Ο Jose Saramago αυτοβιογραφείται.

saramagoΓεννήθηκα σε οικογένεια αγροτών που δεν διέθεταν δική τους γη, στην Azinhaga, ένα μικρό χωριό στην επαρχία Ribatejo, στις όχθες του ποταμού Almonda, περίπου εκατό χιλιόμετρα βόρειο-ανατολικά της Λισαβόνας. Οι γονείς μου ήταν ο Jose de Sousa και η Maria da Piedade. Jose de Sousa θα ήταν το όνομά μου εάν ο γραμματέας δεν είχε προσθέσει, με δική του πρωτοβουλία, το παρατσούκλι με το οποίο η οικογένεια του πατέρα μου ήταν γνωστή στο χωριό: Saramago. Πρέπει να προσθέσω ότι το saramago είναι ένα άγριο, ποώδες φυτό, του οποίου τα φύλλα, εκείνα τα χρόνια, ήταν η τροφή των φτωχών. Όχι πριν από την ηλικία των επτά, όταν έπρεπε να παρουσιάσω ένα ληξιαρχικό έγγραφο στο σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνειδητοποίησα ότι το πλήρες όνομά μου ήταν Jose de Sousa Saramago...

Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα ταυτότητας το οποίο με καθόρισε από τη γέννησή μου. Αν και είχα μπει στον κόσμο στις 16 Νοεμβρίου 1922, τα επίσημα έγγραφά μου δείχνουν ότι γεννήθηκα δύο ημέρες αργότερα, στις 18. Χάρη σε αυτή την ασήμαντη απάτη η οικογένειά μου γλίτωσε την πληρωμή του προστίμου για την μη καταχώρηση της γέννησής μου στα πλαίσια του νομικά προκαθορισμένου διαστήματος.

Ίσως επειδή ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Γαλλία ως στρατιώτης πυροβολικού και είχε γνωρίσει κι άλλες περιοχές εκτός από εκείνες του χωριού μας, αποφάσισε το 1924 να εγκαταλείψει την αγροτική εργασία και να κινηθεί με την οικογένειά του προς τη Λισαβόνα, όπου ξεκίνησε να εργάζεται ως αστυνομικός, μια δουλειά για την οποία δεν χρειάζονταν περισσότερα «λογοτεχνικά προσόντα» (κοινή έκφραση στο εξής...) εκτός από την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική.

Μερικούς μήνες μετά από την εγκατάστασή μας στην πρωτεύουσα, ο αδελφός μου, ο Francisco, που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, πέθανε. Αν και οι συνθήκες διαβίωσής μας είχαν βελτιωθεί λίγο μετά από αυτή την μετακίνηση, δεν επρόκειτο ποτέ να γίνουμε εύποροι.

Ήμουν ήδη 13 ή 14 ετών όταν επιτέλους μετακομίσαμε στο δικό μας - αλλά πολύ μικροσκοπικό ? σπίτι. Έως τότε είχαμε ζήσει σε σπίτια που μοιραζόμασταν με άλλες οικογένειες. Κατά τη διάρκεια όλου αυτού του διαστήματος, και μέχρι να ενηλικιωθώ, πέρασα πολλές, και πολύ συχνά αρκετά μακρές, περιόδους στο χωριό με τους γονείς της μητέρας μου, τον Jeronimo Meirinho και την Josefa Caixinha.

Ήμουν καλός μαθητής στο Δημοτικό σχολείο: στη Δευτέρα έγραφα χωρίς ορθογραφικά λάθη και έβγαλα την Τρίτη και την Τετάρτη σε μια σχολική χρονιά. Κατόπιν μπήκα στο Γυμνάσιο, όπου φοίτησα για δύο χρόνια, ως αριστούχος κατά το πρώτο έτος, και όχι τόσο καλός κατά το δεύτερο, αλλά ήμουν αρκετά συμπαθής στους συμμαθητές και τους δασκάλους μου, και με εξέλεξαν (τότε ήμουν 12...) ταμία της ένωσης των μαθητών... Εν τω μεταξύ οι γονείς μου αποφάσισαν, λόγω ελλείψεως πόρων, να μην συνεχίσω το σχολείο της μέσης εκπαίδευσης. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να πάω σε ένα τεχνικό σχολείο. Και έτσι έγινε: για πέντε χρόνια σπούδασα μηχανικός. Αλλά ευτυχώς η διδακτέα ύλη εκείνη την περίοδο, αν και προφανώς τεχνικά προσανατολισμένη, συμπεριλάμβανε, εκτός από τα γαλλικά, κι ένα μάθημα λογοτεχνίας. Δεδομένου ότι δεν είχα κανένα βιβλίο στο σπίτι (τα βιβλία που αγόρασα μόνος μου, αλλά με χρήματα που μου τα δάνεισε ένας φίλος, θα τα αποκτούσα μόνο όταν θα γινόμουν 19) τα πορτογαλικά γλωσσικά εγχειρίδια, με το "ανθολογικό" χαρακτήρα τους, ήταν που μου άνοιξαν τις πόρτες της λογοτεχνικής πραγματοποίησης: ακόμη και σήμερα μπορώ να ανακαλέσω την ποίηση που διδασκόταν εκείνη τη μακρινή εποχή. Αφού τελείωσα αυτή τη σειρά μαθημάτων, εργάστηκα για δύο έτη ως μηχανικός σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Παράλληλα επισκεπτόμουν συχνά, κατά τις βραδινές ώρες λειτουργίας, μια δημόσια βιβλιοθήκη στη Λισαβόνα. Και ήταν εκεί που, χωρίς βοήθεια ή καθοδήγηση, πέρα από την περιέργεια και τη θέλησή μου για μάθηση, εξελίχθηκε και τελειοποιήθηκε η προτίμησή μου προς το διάβασμα.

Όταν παντρεύτηκα, το 1944, είχα αλλάξει ήδη δουλειά. Εργαζόμουν τώρα στην Κοινωνική Πρόνοια ως διοικητικός δημόσιος υπάλληλος. Η σύζυγός μου, η Ilda Reis, αργότερα δακτυλογράφος στην Επιχείρηση Σιδηροδρόμων, επρόκειτο να γίνει, πολλά χρόνια αργότερα, μια από τις σημαντικότερες Πορτογαλίδες χαράκτες. Πέθανε το 1998. Το 1947, χρονιά της γέννησης του μοναδικού μου παιδιού, δημοσίευσα το πρώτο βιβλίο μου, ένα μυθιστόρημα που ο ίδιος τιτλοφόρησα «Η χήρα», αλλά που για εκδοτικούς λόγους δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Η χώρα της αμαρτίας». Έγραψα ένα ακόμα μυθιστόρημα, το «The Skylight», ακόμα αδημοσίευτο, και ξεκίνησα ακόμα ένα, αλλά δεν το συνέχισα μετά τις πρώτες σελίδες: ο τίτλος του επρόκειτο να είναι «Honey and Gall», ή ίσως «Louis, son of Tadeus»... Εγκατέλειψα το σχέδιο όταν μου έγινε αρκετά σαφές ότι δεν είχα τίποτα σημαντικό να πω. Για 19 έτη, μέχρι το 1966, όταν επρόκειτο να δημοσιεύσω τα «Possible Poems», ήμουν απών από την πορτογαλική λογοτεχνική σκηνή, από όπου λίγοι άνθρωποι μπόρεσαν να παρατηρήσουν την απουσία μου.

Για πολιτικούς λόγους έμεινα άνεργος το 1949, αλλά χάρη στην καλή θέληση ενός παλιού δασκάλου μου στο τεχνικό σχολείο, κατόρθωσα να βρω δουλειά στην επιχείρηση μετάλλων όπου ήταν διευθυντής.

Στα τέλη της δεκαετίας του '50 άρχισα να εργάζομαι στον εκδοτικό οίκο Estudios Cor ως διευθυντής παραγωγής, έτσι επέστρεψα, αλλά όχι ως συγγραφέας, στον κόσμο των γραμμάτων από όπου είχα φύγει μερικά έτη πριν. Αυτή η νέα δραστηριότητα μου επέτρεψε την εξοικείωση και τη φιλία με μερικούς από τους σημαντικότερους Πορτογάλους συγγραφείς. Το 1955, για να αυξήσω το οικογενειακό μου εισόδημα, αλλά και επειδή με ευχαριστούσε, άρχισα να ξοδεύω μέρος του ελεύθερου χρόνου μου στη μετάφραση, μια δραστηριότητα που θα συνεχιζόταν μέχρι το 1981: Οι Colette, Par Lagerkvist, Jean Cassou, Maupassant, Andre Bonnard, Tolstoi, Baudelaire, Etienne Balibar, Nikos Poulantzas, Henri Focillon, Jacques Roumain, Hegel, Raymond, ήταν μερικοί από τους συγγραφείς που μετέφρασα. Μεταξύ του Μαΐου 1967 και του Νοεμβρίου 1968 άσκησα ένα ακόμα παράλληλο επάγγελμα: του λογοτεχνικού κριτικού. Εν τω μεταξύ, το 1966, είχα δημοσιεύσει τα «Possible Poems», ένα βιβλίο ποίησης που σηματοδότησε την επιστροφή μου στη λογοτεχνία. Μετά από αυτό ακολούθησε, το 1970, ένα ακόμα βιβλίο ποίησης, το «Probably Joy» κι αμέσως μετά δημοσιεύτηκαν, το 1971 και το 1973 αντίστοιχα, τα βιβλία με τους τίτλους «From this World and the Other» και «The Traveller's Baggage», δύο συλλογές των επιφυλλίδων μου που οι κριτικοί θεωρούν ουσιώδεις για την εις βάθος κατανόηση της μετέπειτα δημιουργίας μου. Μετά από το διαζύγιό μου το 1970, σχετίστηκα, έως το 1986, με την Πορτογαλίδα συγγραφέα Isabel da Nobrega.

Εγκαταλείποντας τον εκδότη, στα τέλη του 1971, εργάστηκα για τα επόμενα δύο έτη στη βραδινή εφημερίδα Diario de Lisboa, ως διευθυντής ενός πολιτιστικού ένθετου και ως συντάκτης.

Δημοσιευμένα το 1974 με τον τίτλο «The Opinions the DL Had», τα κείμενα αυτά αντιπροσωπεύουν μια πολύ ακριβή "ανάγνωση" των τελευταίων ωρών της δικτατορίας, η οποία επρόκειτο να ανατραπεί τον Απρίλιο. Τον Απρίλιο του 1975, έγινα αναπληρωτής διευθυντής της πρωινής εφημερίδας «Diario de Noticias». Επρόκειτο για μια θέση όπου απασχολήθηκα μέχρι εκείνον τον Νοέμβριο και από την οποία απολύθηκα συνεπεία των αλλαγών που προκλήθηκαν από το πολιτικο-στρατιωτικό χτύπημα της 25ης Νοεμβρίου, που διέκοψε την επαναστατική διαδικασία. Δύο βιβλία μου σηματοδοτούν εκείνη την εποχή: Το «The Year of 1993», ένα μακροσκελές ποίημα που δημοσιεύεται το 1975, το οποίο μερικοί κριτικοί θεωρούν ως προάγγελο της εργασίας που θα ξεκινούσε δύο έτη αργότερα για να εμφανιστεί με το «Manual of Painting and Calligraphy», ενός μυθιστορήματος, και με το βιβλίο υπό τον τίτλο «Notes», που περιείχε τα πολιτικά άρθρα που είχα δημοσιεύσει στην εφημερίδα της οποίας ήμουν διευθυντής.

Άνεργος για μια ακόμα φορά και λαμβάνοντας υπόψη πως υφιστάμην μια πολιτική κατάσταση όπου δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να βρω δουλειά,, αποφάσισα να αφιερωθώ στη λογοτεχνία: ήταν η ώρα να μάθω τι άξιζα ως συγγραφέας. Στις αρχές του 1976 εγκαταστάθηκα για μερικές εβδομάδες στο Lavre, ένα χωριό στην επαρχία Alentejo. Ήταν μια περίοδος μελέτης, παρατήρησης και λήψης σημειώσεων που οδήγησε, το 1980, στο μυθιστόρημα «Risen from the Ground», όπου γεννήθηκε ο τρόπος της διήγησης που χαρακτηρίζει τα μυθιστορήματά μου. Εν τω μεταξύ, το 1978 είχα δημοσιεύσει μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Quasi Object», το 1979 το θεατρικό έργο «The Night» και μετά από αυτό, μερικούς μήνες πριν από το «Risen from the Ground», ένα νέο θεατρικό έργο, με τίτλο «What shall I do with this Book?» Με εξαίρεση ένα άλλο θεατρικό έργο, με τίτλο «The Second Life of Francis of Assisi», που δημοσιεύθηκε το 1987, η δεκαετία του '80 αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στο μυθιστόρημα: «Baltazar and Blimunda» (1982), «Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις» (1984), «Η πέτρινη σχεδία » (1986), «Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας », 1989. Το 1986, συνάντησα την Ισπανίδα δημοσιογράφο Pilar del Rio. Παντρευτήκαμε το 1988.

Εξαιτίας της πορτογαλικής κυβερνητικής λογοκρισίας του «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» (1991), που παρεμποδίζει την παρουσίασή του για το ευρωπαϊκό λογοτεχνικό βραβείο με την πρόφαση ότι το βιβλίο ήταν δυσάρεστο στους Καθολικούς, εγώ και η σύζυγός μου μεταφέραμε την κατοικία μας στο νησί Lanzarote στα Κανάρια Νησιά. Στην αρχή εκείνου του έτους δημοσίευσα το θεατρικό έργο «In Nomine Dei», που είχε γραφτεί στη Λισαβόνα, από το οποίο θα δημιουργούνταν το λιμπρέτο για την όπερα «Divara», σε μουσική του Ιταλού συνθέτη Azio Corghi και θα παιζόταν για πρώτη φορά στο Munster της Γερμανίας το 1993. Αυτή δεν ήταν η πρώτη συνεργασία με Corghi: δική του είναι επίσης η μουσική στην όπερα «Blimunda», από το μυθιστόρημά μου «Baltazar and Blimunda», που παίχτηκε στο Μιλάνο το 1990. Το 1993 ξεκίνησα να γράφω ένα ημερολόγιο, το «Cadernos de Lanzarote», που αριθμεί πέντε τόμους μέχρι τώρα. Το 1995 δημοσίευσα το μυθιστόρημα «Περί τυφλότητος» και το 1997 το «Όλα τα ονόματα». Το 1995, μου απονεμήθηκε το βραβείο «Camoes» και το 1998 το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία.


Το παρόν βιογραφικό σημείωμα το συνέταξε ο συγγραφέας όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, το 1998.