Πορφυρό ποτάμι

της Σόφης Θεοδωρίδου

Κάθε βιβλίο της κυρίας Θεοδωρίδου είναι και μια μέθεξη, ένα ταξίδι σε έναν κόσμο που δε θες να τελειώσει ποτέ, δε θες να αντικρίσεις το λιμάνι «Τέλος», θες να ταξιδεύεις αενάως, με το πλήρωμα των λέξεων να κουμαντάρει γερά, σφιχτά και έμπειρα το πλοίο στο οποίο επιβιβάστηκες. Θες να αντικρίζεις τη θάλασσα των συναισθημάτων, πότε φουρτουνιασμένη και πότε ήρεμη, γαλήνια, θες να σε συντροφεύουν τα δελφίνια των ξένοιαστων στιγμών, δέχεσαι ακόμη και τις ξαφνικές καλοκαιρινές μπόρες των ανατροπών. Αρκεί να μείνεις για πάντα σε αυτό το πλοίο. Έτσι και στο νέο της μυθιστόρημα, η κυρία Θεοδωρίδου κεντάει έναν αριστοτεχνικό καμβά, ένα προσεγμένο και φροντισμένο λεπτοδουλεμένο ιτσλί, που για άλλη μια φορά χρησιμοποιεί μια τραγική, δύσκολη, πολυεπίπεδη ιστορία για να γεμίσει τον αναγνώστη με πολλά διαχρονικά και καίρια μηνύματα(τα καλά της ειρήνης, την αδελφοσύνη που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των λαών, την υπομονή και την εγκαρτέρηση στα χτυπήματα της μοίρας, την αγάπη της μάνας και πόσα δεινά είναι σε θέση να δεχτεί για χάρη των παιδιών) και να τον ταξιδέψει στην Καππαδοκία των αρχών του 20οού αιώνα αλλά και στη Θεσσαλονίκη των προφύγων.

Η Νιόβη είναι ένα ασθενικό πλάσμα που όλοι την έχουν για ξεγραμμένη. Ατσαλώθηκε από νωρίς με αυτό το πεπρωμένο, δεν αντιδρά στην προσφώνηση «το μελλοθάνατο» και έχει και πρωτόφαντο για την εποχή εκείνη τσαγανό, αν και θηλυκό. Κόρη βαρκάρη και νοικοκυράς, τρίτο στόμα που πρέπει να ταϊστεί, με δυο αδελφές δύσκολες και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Όταν η Νιόβη κινδυνεύει από πνευμονία, ο πατέρας της χρεώνεται σε έναν τοκογλύφο για να την πάει στην Καισάρεια να τη δει γιατρός, παρά τις αντίθετες σκέψεις της γυναίκας του, Φεβρωνίας, που επιμένει να αφήσουν να γίνει το θέλημα του Θεού. Αυτή είναι η αρχή μιας σειράς ατελείωτων δεινών για την οικογένεια της Νιόβης, με ανυπολόγιστες συνέπειες και απανωτές ανατροπές. Στο ίδιο χωριό μεγαλώνει και ο Φίλιππος, που αγαπάει τη Νιόβη και θέλει να την παντρευτεί. Οι πόλεμοι που θα ακολουθήσουν, η μορφή του Νικολάου Πλαστήρα, οι συνθήκες μεταξύ των κρτών και όχι των ανθρώπων, θα χωρίσουν τους δρόμους τους, θα οδηγηθούν μακριά ο ένας από τον άλλον και θα κάνουν το ένα λάθος πίσω από το άλλο.

Το μυθιστόρημα είναι πλούσιο σε εικόνες, συναισθήματα, μηνύματα και παράλληλες ιστορίες, χορταστικό, καλογραμμένο, η κάθε του σελίδα και μια ολόκληρη σκηνή, δυνατή, ρεαλιστική, στημένη στην εντέλεια, επεξεργασμένη στην κάθε της λεπτομέρεια. Ένα εξαιρετικό σκηνικό γεμάτο μυρωδιές από τα τσουκάλια, χρώματα απο τη φύση, δυσκολίες της φτωχής καθημερινότητας και πάνω απ’ όλα ανθρώπους: καλούς, κακούς, ανυπόμονους, εκμεταλλευτές, εγωιστές, μεθυσμένους, τρελούς, με σάρκα που διψάει για πάθος, για λάθος, για αλλαγές, με όνειρα και φιλοδοξίες. Η συγγραφέας ανοίγει την κάθε πόρτα του σπιτιού και μας αφηγείται τις περιπέτειές τους, πώς επηρεάζουν τη ζωή του Φιλίππου και της Νιόβης και πώς επηρεάζονται από τα γεγονότα της Μικράς Ασίας του 1916-1922. Για άλλη μια φορά η κυρία Θεοδωρίδου καταπιάνεται με τον μικρασιατικό ελληνισμό και ξανά η πρωταγωνίστριά της τραβάει τα πάνδεινα αλλά καταφέρνει να ατσαλωθεί, να αντρειωθεί και να καταπιεί προσβολές, ταπεινώσεις και αδικίες.

Η ζωή της Νιόβης είναι δύσκολη και γεμάτη εκπλήξεις, για τις οποίες δεν μπορώ να γίνω πιο αναλυτικός γιατί θα αποκαλυφθούν γεγονότα που πρέπει να ανακαλύψει με προσμονή και χαρά ο ίδιος ο αναγνώστης. Οι επιπλοκές που παρουσιάζονται όμως, αν και κατά βάθος τραγικές και πάνω κάτω ως κεντρική ιδέα έχουν αναλυθεί και καταγραφεί και σε άλλα βιβλία, είναι τόσο διαφορετικές και ξεχωριστές που με άφησαν απόλυτα ικανοποιημένο. Δηλαδή την κεντρική ιδέα να ζήσει η ηρωίδα πράγματα και γεγονότα που θα την απομακρύνουν από την καθημερινότητά της, από τον αγαπημένο της, και θα την ατσαλώσουν, θα την ωριμάσουν, θα την πικράνουν είναι το βασικό μοτίβο σε πολλά μυθιστορήματα. Τα γεγονότα αυτά καθαυτά όμως είναι εντελώς φρέσκα και ομολογώ ότι δεν είχα σκεφτεί πώς μια στιγμή, στην κυριολεξία στιγμή, μπορεί να αλλάξει τα πάντα, με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Το μυθιστόρημα ξετυλίγει λοιπόν δύο πόλους: τη ζωή της Νιόβης με τις δυσκολίες που συναντά, τις συνέπειες των επιλογών άλλων ανθρώπων που η ίδια αναγκάζεται να υποστεί όμως, σιωπηρή και πετρωμένη, η οποία Νιόβη ζει από κοντά με τον δικό της τρόπο το δράμα του ελληνισμού (στην Καππαδοκία δεν υπήρξε τόσο έντονος ο απόηχος του μικρασιατικού ξεριζωμού, όπως στη Σμύρνη, στον Πόντο και γενικά στα παράλια, δηλαδή η σφαγή, το κύμα των Τσετών, η πυρπόληση έλαβαν χώρα από τον Σαγγάριο προς την Άγκυρα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως και στην Καππαδοκία δεν υπήρξαν γενοκτονίες και δολοφονίες). Η κυρία Θεοδωρίδου σχηματίζει σιγά σιγά ένα αισχύλειο, για να μην πω και σοφόκλειο, τρίγωνο χαρακτήρων, όπου η μάνα απαιτεί παράλογα στο μάτι του ανθρώπου του 21ου αιώνα πράγματα για να μη διασαλευτεί η καθεστηκυία τάξη και η ευνομία, η Νιόβη υπακούει και όλες αυτές οι συνέπειες παρασύρουν σαν απόνερα τη μοίρα της μίας από τις δύο άλλες κόρες, η οποία σταδιακά συγκροτεί έναν τόσο σκληρό και άδικο χαρακτήρα που ήθελα να την μπουφλίσω! Ειδικά από τη στιγμή που εκμεταλλεύεται τα πάντα για τον εαυτό της ή και η ίδια η μοίρα φροντίζει να την έχει στα πούπουλα, καθισμένη σε μαξιλάρι αγκαθωτό!

Από την άλλη, έχουμε τις περιπέτειες του Φιλίππου ή Φιλίπ, ενός ευερέθιστου αγοριού, που μεγαλώνει σχεδόν ανεξάρτητο, εντελώς ατίθασο, και χτίζει πετραδάκι πετραδάκι ένα μίσος απέναντι στους Τούρκους, αγνοώντας τα τόσα χρόνια κοινής ευημερίας και αίσιας γειτνιάσεως με αυτούς τους ανθρώπους, τον απλό λαό που αδιαφορεί για όσα γίνονται στις κυβερνήσεις, δυστυχώς όμως η Ιατορία τον τραβά άθελά του στον χορό της ζωής. Έτσι, ο Φίλιππος, μετά από διάφορες περιπέτειες, κατατάσσεται εθελοντικά στο θρυλικό 5/42 Τάγμα Ευζώνων του Νικολάου Πλαστήρα, ώστε με αφορμή αυτό το γεγονός η συγγραφέας να ξετυλίξει σκηνές ανθρωπιάς μέσα από το μέτωπο και την άτακτη υποχώρηση. Και σα να μη φτάνανε όλα αυτά, ο Φίλιππος που μισεί τους Τούρκους ανακαλύπτει κάποια πράγματα που έκανε η Νιόβη που δεν του αρέσουν, με αποτέλεσμα να συνεχίσει το δικό του γαϊτανάκι λαθών, παίζοντας άσχημα με τις τύχες αθώων ανθρώπων.

Το «Πορφυρό ποτάμι», με το τόσο διαφορετικό εξώφυλλο, είναι άλλο ένα αριστούργημα σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, με χιλιάδες παρομοιώσεις, μεταφορές και άλλα καλολογικά στοιχεία, με ρεαλιστικές καταστάσεις και χαρακτήρες, με αληθοφανέστατη αλληλουχία γεγονότων και πάμπολλα μηνύματα που ο αναγνώστης δε χορταίνει να ρουφάει. Ίσως όμως αυτό ακριβώς, ότι υπήρξαν τόσο πολλά γεγονότα, τόσο πολλές ανατροπές, κάπου κάπου και πολλές λεπτομέρειες ως προς το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, να κουράσει τον αναγνώστη και να νιώσει το ίδιο αίσθημα κοκρεσμού με εμένα, που ήδη από το τέταρτο μέρος των συνολικά έξι ένιωσα ότι κάπου πρέπει να κάνω ένα διάλειμμα, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν τόσα πολλά σε δύο ανθρώπους, κι όχι μόνο αυτό αλλά τα γεγονότα έρχονται απανωτά, πού θα καταλήξει όλη αυτή η ιστορία, πώς θα δέσει το σύνολο αυτού του άρτιου κειμένου; Και πράγματι, μου φάνηκε πως δόθηκε έμφαση και λεπτομέρεια σε χιλιάδες συνθήκες και περιστατικά, έτσι που το λυτρωτικό φινάλε μου φάνηκε άνευρο και άνισο (καλογραμμένο, όμως, ξαναλέω!). Η Νιόβη πέρασε από του λιναριού τα πάθη, δηλαδή τόσες καταστάσεις που στη θέση της ή θα έβγαζα καρκίνο ή θα τίναζα τα πάντα στον αέρα, επομένως όταν συμβαίνει και η τελευταία αναποδιά και όταν επιστρέφει, γιατί μέσα σε 5-6 σελίδες να δίνεται ένα αναμενόμενο τέλος, απότοκο των λόγων μιας γυναίκας που μίσησε, στέρησε, πίκρανε; Ναι, να είναι αισιόδοξο το φινάλε, όμως θα ήθελα να είχε την ίδια ένταση, νεύρο και παλμό με όλη την υπόλοιπη ιστορία!

Το νέο μυθιστόρημα της κυρίας Θεοδωρίδου εδραιώνει για τα καλά τη θέση της στην καρδιά μου καις τις αναγνωστικές μου επιλογές, γιατί η συγγραφέας ξέρει να καταγράφει, να παρατηρεί, να αναπλάθει, να περιγράφει, να κεραυνοβολεί, να εξισορροπεί, να χαρίζει, να δίνεται στον αναγνώστη με την ίδια αγάπη, σεβασμό και ενδιαφέρον από το πρώτο της βιβλίο ως σήμερα.

Πάνος Τουρλής