγκροτούν ενδιαφέρουσες απόψεις και συνολικά μεστές εικόνες γύρω από τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα ακόμη και της εγγύτερης σ’ εμάς εποχής. Πόσο γλαφυρά δόθηκε επίσης η Ρωσία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, αφότου έκανε μόδα οτιδήποτε προερχόταν από την Αμερική με τάσεις που υπήρχαν την ξένοιαστη δεκαετία του 1950, σε μια χώρα που τώρα τα πάντα είχαν αλλάξει στις συνήθειες και την καθημερινότητά της, Τώρα, η Ρωσία τα καλοδεχόταν όλα αυτά, έστω κι αργά. Οι επιχορηγήσεις εξακολουθούσαν φυσικά να πηγαίνουν στις τσέπες των πλουσίων αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα.

Ποιοι είναι όμως οι δύο χαρακτήρες που ενώνουν το χτες με το σήμερα; Η Ξένια είναι σύζυγος του Μπόρις και μητέρα του πνευματικά καθυστερημένου Πιοτρ και της ατίθασης Όλγας, στην οποία έριξαν όλο το βάρος της ανατροφής, αγνοώντας τον αδελφό της. Την έπνιξαν, την πίεσαν, τη μεγάλωσαν σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα κι επιθυμίες και υφίστανται αυτές τις συνέπειες. Ένα αναπάντεχο γεγονός στη ζωή της θα την οδηγήσει στην απόφαση να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Στον αντίποδα, έχουμε τον Κώστα Μιχαηλίδη, παντρεμένο με την Κούλα, έχουν μια κόρη, την τετράχρονη Άννα και είναι άνεργοι μετά την οικονομική κρίση της Ελλάδας των αρχών του 21ου αιώνα. Μέσα από την καθημερινότητά τους καταγράφονται οι δύσκολες στιγμές ενός ζευγαριού στη σημερινή εποχή, θύματα της καταστρατήγησης και της καταπάτησης τους εργατικού δικαίου από κεφαλαιούχους που συνέχιζαν να πλουταίνουν. Ειδικά η σύγκριση με το προσφυγικό κύμα του 1922 και τα δύσκολα χρόνια του 1950 όπου η μετανάστευση αυξήθηκε, απότοκα όλα πολέμων και σημαντικών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, δείχνει τον φόβο για τη σημερινή κατάσταση, όπου και πάλι οι νέοι της χώρας μας φεύγουν μαζικά σχεδόν. Η σχέση μεταξύ τους αποδίδεται ακριβοδίκαια. Ο Κώστας δε θέλει να εργάζεται η γυναίκα του, νιώθει αυτάρκης και ικανός να τους στηρίξει εκείνος αλλά μετά την απόλυσή του οι ισορροπίες άλλαξαν και η γυναίκα του αφοσιώθηκε στην κομμωτική. Το γυαλί άρχισε να ραγίζει σιγά σιγά. Μέσα σ’ όλ’ αυτά, έρχεται η Ξένια με μια δυνατή αποκάλυψη να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του.

Με πόσο γλυκό και τρυφερό τρόπο δένει το παρελθόν με το παρόν μέσα από τις ιστορίες της Ξένιας και του Κώστα, οι οποίοι ταξιδεύουν μέσα από το δικό του παρελθόν ο καθένας και συστήνουν την κουλτούρα και τα σημαντικά μνημεία των πατρίδων τους ο ένας στον άλλον! Είναι μια ευπρόσδεκτη παρένθεση στις ανούσιες, τυπικές και δύσκολες καθημερινότητές τους όλο αυτό κι ίσως κάποιες αποφάσεις τούς φέρουν αντιμέτωπους με ηθικά διλήμματα και θάρρος. Παρ’ όλο που η σημερινή ιστορία αποδίδεται εξίσου μεστά με του παρελθόντος, ας μου επιτραπεί μια παρατήρηση: παρ’ όλο που είμαστε στο 2015, η επιλογή του ονόματος «Κούλα» σε συνδυασμό με το επάγγελμα της κομμωτικής και η όλη στάση του Κώστα απέναντι στην οικογένειά του (είναι ο άντρας που θα τη συντηρεί μόνος του, η γυναίκα δεν πρέπει να εργάζεται κλπ.) είναι στερεότυπα που τα βρίσκουμε κυρίως σε μυθιστορήματα που διαδραματίζονται τη δεκαετία του 1960 και νωρίτερα, όχι στο σήμερα. Αν δεν κάνω λάθος, οι περισσότεροι άντρες της εποχής μας όχι μόνο δεν παίρνουν τις ευθύνες μιας οικογένειας στα χέρια τους, αλλά προσπαθούν να αποφύγουν να αναλάβουν και τα ηνία της δικής τους ζωής. Δυστυχώς, αυτή η παρελθοντολογική ματιά χάνει σημαντικό βάρος στην όλη εξέλιξη, σε συνδυασμό μάλιστα με τα στάδια της γνωριμίας μεταξύ Ξένιας και Κώστα που γίνεται φιλία και που δε με έπεισε ως προς την αληθοφάνειά της. Αυτές οι ήσσονος σημασίας παρατηρήσεις δε μειώνουν φυσικά την αξία και τη σημασία του συναρπαστικού αυτού ιστορικού και κοινωνικού μυθιστορήματος.

«Στα μονοπάτια της Κριμαίας» μας ξεναγεί η Εύη Ρούτουλα και ξετυλίγει με ικανότητα και ισορροπία την επέμβαση της Ελλάδας στο εσωτερικό της Ουκρανίας, τις μαύρες σελίδες των μαχών του πολέμου και τις φωτεινές του έρωτα, τις δύσκολες στιγμές της ήττας από τον θάνατο ενώ με τον ίδιο στρωτό τρόπο μας φέρνει στο σήμερα, στη Ρωσία του καπιταλισμού που προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της από τα πρόσφατα δεινά. Στις σελίδες του βιβλίου γνώρισα ήρωες και δειλούς, εισβολείς και αντάρτες, αγάπη και μίσος, αίμα και γέλιο και κατάλαβα πως σε κάθε περίπτωση πρέπει να μελετάς εξονυχιστικά και τις δύο πλευρές αν θες να έχεις πλήρη εικόνα και να παίρνεις θέση απέναντι στα γεγονότα. Ο πίνακας στο εξώφυλλο είναι της Γεωργίας Χάιτα, που υπήρξε και η πρώτη αναγνώστρια του κειμένου, όπως αναφέρει η συγγραφέας στις Ευχαριστίες.

Πάνος Τουρλής