Σκισμένο ψαθάκι

της Αλκυόνης Παπαδάκη

Με αφορμή την κηδεία της γιαγιάς Ροζαλίας Βαρβέρη, γνωρίζουμε την οικογένεια της συνονόματής της εγγονής, μιας κοπέλας αντιδραστικής, επαναστατικής, ασυμβίβαστης. Τι την ανάγκασε να γυρίσει την πλάτη της σε όλους; Πώς γνωρίστηκαν οι γονείς της; Πώς μεγάλωσε ο πατέρας της; Πόσο δύσκολες ήταν οι συνθήκες στην οικογένεια της γιαγιάς Ρόζυ; Πόσο εύκολο είναι να ράψεις το σκισμένο ψαθάκι της ψυχής σου όταν βρίσκεις μόνο ρετάλια;

Την κυρία Αλκυόνη Παπαδάκη τη διαβάζω από το πρώτο της μυθιστόρημα και τώρα, με αφορμή τις επανεκδόσεις των έργων της από τη Διόπτρα, ήρθε η ώρα να το κάνω πιο συστηματικά. Ξεκίνησα λοιπόν με το συγκεκριμένο βιβλίο που με είχε συγκλονίσει όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1993 και «δυστυχώς» ακόμη με πονάει η ιστορία που αφηγείται. Δεν είναι εύκολο το σύμπαν της αγαπημένης μου συγγραφέως, έχει ανήφορο, ταλαιπωρίες, αρνητικούς χαρακτήρες, δυσκολίες κι όλα αυτά αντιπαλεύουν με την αισιοδοξία, τη δύναμη, την αυτοπεποίθηση. Μαγικό και λεξιπλαστικό το σύμπαν της συγγραφέως, όπου κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι να ταξιδέψω, να κλάψω, να παρασυρθώ, να γνωρίσω ανθρώπους που πνίγουν τα βλαστάρια και τους διψασμένους βολβούς εν τη γενέσει τους. Συντροφιά με λυρικότατο λόγο, άρτιες παρομοιώσεις, αναπάντεχες μεταφορές, κάθε της βιβλίο είναι κι ένα διαφορετικό ταξίδι γεμάτο ολοκληρωμένους χαρακτήρες, συγκρούσεις, διαχρονικά μηνύματα. Έτσι κι εδώ, με την οικογένεια Βαρβέρη.

Το μυθιστόρημα, παρ’ όλο που ξεκινάει φωτίζοντας πλήρως την εγγονή Ροζαλία, ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια που δημιούργησαν η γιαγιά και ο παππούς της. Δεν πρόκειται για αγίους αλλά για δαίμονες που, νομίζοντας πως κάνουν καλό με την εκάστοτε συμπεριφορά τους, καταστρέφουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Καταγράφονται επαρκώς οι κακές σχέσεις μεταξύ των μελών, τις οποίες η αντιπαροχή ενός οικοπέδου έκανε χειρότερες. Πάνω από το νεκροκρέβατο της Ροζαλίας τσακώνονται παιδιά κυρίως μα κι εγγόνια για το ποιος την περιποιήθηκε περισσότερο κι αμφισβητεί ο ένας την ανιδιοτέλεια του άλλου, κατηγορώντας τον ότι είχε στόχο να πείσει τον παππού για την αληθινή του αγάπη και να καρπωθεί ακίνητα, χρήματα, κοσμήματα, τιμαλφή. Η γιαγιά Ροζαλία λοιπόν έφυγε από τη Μήλο για να γίνει υπηρέτρια στην Αθήνα. Είναι μια γυναίκα μεγαλομανής, που παγιδεύτηκε στην ανατροφή των παιδιών της μ’ έναν σύζυγο μπεκρή και γυναικά και καταγράφονται ανάγλυφα οι δύσκολες στιγμές των παιδιών που θα τα στιγματίσουν για πάντα όταν μεγαλώσουν. Ένα ασταθές, τοξικότατο περιβάλλον γεμάτο φωνές και βία θα τους σημαδέψει για πάντα. Κι η Ροζαλία να γεμίζει μίσος και μένος με όσα της τυχαίνουν, να μεταμορφώνεται σε τέρας απόλυτα χειριστικό, να γίνεται άξεστη, γκρινιάρα: «Ώσπου κατάφερε σιγά σιγά να γεμίσει την ψυχή των παιδιών της με χοντρά σπυριά. Κάτι σαν ευλογιά. Και ξύνονταν και γδέρνονταν σ’ όλη τους τη ζωή κι άκρη δεν έβρισκαν ποτέ» (σελ. 57-58). Η συγγραφέας σκορπάει τις βρισιές και τις κατάρες αβέρτα, με αποτέλεσμα η ψυχή να μαυρίζει σε κάθε σελίδα και να μη βρίσκω πουθενά διέξοδο για κανέναν τους. Οι φωνές, η υστεροβουλία, οι υπολογισμοί της Ροζαλίας να κόβουν την ανάσα και να συναγωνίζονται σε ένταση αυτές της Εκάβης από το «Τρίτο στεφάνι».

Η Ροζαλία λοιπόν, παντρεμένη με τον Θόδωρο, απέκτησε τον Ζώη, ή Γκρανκάσα όπως τον αποκαλεί η κόρη του, Ρόζυ, τον Φωκίωνα ή Φούκο, την Κλειώ ή Κλοκλό και τα στίγματα της οικογένειας: τον Λεωνίδα που στράφηκε στα ναρκωτικά και τον παραπληγικό Κρίνο. Απιστίες, εκβιασμοί, λεκτική, ψυχική και σωματική κακοποίηση δημιουργούν ένα περιβάλλον από το οποίο κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει, γι’ αυτό δεν είναι τυχαίες οι επιλογές των αγοριών στη μετέπειτα πορεία τους. Νύφες που πέρασαν από οικονομικό και ηθικό έλεγχο και φυσικά δεν εγκρίθηκαν αλλά είναι γυναίκες που αλλιώς εμφανίστηκαν κι αλλιώς εξελίχθηκαν, με αποτέλεσμα η οικογένεια να εμπλουτίζεται με νέα μέλη αλλά και με νέες μηχανορραφίες, προσβολές, φαγωμάρες. Η Γιασεμή, η Ελπίδα αλλά και ο Παύλος δεν είναι και τα καλύτερα μπουμπούκια κι έτσι προσθέτουν τους δικούς τους κόκκους στο κομποσκοίνι του οικογενειακού αναθέματος. Με αφορμή την κηδεία της Ροζαλίας και με συνεχή πρωθύστερα γνωρίζουμε όλο και περισσότερο αυτούς τους ανθρώπους, την εξέλιξή τους, τα σχέδιά τους, τις αναποδιές τους. Κι ανάμεσα στα δικά τους βιώματα παρεισφρέει το ημερολόγιο της Ρόζυ «που γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα». Η κοπέλα δεν έχει καλό λόγο για κανένα, τους θεωρεί όλους παραδόπιστους, παρτάκηδες, εγωιστές, την ίδια την κηδεία τη χαρακτηρίζει «παρτούζα σπαραγμού»! «Είναι από σέρτικο χαρμάνι. Δεν φουμάρεται εύκολα» (σελ. 21). Αξίζει άραγε σαν άνθρωπος, όπως μας αφήνει να κρυφοκοιτάξουμε κάτω από τις χιλιάδες στρώσεις αποστασιοποίησης και ψυχρότητας με τις οποίες περιτυλίγεται; Θέλει χρόνο και κόπο μια τέτοια έρευνα. «Μπορεί να είμαι μια δειλή, μια φευγάτη, μια επικίνδυνη Ρόζυ. Αλλά χαίρομαι αφάνταστα που κάποιος μ’ έσπειρε σ’ αυτή τη γη» (σελ. 51). «Ευτυχώς δηλαδή που ξέχασα την πόρτα της ψυχής μου ανοιχτή. Κι ύστερα από τόσους αέρηδες και τόσες βροχές, σκούριασε πια. Πρήστηκε. Και να θέλω; Δεν μπορώ τώρα να την κλείσω» (σελ. 140).

Με απαράμιλλη τέχνη, με το οικείο λογοτεχνικό της ύφος, η κυρία Αλκυόνη Παπαδάκη φέρνει έτσι την πλοκή που τελικά βγαίνουν στο φως ο ναρκομανής Λεωνίδας, με το σκισμένο ψαθάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του («Μια ψηλή, αέρινη φιγούρα, με την πλάτη ελαφρά γερτή, σαν να κουβαλούσε στον ώμο του ένα πανέρι πίκρα», σελ. 153) και ο παραπληγικός Κρίνος, με το σκισμένο ψαθάκι της ψυχής του. Γύρω τους συμβαίνουν σημεία και τέρατα κι εκείνοι, ο μεν Λεωνίδας αγωνίζεται με λάθος τρόπο να φύγει μακριά τους ή / και να τραβήξει την προσοχή τους, ο δε Κρίνος, μια σκιά στον τοίχο, μια αδιάφορη για την οικογένειά του παρένθεση, ένα βάρος, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να καταλάβει ποιος και πώς θα επιζήσει από όλο αυτό το τσίρκο, γιατί αν πεθάνουν οι γονείς του δε θα τον φροντίσει κανείς. Και οι δύο είναι άνθρωποι που φορτώθηκαν τα κρίματα των γονιών τους και τους ακολουθούμε σε μια πορεία, της οποίας το τέρμα ίσως το φανταζόμαστε αλλά η πλοκή ξεπερνάει κάθε φαντασία και το δάκρυ έρχεται ακάλεστο να με συντροφέψει όσο ο Λεωνίδας γίνεται σκιά του εαυτού του κι όσο ο Κρίνος βλέπει να μένει μόνος. Ρεαλιστικές περιγραφές που με ανατρίχιασαν φωτογραφίζουν δύο διαφορετικές μορφές μοναξιάς από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.

Το «Σκισμένο ψαθάκι» είναι ένα δυνατό και σκληρό μα και τρυφερό συνάμα μυθιστόρημα, αφιερωμένο στις συνέπειες της λεκτικής και της σωματικής βίας στους στενούς κύκλους μιας οικογένειας. Σκληροί και κακοί αντιήρωες δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, με την εγγονή Ρόζυ να ακροβατεί ανάμεσα στην αδιαφορία και τη φροντίδα των ανήμπορων. Λυρικές προτάσεις με ψαγμένες παρομοιώσεις και μεταφορές («Τα μάτια του μύριζαν βροχή», σελ. 115), αμεσότητα, λόγος που ρέει, κείμενο που κυλάει γάργαρο και δεν καταλαβαίνεις πότε φτάνεις στο τέλος του και ξαναρχίζεις από την αρχή, σχεδόν προφορικός λόγος, με λαϊκές εκφράσεις και ιδιωματισμούς που χρωματίζουν τους διαλόγους, διαχρονικά νοήματα («Οι πλείστοι των ανθρώπων δεν έχουν στην ψυχή τους κατιτί το ωραίο. Σκατόλακκους κουβαλούν», σελ. 105) και μια υφέρπουσα αισιοδοξία που δίνεται με πρωτότυπο και ξεχωριστό τρόπο είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά ενός μυθιστορήματος που με συγκλόνισε, με ταρακούνησε και μου σύστησε ανθρώπους που πραγματικά δε θα ήθελα με τίποτα να γνωρίσω. Αξέχαστοι θα μου μείνουν οι ομηρικοί καβγάδες, οι εκβιασμοί, ο παρατημένος και φοβισμένος και λερωμένος Κρίνος, ο ευτελής πλέον Λεωνίδας με το βρώμικο ψαθάκι μα και η Ρόζυ που αγωνίζεται να κρατήσει τις ισορροπίες, να βρει το λάθος και να το διορθώσει, χωρίς όμως να προσπαθήσει πολύ γιατί θέλει πάνω απ’ όλα να προστατέψει τον εαυτό της, έχοντας ήδη βιώσει δύσκολες καταστάσεις. «Άλλο πράμα ο άνθρωπός σου…Αυτό, ρε, το τρίψε ξύσε της ζωής. Ασήκωτη είναι η ρουφιάνα η μαγκουφιά» (σελ. 219). Πάω να το ξαναδιαβάσω…

Πάνος Τουρλής