Ο νόμος των διαδόχων

του Γιάννη Κωτσοκώστα

Αρχές 10ου αιώνα μ. Χ. και ο θρόνος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χηρεύει, μετά τον αναπάντεχο θάνατο του Λέοντα Σκλαβιτζή. Σαν ουρανόπεμπτος όμως άγγελος έρχεται ο στρατηγός Νικηφόρος Δρυηνός να αναλάβει την αρχηγία του κράτους μέχρι να ενηλικιωθεί ο διάδοχος Νικηφόρος. Θα καταφέρει λοιπόν να ανταπεξέλθει στα δύσκολα και σκληρά καθήκοντα του βασιλιά; Ποιος είναι αυτός ο γενναίος πολεμιστής και από πού έρχεται; Τι μέτρα θα πάρει; Θα κρατήσει την ειρήνη με τους λαούς γύρω από την Αυτοκρατορία και μέσα στο ίδιο του το κράτος; Κι αν ενηλικιωθεί ο διάδοχος θα του παραδώσει την ηγεμονία; Αυτά και άλλα ερωτήματα βρίσκουν απάντηση σε μια συναρπαστική ιστορική περιπέτεια.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο και άκρως τεκμηριωμένο ιστορικό και δυστοπικό μυθιστόρημα, στο οποίο η ροή της πραγματικής Ιστορίας διακόπτεται εκατό περίπου χρόνια πριν από την έναρξη της αφήγησης, οπότε και ξεκινάει μια εναλλακτική διαδρομή, αν και αναπαρίστανται με ακρίβεια οι κοινωνικές και πολιτικές δομές της περιόδου, οι δοξασίες, τα ήθη και το ύφος. Αυτό το καλοδεχούμενο παράδοξο το διευκρινίζει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο και ειλικρινά αν δεν το ήξερα θα πίστευα πως ξεδιπλώνονται πραγματικές πτυχές της βυζαντινής Ιστορίας, μιας και οι ονομασίες, οι συμπεριφορές, οι λαοί, οι νόμοι, τα τοπωνύμια, τα πρόσωπα, τα αξιώματα είναι τόσο λεπτοδουλεμένα που θα πίστευα πως είναι πραγματικά κομμάτια της Ιστορίας. Προσεγμένο λεξιλόγιο, ευρηματική πλοκή, μελετημένη διπλωματία, πολυδιάστατοι χαρακτήρες, ρεαλιστικές σκηνές μάχης και κατασκοπείας, απανωτές ανατροπές, διαχρονικά μηνύματα πάνω στον άνθρωπο και την ψυχολογία του, στην ηγεσία και τον λαό είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του κειμένου που δε με κούρασε ούτε στιγμή παρά τις 650 σελίδες του.

Η βυζαντινή Ιστορία είναι ένα κομμάτι που σπάνια αγγίζουν οι σημερινοί συγγραφείς, παρά την πληθώρα στοιχείων και λεπτομερειών που υπάρχουν και μπορούν να συγκροτήσουν ένα άρτιο μυθιστόρημα. Ο κύριος Γιάννης Κωτσοκώστας όμως όχι μόνο τολμάει να διασχίσει με επιτυχία αυτά τα μονοπάτια αλλά τα αναδομεί σε μια δική του οπτική γωνία, καταγράφοντας είτε γεγονότα που συνέβησαν αλλά με παραποιημένα ονόματα είτε περιστατικά που μόνο στη φαντασία του υλοποιούνται αλλά ταιριάζουν απόλυτα με την εποχή, τις τάσεις και το κλίμα που καλείται να αναπαραστήσει. Διπλή η πρόκληση λοιπόν καθώς και ο κίνδυνος αποτυχίας, μόνο που ο συγγραφέας απέδειξε περίτρανα πως έχει μελετήσει σε βάθος την εποχή και την περίοδο και μάλιστα τόσο καλά που κατάφερε να στήσει ένα δικό του σύμπαν, απόλυτα εναρμονισμένο με τα ήθη και τα έθιμα του 10ου αιώνα. Κι αντί να καταφύγει σε ατέλειωτες περιγραφές μαχών και ανακτόρων για να γεμίσει σελίδες, κατέχει άριστα το μέτρο και το όριο κι έτσι παραθέτει τόσα όσα είναι απαραίτητα. Έχουμε πολέμους, έχουμε στάσεις, έχουμε εχθρικούς λαούς, έχουμε δολοπλοκίες, είναι όλα όμως αρμονικά πλεγμένα και απαραίτητα συστατικά ενός καλού μυθιστορήματος δράσης και περιπέτειας και τίποτε δεν έρχεται ουρανοκατέβατο ούτε αγγίζει τα όρια της υπερβολής. Είναι σα να προσκυνάμε το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής και να καταγράφουμε μια σειρά από γεγονότα απότοκα των αντιδράσεων και της νόησης κι όχι υπερβολές και πράξεις που ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και δεν έχουν καμία λογική συνέχεια.

Εν τω μεταξύ η πλοκή κατά τόπους επιστρέφει στο παρελθόν με εξίσου μελετημένα πρωθύστερα που φωτίζουν καλύτερα κάποιους χαρακτήρες και ολοκληρώνουν το παζλ με σημαντικές ψηφίδες. Μέσα από ματιές στο χτες ζωντανεύει και η εποχή του αυτοκράτορα Λέοντα, τον οποίο γνωρίζουμε καλύτερα και διαπιστώνουμε σε πόσο άσχημη θέση ήρθε το κράτος του με τα γεγονότα που αφορούν τους γιους του. Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας κάνει ανεπαίσθητες συγκρίσεις με το σήμερα αλλά και δείχνει το επίπεδο του λαού και των αξιωματούχων που παρέλαβε ο Νικηφόρος Δρυηνός, επομένως για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ο σφιχτοδεμένος ιστός που συγκροτήθηκε και απέδωσε μια πραγματικά καλή και μεστή ιστορία. Ολοζώντανες μάχες, ρομαντικές αρπαγές γυναικών που γίνονται σύζυγοι, βελτίωση των συνθηκών πολέμου του στρατού και άλλα πλουτίζουν τους κεντρικούς άξονες αφήγησης και δεν αφήνουν τον αναγνώστη να ησυχάσει ούτε λεπτό. «Ο πανίσχυρος αυτοκρατορικός μηχανισμός, επιμελώς προετοιμασμένος, τέλεια συντονισμένος και απολύτως πειθαρχημένος, κυλούσε αμείλικτος στα οδοντωτά γρανάζια του διοχετεύοντας την κεντρική δύναμη στα μέλη του κράτους με τέτοια ταχύτητα και ακρίβεια που τον καθιστούσαν ακαταμάχητο» (σελ. 329-330). Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός πως αν προσπερνούσα κάποιες παραγράφους δεν κατάφερνα να παρακολουθήσω τη συνέχεια, γιατί αποδίδονταν μαζί με τις λεπτομερείς περιγραφές των τόπων, των σπιτιών, των καραβιών και καίριες εξελίξεις! Ο συγγραφέας στήνει ολόκληρες σκηνές και περιστατικά, που κάποια, με το ιδιαίτερο ταλέντο του, μπορεί να τα ανακεφαλαιώσει μέσα σε μία και μόνο πρόταση γεμάτη αναπάντεχες παρομοιώσεις: «Τον παρακολούθησε να φεύγει. Αναρωτήθηκε αν είχε τύχει σε κάποιον άλλο να μπαίνει στον κοιτώνα του ο Φωκάς και να βγαίνει ο Παραβάτης» (σελ. 267). Σίγουρα δεν μπορεί να ξέρει ο μέσος αναγνώστης τα πάντα γύρω από τη βυζαντινή Ιστορία, ο τρόπος γραφής όμως θα τον παρακινήσει να ψάξει περαιτέρω και να κατανοήσει την αρτιότητα της γραφής αυτής και το βάθος της μελέτης που προηγήθηκε.

Η Κωνσταντινούπολη και ο πολυπληθής χαρακτήρας της φυσικά έχει την πρωτοκαθεδρία: «Εκεί τον περίμενε, αμέριμνη στην άνεσή της, με τον πέπλο της ραθυμίας μόνιμα να αιωρείται πάνω της, πλανεύτρα, πλούσια, εδώ μεγαλοπρεπή και εκεί βρομερή, άλλοτε δοξασμένη και άλλοτε θεομίσητη, ένα θηρίο που γουργούριζε φιλάρεσκα στον ήλιο ακονίζοντας τα νύχια του, έτοιμη να σου ζητήσει τα πάντα για να μη σου δώσει τίποτα» (σελ. 158). Κι όμως, στην αμέσως προηγούμενη σελίδα αυτήν την ίδια τη βασίλισσα των πόλεων, την κατακρημνίζει: «Οι μοναχοί ήταν μοχθηροί και κατηφείς, μπαινόβγαιναν στα σπίτια και χειραγωγούσαν τους ανθρώπους με τις τερατολογίες τους. Οι αξιωματούχοι ενδιαφέρονταν μόνο για τον πλούτο και φαινόταν ότι ποτέ δε θα χόρταιναν, όσο χρυσό ή εξουσία και να αποκτούσαν. Οι έμποροι ήταν αδίστακτοι, οι αριστοκράτες άεργοι μηχανορράφοι και ο λαός ξέγνοιαστος, ένα κακομαθημένο παιδί που το μόνο που ήξερε να κάνει ήταν να ζητάει πάντα περισσότερα» (σελ. 157). Και αλλού: «Κυρίως όμως αισθάνθηκε -και δυσαρεστήθηκε- τον υπόκωφο παλμό της δοσοληψίας, τον τόνο του εμπορίου, το βίαιο βόμβο του κέρδους και της απιστίας, που στο ρυθμό του χρήματος -αυτού ακριβώς που περιφρονούσε όσο τίποτα στον κόσμο- καθόριζε τα πεπρωμένα των οιστρηλατημένων πανηγυριστών -και κατ’ επέκταση του κράτους ολόκληρου» (σελ. 101). Στο μυθιστόρημα εμφιλοχωρούν κι ελάχιστες παρομοιώσεις και άλλα καλολογικά στοιχεία: «Έτσι βίωναν οι αγνές ψυχές το βασανιστικό και αδάμαστο πόθο που βιάστηκαν από παλιά να εξευγενίσουν -σα να χρειαζόταν- οι ποιητές βαφτίζοντάς τον “έρωτα”» (σελ. 255).

Ποιοι είναι λοιπόν οι θεματικοί άξονες γύρω από τους οποίους κινείται το μυθιστόρημα αλλά και η βασιλεία του Νικηφόρου Δρυηνού; Εντός του κράτους έχουμε τη διαρκή διαμάχη με την Εκκλησία, κάτι που εντείνεται από τη στιγμή που ο αυτοκράτορας ψάχνει να βρει τρόπο για να περιορίσει τις άφθονες δωρεές στα μοναστήρια (κυρίως από φόβο ότι συγκεντρώνουν έτσι δύναμη περισσότερη από το ίδιο το κράτος κι όχι από οικονομική ζήλια), τις εσωτερικές προδοσίες, τη φορολογία, τη στρατολόγηση, τα έσοδα, την αγροτική παραγωγή και άλλα. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε την περιουσία των μοναστηριών, κάτι που στοίχισε σε κύρος στους προηγούμενους βασιλείς, είναι αξιομνημόνευτος. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, απλώς θα τονίσω ξανά πόσο ευρηματικές ιδέες υπάρχουν και πόσο προσεγμένα ξεδιπλώνονται. Οι λεπτές διαφορές των δύο νομοσχεδίων, Διαιρετικού και Ισοχρυσίου, ο τρόπος που χειρίστηκε ο συγγραφέας κάθε μα κάθε λέξη, υπόνοια και φράση, ο κάματος και η πνευματική εργασία που έπραξε για να καταφέρει ο αυτοκράτορας να ισορροπήσει αρμονικά χωρίς να προσβάλει, να μειώσει ή να καταδείξει κανέναν είναι από τα καλύτερα δείγματα γραφής σε όλο το κείμενο! Σύμφωνα με τον Θεόδοτο, δεξί χέρι του Δρυηνού: «Ήταν ένα ταπεινό μαχαίρι του ψωμιού ξεχασμένο σε κάποια γωνιά του τραπεζιού. Από το χέρι που το κρατούσε εξαρτιόταν αν θα γινόταν ένα καθημερινό οικιακό σκεύος ή ένα όπλο άσκησης πολιτικής και επιβολής τιμωρίας» (σελ. 276).

Από την άλλη, το κράτος απειλείται από τους Ρως, τους Σαρακηνούς, τους Άραβες και φυσικά τους Βούλγαρους που εποφθαλμιούσαν από τότε αυτοκέφαλη Εκκλησία και διάφορες άλλες λεπτομέρειες που ανάγκαζαν τον αυτοκράτορα να επιτίθεται ξανά και ξανά για να τους υποτάσσει. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τη στρατιωτική εκπαίδευση του διαδόχου, τη μεταμόρφωση του ίδιου του Δρυηνού από φτωχό αγρότη σε εγγράμματο βασιλιά και χιλιάδες άλλες μικρολεπτομέρειες που οδηγούν σε μια αναπάντεχη έκπληξη και την οριστική αλλαγή των πραγμάτων και της καθεστηκυίας τάξης μπροστά στα μάτια του αναγνώστη! Όσα και να γράψει κανείς δηλαδή, σε όσα κι αν αναφερθεί, υπάρχουν άλλες τόσες εκπλήξεις και ανατροπές που συγκροτούν ένα πραγματικά άρτιο κείμενο! Και τελικά πού αρχίζει το κράτος των Ρωμαίων; «-Αφού ρωτάς, θα σου πω εγώ μέχρι πού φτάνει η αρχή των Ρωμαίων… Μέχρι την τελευταία δασωμένη πλαγιά που μπορεί να αντηχήσει τα βήματα των σκουτάτων μου. Μέχρι εκείνον τον ποταμό που μπορεί να ξεδιψάσει τους πολεμικούς ίππους μου. Μέχρι το πιο μακρινό κύμα της άγνωστης θάλασσας που μπορεί να καθρεπτίσει τα ακρόπρωρα των δρομώνων μου. Μέχρι εκεί φτάνει η Ρωμανία» (σελ. 290-291).

Υπάρχουν πάρα πολλοί χαρακτήρες στο μυθιστόρημα, με έμφαση φυσικά στον Νικηφόρο Δρυηνό, σε όλους όμως ο συγγραφέας χαρίζει προσωπικότητες ολοκληρωμένες, κάποιες δισυπόστατες και κάποιες μονήρεις, όλοι όμως έχουν ένα παρελθόν και συμπεριφέρονται βάσει δράσης και αντίδρασης. Η διαδοχή των τάξεων, οι μάχες, οι προδοσίες είναι καταστάσεις που σίγουρα μας αποχωρίζουν από κάποιους για να έρθουν κάποιοι άλλοι, εξίσου ενδιαφέροντες, με δικά τους κίνητρα και τρόπο σκέψης, σε καμία περίπτωση όμως δε φτάνουμε να χάσουμε τον λογαριασμό. Άλλωστε η κυρίως δράση αφορά τα δέκα χρόνια βασιλείας του συνδιαδόχου και τα πρώτα του νέου αυτοκράτορα κι έτσι δεν υπάρχουν αμέτρητες αλλαγές. Ο συγγραφέας είναι εκεί, να βοηθάει τον αναγνώστη, σε περίπτωση που χαθεί, και να του εξηγεί υπομονετικά ποιος και τι είναι ο κάθε χαρακτήρας, ακόμη κι αν χρειαστεί να γυρίσουμε στο παρελθόν και να ζήσουμε την εποχή του Λέοντα Σκλαβιτζή. Οι τίτλοι και τα αξιώματα κάθε χαρακτήρα  προσδίδουν κύρος και μεγαλοπρέπεια και επεξηγούνται στο γλωσσάριο στο τέλος του βιβλίου.

Θα τολμήσω να πω πως σε γενικές γραμμές η βασιλεία του Νικηφόρου Δρυηνού είναι σχετικά μονοδιάστατη, μιας κι έχουμε μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, σεμνή, ταπεινή, διορατική, πανέξυπνη, που ήρθε να συγκυβερνήσει και όχι να σφετεριστεί. Κι όμως, είναι τόσο αδιόρατες οι χαρακιές που εμπλουτίζουν την προσωπικότητα του αυτοκράτορα που μετά από κάθε γεγονός έχουμε και μια μικρή αλλαγή. Ο πρώην δομέστικος των σχολών (=αρχιστράτηγος) αγωνίζεται να τα φέρει όλα σε μια σειρά, στήνει ένα αδιάσπαστο δίκτυο κατασκόπων, προσπαθεί να παραμείνει προσγειωμένος και να μην παρασυρθεί από πάθη (ερωτικά αλλά και εγωκεντρικά), να δουλέψει δηλαδή απερίσπαστος για το καλό του κράτους. Γεννάται όμως η ερώτηση: εκείνη την εποχή ήταν δυνατό να μην παρασυρθείς; Πιστεύω πως ο καθένας κάποια στιγμή θα υπέκυπτε στη γοητεία της εξουσίας, εδώ όμως ο τρόπος γραφής με πείθει απόλυτα για τη σχετικά μονήρη πλευρά της βασιλείας κι αυτό είναι η μαγεία της λογοτεχνίας: η υποδόρια πειθώ. Ακόμη και λάθη που έπραττε, άνθρωπος ων, είχε τη διαύγεια να μειώσει τον αντίκτυπό τους ή να στρέψει αλλού την προσοχή. Και φυσικά στο αναπάντεχο τέλος ξεδιπλώνεται όλη η γοητεία της προσωπικότητάς του, καταπίπτει στην εντελώς ανθρώπινη διάστασή του και με άφησε με δακρυσμένα μάτια να αναπολώ όλη την ατμόσφαιρα και τη μαγεία που έζησα διαβάζοντας.

Ο αυτοκράτορας λοιπόν αναλαμβάνει την εξουσία ως την ενηλικίωση του ενός έτους διαδόχου, συνονόματου Νικηφόρου, για να τον προστατέψει «από τα αρπακτικά που είχαν κουρνιάσει στα σκαλοπάτια του θρόνου πριν καλά καλά κλείσει τα μάτια του ο Λέων» (σελ. 28). Αυτοί οι σφετεριστές παραδέχτηκαν μετά την ενθρόνιση του Δρυηνού: «Αφελείς και υπερόπτες, είχαν ανοίξει τα παράθυρα να μπει στον κόσμο τους ο πιο κρύος και δυσοίωνος χειμώνας» (σελ. 64). Δεν είναι μόνο που δεν ήταν αγαπητός στους σφετεριστές αλλά η αλλαγή στο πρωτόκολλο και η δημοκρατική πολιτική που ακολούθησε, με όρεξη για αναδιοργάνωση και άρα για δουλειά, δυσαρέστησε πολλούς, «όλοι τους επαναπαυμένοι τόσα χρόνια» (σελ. 67): «Όλα αυτά ήταν ξένα με τα παραδεδομένα, με τις πρακτικές που είχαν συνηθίσει. Είχαν μάθει να ακούνε τον βασιλιά, να συμφωνούν με ό,τι λέει και μετά να συζητούν μεταξύ τους για το πώς θα του αλλάξουν γνώμη, αν πίστευαν ότι κάπου έσφαλλε» (σελ. 68). «Οι καινοτομίες του Νικηφόρου σταδιακά έπαυαν να είναι εκκεντρικές, άρχιζαν να γίνονται επικίνδυνες» (σελ. 72). «Όσο κι αν ο ίδιος ευχαριστιόταν με τα πιο απλά πράγματα, η αυτοκρατορία ήταν θεμελιωμένη σε δομές σύνθετες, αντικρουόμενες και -συνεχώς και δυναμικά- μεταβαλλόμενες. Αν δεν κατάφερνε να ακολουθήσει τους πυρετώδεις ρυθμούς της, θα αποτύγχανε στην αποστολή του» (σελ. 101). Κι όμως αυτή η απλή στην πολυτέλεια της θέσης της προσωπικότητα έψαχνε τρόπους να αναπολήσει την προηγούμενη, ταπεινή ζωή του, με τον συγγραφέα να δίνει μια ανάγλυφη νοσταλγία, γεμάτη με διαλεγμένα καλολογικά στοιχεία αλλά και χωρίς ακρότητες συναισθηματικές: «…να αναζητήσει με το βλέμμα την αγαπημένη του ύπαιθρο, τα βουβά, μαγικά δάση, τα περήφανα, πετρώδη όρη, τις φιλόξενες, ανοιχτές κοιλάδες με τους ατίθασους γκρινιάρηδες ποταμούς τους… Αναπολούσε τους τόπους όπου οι καλόγεροι ήταν εργατικοί και χαμογελαστοί…Τους τόπους όπου οι γριές για να σε κατευοδώσουν εύχονταν «ώρα καλή»… τους λιτούς αλλά σφικτούς οικισμούς που είχαν χτιστεί και σταθεί με αίμα…Τους τόπους όπου ιερή ήταν η δύση και τα θαύματά της..» (σελ. 157). «Μπροστά στα μάτια του [του λογοθέτη του δρόμου] είχε μεταμορφώσει έναν οκνό, εκμαυλισμένο ιδιοτελή και δολοπλόκο οργανισμό σε μία ακμαία μηχανή, ετοιμοπόλεμη και ικανή να συσπειρώνεται, να προσποιείται, να συστρέφεται και στο τέλος να εκτινάσσεται βίαιη, συντεταγμένη και ακαταμάχητη, για να επιβάλει κεραυνοβόλα στην Οικουμένη τους όρους της και το νόμο του Κυρίου» (σελ. 330).

Ακόμη κι ο Θεόδοτος, παραδυναστεύων δύο βασιλιάδων, ευνούχος και λογοθέτης του δρόμου (αξιωματούχος επικεφαλής των πολιτικών υποθέσεων του κράτους), μορφωμένος εξ ου και «Λόγιος», ευπροσάρμοστος σε κάθε αλλαγή, εξ ου και «Κοχλίας», παλατιανός, κλίνει το γόνυ μπροστά σε αυτόν τον παράδοξο βασιλιά: «-Σχεδόν αγράμματος και μ’ έχει συντρίψει! … Ούτε να μιλήσω δε με αφήνει! Αλλά τι δύναμη! Τι μυαλό» (σελ. 117)!

Μιχαήλ Ντουρώνης (ο ισχυρότερος συγκλητικός και ρέκτορας, δηλαδή ανώτατος αυλικός αξιωματούχος, εκλεγμένος από τον ίδιο τον Λέοντα), ο Ανδρόνικος Αμικάς, ο Νικόλαος ο «Μοχλός» (υπερήλικος πατριάρχης που ανέθρεψε δυο γενιές επισκόπων και ανέβασε ο ίδιος στον θρόνο τη δυναστεία των Σκλαβιτζήδων, ευμετάβλητος, μεγαλομανής και υποκριτής), ο διάδοχός του, αναργυρίτης Παύλος («μορφωμένος, ευγενικός και ευσυνείδητος, έχαιρε μεγάλης δημοτικότητας από το λαό… Όλοι τον αγαπούσαν παρά τις ερωτικές προτιμήσεις του»), ο Γεώργιος Γαστέρας (πιστός και αγαπημένος σύντροφος του Δρυηνού, λαμπρός και εκκεντρικός αξιωματικός, αγαπητός στους νεοσύλλεκτους), ο μοναχός Αθανάσιος Κώνωπας (βοηθός βιβλιοθηκάριου στο παλάτι και μετά από ένα τυχαίο γεγονός δάσκαλος του Δρυηνού, τον οποίο έμαθε γραφή κι ανάγνωση, μάλιστα η μία από τις δοκιμασίες για την επιλογή του δημιούργησε μια βαθιά φιλοσοφική σκηνή: «-Με φοβάσαι, Αθανάσιε; … -Σε φοβάμαι γι’ αυτά που μπορείς να μου κάνεις και δε σε φοβάμαι γιατί δεν έχεις λόγο να μου κάνεις τίποτα», σελ. 145), ο Γρηγόριος Κυανοδράκων (δρουγγάριος του πλώιμου, δηλαδή γενικός διοικητής του στόλου, τα κατορθώματά του είχαν πάρει μυθικές διαστάσεις, είχε καθαρίσει τις θάλασσες από κάθε κίνδυνο, ό,τι ήταν ο Λύκος στη στεριά ήταν ο Κυανοδράκων στη θάλασσα: «έμοιαζαν τόσο πολύ. Και οι δύο δοκιμασμένοι, αυτοδημιούργητοι, ανίκητοι», σελ. 161 και παρακάτω που συζητούν για τη θάλασσα: «-Δεν τη φοβάσαι; -Φυσικά και τη φοβάμαι. Όπως και τη σέβομαι. Μάλλον αυτό σημαίνει ότι την αγαπάω», σελ. 198), η αυγούστα Σοφία, η μάνα του διαδόχου (αρχόντισσα της οικογένειας των Δομηνατινών, «ήταν μόνη, μια γυναίκα που δεν είχε τίποτα, απέναντι σε έναν άνδρα που είχε τα πάντα», σελ. 9, που όταν οι μεγάλοι κίνδυνοι είχαν περάσει κι ο βασιλιάς έβαλε σε μια σειρά τις καταστάσεις, μόνο τότε άρχισε να βγαίνει ξανά στο προσκήνιο, μόνο και μόνο για να καταγραφεί ως ο πιο ακέραιος χαρακτήρας, μια γυναίκα που κώφευσε στις επιταγές της σάρκας και στη ρευστότητα των περιστάσεων: «Ποιος όμως είναι άξιος να έχει στο κρεβάτι του την αυγούστα; Η βασιλική μου αξία, ιδού η ευλογία και η καταδίκη μου», σελ. 432) και πάρα πολλοί άλλοι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές συγκροτούν τον κύκλο μέσα στον οποίο θα κινηθεί με επικίνδυνα βήματα ο αυτοκράτορας.

«Ο νόμος των διαδόχων» είναι ένα συναρπαστικό, λεπτομερές, παραστατικό, ρεαλιστικό ιστορικό μυθιστόρημα που δείχνει μια άλλη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με εξίσου μελετημένες όμως και ιστορικά τεκμηριωμένες περιπέτειες και καλογραμμένα γεγονότα, με μια πλειάδα ολοζώντανων χαρακτήρων, πλούσια καλολογικά στοιχεία, σκηνές μαχών και παρασκηνίων, με διαχρονικές αλήθειες γύρω από τη φύση και την ψυχολογία του ανθρώπου, με εκπλήξεις και ανατροπές μα πάνω απ’ όλα με μέτρο και όρια, χωρίς να ξεφεύγει ούτε γραμμή από την καθαυτή κεντρική ιδέα και εξ ου να γεμίζει περιττές σελίδες ή να παραθέτει ανούσια γεγονότα ή αχρείαστους χαρακτήρες. Με μεγάλη μου χαρά θα βυθιζόμουν ξανά σε αυτόν τον σφιχτοπλεγμένο κόσμο!

Πάνος Τουρλής