Πέτρα και μέλι

της Χριστίνας Ζέμπη

Ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας. Επιτέλους, ένα υπέροχο βιβλίο, ένα εκπληκτικό κείμενο, μια πρωτότυπη πλοκή, δοσμένη με πρωτότυπο συγγραφικά τρόπο, πολύτιμες λέξεις που ξεχύνονται από την πένα της συγγραφέως και κρατούν συντροφιά στον αναγνώστη ως το λυτρωτικό τέλος. Ένα πλούσιο κείμενο 700 σελίδων με μικρή γραμαμτοσειρά, μια μεγάλη ερωτική ιστορία με πολλές ενδιάμεσες ιστορίες, αλααγές και ανατροπές που δεν καταντά ούτε σε μια σελίδα φλύαρο. Ένιωθα σαν το βυζανιάρικο μωρό που πεινάει κι ήθελε και δεύτερο μπουκάλι γάλα για να χορτάσει. Ομολογώ ότι η ιστορία είναι αρκετά μεγάλη και κάποια στιγμή νευρίασα κι έλεγα «ας τελειώσει κάποια στιγμή», όμως το έλεγα με αγωνία και όχι με βαρεμάρα ή δυσανασχέτηση! Μια ερωτική ιστορία με φόντο τη Μάνη, βαμμένη με αίμα δικιωμού.

Η ιστορία ξεκινάει σε χωριό της Μάνης, με τον Αλέξη Χαριτάκο, έναν έφηβο νεαρό, αγνώστου πατρός, γόνο της οικογένειας των Χαριτάκων που είχαν αιώνια βεντέτα με τους Αναστασάκους αλλά οι προπάπποι τους έχουν φιλιώσει πια. Κυνηγά την πιτσιρίκα του Μητσικόγιαννη, σημαντικού παράγοντα του τόπου, τρελά ερωτευμένος μαζί της, και καταλήγουν σε έναν έρημο πολεμόπυργο. Την πρώτη τους ερωτική συνεύρεση διακόπτει ένας άγνωστος άντρας και τα πράγματα μπλέκουν χειρότερα όταν ο Αλέξης ανακαλύπτει ότι ο άντρας είναι κολλητός του Μητσικόγιαννη. Πράγματι, ο Οδυσσέας Αναστασάκος επέστρεψε στην πατρίδα του για να κλείσει παλιούς λογαριασμούς. Αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε ό,τι ξετυλίγεται μέσα στο βιβλίο!

Ο Οδυσσέας Αναστασάκος αναγκάστηκε να φυγαδευτεί στην Αμερική πολλά χρόνια πριν όταν κατά λάθος σκότωσε τον μικρό γιο των Χαριτάκων και την ευθύνη ανέλαβε ο πατέρας του, οπότε ο πατέρας του Γιώργη Χαριτάκου τον σκότωσε και κλείστηκε στη φυλακή. Ο Οδυσσέας καταφεύγει στο σπίτι ενός θείου του στη Νέα Υόρκη και παρακολουθούμε τον αγώνα ζωής που δίνει για να σταθεί στα πόδια του και να ξεχάσει τους φρικτούς εφιάλτες και τις τύψεις που τον βασανίζουν. Καταφέρνει να γίνει μεγάλος και τρανός σύμβουλος επιχείρησεων και να δημιουργήσει περιουσία. Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα για δουλειές γνωρίζει τυχαία την Αφροδίτη, μια γυναίκα που του κλέβει μια για πάντα μυαλό και καρδιά. Μια από τις ωραιότερες ιστορίες αγάπης που έχω διαβάσει, με τα πάνω της και τα κάτω της. Αληθοφανέστατος χεριρισμός καταστάσεων, άψογη ψυχολογία χαρακτήρων, ολοκληρωμένες προσωπικότητες, λάθη και αναποδιές. Ο Οδυσσέας φεύγεει κυνηγημένος πίσω στην Αμερική κι όταν επιτέλους το παίρνει απόφαση να επιστρέψει στη Μάνη και να πει την αλήθεια για τη δολοφονία του μικρού Χαριτάκου βρίσκεται αντιμέτωπος με την πραγματική ταυτότητα της Αφροδίτης και μια μεγάλη έκπληξη που θα γεμίσει επιτέλους τη ζωή του και θα αναγκαστεί να πάρει τη ζωή στα χέρια του, αν θέλει να κερδίσει την ευτυχία και να ησυχάσει από τις τύψεις.

Αριστούργημα από όλες τις απόψεις και μακάρι να μπορούσα να αφηγηθώ την ιστορία σε συνδυασμό με τα αισθιήματα και τις εντυπώσεις που μου άφησε, όμως ακριβώς αυτές οι περιπλοκές γλυκαίνουν την ιστορία, σαν τις κουταλίδες του πρωταγωνιστή, και μου το απαγορεύουν. Η αφήγηση δίνεται μέσα από τα μάτια κυρίως του Οδυσσέα αλλά κατά καιρούς μιλάει και ο Αλέξης και η συγγραφέας δίνει με καταπληκτικό τρόπο τη νοοτροπία και τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τη γλώσσα του κάθε χαρακτήρα, χαρίζοντάς τον στον αναγνώστη πλήρη και ολοκληρωμένο. Ακόμη θυμάμαι με συγκίνηση τις καταπληκτικές στιγμές πατέρα και γιου που περιγράφονται στα τελευταία κεφάλαια και με πόσο ευαίσθητο τρόπο σκιαγραφεί η συγγραφέας τη σμίλευση μιας από τις πιο δύσκολες σχέσεις στο ανθρώπινο γένος. Μικρά πράγματα, όμορφες στγιμές, τρυφερή καθημερινότητα δίνουν τόσο έντονες εικόνες που δε θα σας αφήσουν ανικανοποίητους.

Οι περιπέτειες που ζει ο Οδυσσέας στην Αμερική ώσπου να γίνει μέγας και τρανός, η ιστορία της μυστηριώδους Αφροδίτης και της οικογένειάς της, η υπέροχη Ποτίτσα, μια γυναίκα Μανιάτισσα, με τρία παιδιά που κανένα δεν είναι του άντρα της, η Γιαπωνέζα Λου, που παντρεύτηκε τον Οδυσσέα αλλά όχι τη ζωή του και κατάλαβε ότι ποτέ δε θα ξεπεράσει τοην Αφροδίτη ο άντρας που αγάπησε και συνεργάζεται μαζί του στην εταιρεία, η μανιάτισσα μάνα, κέρβερος και προστάτης του σπιτικού της, τα μανιάτικα ήθη και έθιμα, όλα αυτά είναι οι ψηφίδες ενός υπέροχου, λεπτοδουλεμένου, αξεπέραστου βιβλίου που θα το θυμάστε για χρόνια.


Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ήταν η αγαπημένη τους ώρα, να κάθονται εκεί και να μοιράζονται τη σιωπή ενώ νύχτωνε, ν? αλλάζουν πού και πού κανένα λόγο, πράγματα της σκληρής καθημερινότητας και της δουλειάς, η αιωνίως χαμηλή τιμή του λαδιού, πότε περιμέναμε τα γεννητούρια των γιδιών, τι χρωστάγαμε στην Αγροτική και στον Κοσμά τον καφετζή, που εκτός από καφέδες πουλούσε και τα χρειαζούμενα για κάθε νοικοκυριό, είχε ένα ειδος μπακάλικου δηλαδή. Αγαπιόντουσαν βαθιά, ένιωθα την αγάπη τους φωτεινή αύρα να με τυλίγει, κι όμως δεν τους είχα δει ποτέ ν? αγγίζονται, να φιλιούνται, όλα αυτά ήταν απαγορευμένα μπροστά μου...Εκείνος της χάριζε τρυφερά βλέμματα και σιωπές κι εκείνο το ένα και μοναδικό: «Αχ, βρε Φωτεινή, είσαι μάγισσα» (αελ. 71).

«Δεν ξέρουν να φάνει οι άνθρωποι εκεί στην ξένη χώρα, δεν βουτούν το λάδι στο ψωμί, δεν ξέρουν να χαϊδέψουν με το βλέμμα, να μιλήσουνε με τη σιωπή, να μοιραστούν την μπουκιά, το γέλιο, το κλάμα.» (σελ. 75).

«Το χρήμα μιλούσε παντού. Κι όμως, ήταν ένα γυμνό σπίτι. Θυμήθηκα το πυργόσπιτό μας στην πατρίδα. Τη μάνα μου και τον πατέρα μου αργά το απόγευμα καθισμένους στο λιθάρι, εξουθενωμένους από τον κάματο της μέρας, ανάλλαγοι ακόμα, με τα ρούχα της δουλειάς, να ρουφούν το καφεδάκι τους και να μοιράζονται βλέμματα και σιωπές. Πού και πού κανένα λόγο. Τη μεγάλη, ροζιασμένη παλάμη του πατέρα στον ώμο μου να λέει: Είμαι εδώ. Δεν είπε ποτέ: «Θα σε προστατέψω με τη ζωή μου», με λόγια, η παλάμη του στον ώμο μου όμως αυτό έλεγε. Κι όταν χρειάστηκε, το είπε με πράξεις. Ο πατέρας μου! Που δεν είχε τελειώσει το δημοτικό!» (σελ. 165).

«Δεν είναι οι άνθρωποι που φτιάχνουν τον τόπο τους, είναι η γη που τους πλάθει τέτοιος για να της αξίζουν, κι ας μου συγχωρεθεί ο όποιος σοβινισμός. Η ίδια η γη είναι σύμμαχος, αυτή και η απίστευτη θέληση των ανθρώπων» (σελ. 176).

«Έχετε ποτέ σκεφτεί πως ακόμα και η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μας δεν είναι παρά η αρχή της αντιστροφης μέτρησης μιας άλλης δυστυχισμένης; Μόνο που δεν το ξέρουμε, είμαστε τραγικά αθώοι στα παιχνίδια της μοίρας» (σελ. 248).

«Πολύ θα ήθελα να του πω ότι αν η κόρη του σηκωνότανε χαράματα κάθε πρωί κι είχε να φροντίσει κάνα δυο κουτσούβελα και να πάει και στη δουλειά με τη γλώσσα έξω, δεν θα ?βαζε ποτέ σε κίνδυνο τη ζωή της κάνοντας μαλακίες. Γιατί θα ήξερε πως η ζωή είναι ακριβή. Αλλά το μόνο που είχε κόστος για την κόρη του κι αξία ήταν η τσάντα της, η Luis Vuitton. Κι αυτή ήταν η πραγματική ευθύνη που τον βάραινε, η αδυναμία του να της διδάξει την αξια της ζωής» (σελ. 296).

«-Θα σε παντρευτεί, αν το χειριστείς σωστά. ?Εγώ, κύριε Αναστασάκο...διδάσκω αρχαία ελληνικά. Αυτή είναι η δουλειά μου. Αυτό που μου λέτε είναι άλλο επάγγελμα» (σελ. 322).

«Τη φωτιά πρέπει κανείς να τη σβήνει στην αρχή, τότε που χρειάζεται μονάχα μια χούφτα νεράκι. Αλίμονο κι αν την αφήσεις να γίνει πυρκαγιά. Εκείνο που δεν ήξερα είναι ότι υπάρχουν φωτιές που έχουν γίνει πυρκαγιές πριν καλά καλά δεις τη φλόγα τους. Σιγοκαίνε βουβά μέσα σου, σου ?χουνε κάψει τα σωθικά και δεν έχεις πάρει χαμπάρι. Κι όταν δεις τις πρώτες κόκκινες φλόγες, είναι ήδη πολύ αργά. Δεν έχεις άλλη επιλογή απ? το να κάτσεις εκεί και να ψήνεσαι» (σελ. 402).

«Γιατί ο έρωτας είναι ωραίος άμα παίρνεις. Είναι όμως υπέροχος άμα μοιράζεσαι...Γιατί μαζί της γνώρισα το θαύμα της αγάπης, όταν δεν είναι μόνο το κορμί, είναι η ψυχή, είναι το είναι σου ολόκληρο που φλέγεται» (σελ. 442).

«Δεν είναι κανείς πατέρας επειδή κοιμάται με μια γυναίκα και προκύπτει παιδί. Δε λέγεται αυτό πατρότητα. Λέγεται φιλική συμμετοχή. Η πατρότητα κερδίζεται μέρα με τη μέρα. Με το χάδι, το παιχνίδι, τις επιπλήξεις, τις συγκρούσεις, τα γέλια, τα παραμύθια. Όπως την είχε κερδίσει ο δικός μου ο πατέρας» (σελ. 569).

«Του χάιδεψε το μάγουλο συγκινημένη και τον καλωσόρισε στη γλώσσα της, γιατί τα αληθινά συναισθήματα μόνο στη γλώσσα που μας νανούρισε η μάνα μας μπορούν να εκφραστούν» (σελ. 651).

«Γιατί η αγάπη της μάνας μου είναι πιο δεδομένη και από τον αέρα που αναπνέω και από την ανατολή του ήλιου κάθε πρωί. Του πατέρα μου όμως η αγάπη είναι κατάκτηση» (σελ. 659).

Πάνος Τουρλής