Ο Κυνηγός

του Sebastian Fitzek

Ο διακεκριμένος οφθαλμοχειρούργος Τσάριν Ζούκερ αρέσκεται να αφαιρεί τα βλέφαρα των γυναικών που απάγει και στη συνέχεια να τις βιάζει, η αστυνομία όμως δεν έχει καμία απόδειξη για να τον φυλακίσει. Πώς εμπλέκεται στην ιστορία του η Αλίνα Γκρεγκόριεφ και πώς θα καταφέρει να λύσει την υπόθεση με το χάρισμα που έχει; Τι απέγινε ο Συλλέκτης Ματιών και ο Γιούλιαν Τσόρμπαχ που απήγαγε; Τι συνδέει τον Ζούκερ με τον Συλλέκτη; Τι συμβολίζει η αφαίρεση βλεφάρων;

«Ο Κυνηγός» είναι η κορύφωση της ιστορίας που ξεκίνησε με τον «Συλλέκτη», το κρεσέντο που όλοι περιμένουμε όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα του Sebastian Fitzek. Τελειώνοντας το πρώτο βιβλίο είχα φυσικά μείνει άφωνος με την πλοκή και τις ανατροπές, με τα κίνητρα του δολοφόνου, με τους ρόλους των χαρακτήρων στην ιστορία, ένιωθα όμως πως κάτι έλειπε, ειδικά αφού διάβασα την περίληψη του δεύτερου που με προετοίμαζε για άλλη μια υπόθεση με πρωταγωνιστές τον Αλεξάντερ Τσόρμπαχ και την Αλίνα Γκρεγκόριεφ. Η αλήθεια όμως είναι πως το δεύτερο βιβλίο είναι άρρηκτα δεμένο με το πρώτο κι όχι μόνο αυτό αλλά, εκτός από το γνωστό σασπένς, τα αδιάκοπα παιχνίδια με τον αναγνώστη και τις φρικτές λεπτομέρειες, τα πάντα τινάζονται στον αέρα όσο πλησιάζουμε στο τέλος κι όλα ανατρέπονται με τέτοιο τρόπο που με σήκωσαν από την καρέκλα και έκοψαν την ανάσα μου. Ήδη από την  αρχή, εν είδει ρεπορτάζ, αποκαλύπτονται η ιστορία και οι εξελίξεις του πρώτου βιβλίου, οπότε θα τονίσω κι εγώ πως τα μυθιστορήματα πρέπει να διαβαστούν με τη σειρά.

Έχουμε και πάλι εναλλακτικές αφηγήσεις, πρωτοπρόσωπες και τριτοπρόσωπες, που αποτυπώνουν σφαιρικότερα την πλοκή και δεν αφήνουν τίποτα κρυφό. Η ιστορία ξεκινάει από το σημείο που την αφήσαμε στον «Συλλέκτη» ως προς την αναζήτηση του Τσόρμπαχ για τον γιο του ενώ ταυτόχρονα η φυσιοθεραπεύτρια Αλίνα δέχεται να βοηθήσει την αστυνομία με τον οφθαλμοχειρουργό Τσάριν Ζούκερ. Είναι ο καλύτερος, ο πιο έμπειρος, διαπρεπής στον χώρο του, έγκλειστος προσωρινά στη φυλακή, κατηγορούμενος για βιασμό και κτηνώδη βασανισμό γυναικών, που τους έκοβε τα βλέφαρα με νυστέρι και χωρίς αναισθητικό. Η Αλίνα δέχεται να του κάνει φυσιοθεραπείες όταν πιάστηκε κατά τη διάρκεια της γυμναστικής του, γιατί η μόνη μάρτυρας εξαφανίστηκε κι έτσι πρέπει να χρησιμοποιήσουν το χάρισμά της να «βλέπει» όταν αγγίζει κάποιον. Δυστυχώς, το παιχνίδι σύντομα στρέφεται εναντίον της ενώ λίγες ώρες νωρίτερα έχει δεχτεί την επίσκεψη μιας μητέρας που ψάχνει την έφηβη κόρη της, μια εξαφάνιση την οποία η αστυνομία αγνόησε.

Εφόσον αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της σειράς και είναι άρρηκτα δεμένο με το πρώτο, μιας και τα απόνερα των εξελίξεων στοιχειώνουν τους χαρακτήρες και επηρεάζουν τις κινήσεις και τις σκέψεις τους, μπορώ να γράψω κάποια πράγματα παραπάνω. Λάτρεψα λοιπόν την Αλίνα Γκρεγκόριεφ γιατί αποδόθηκε με τέτοιο ρεαλισμό και τόση προσοχή που με κέρδισε εξαρχής. Είναι μια τυφλή φυσιοθεραπεύτρια που οραματίζεται κάποια γεγονότα στις ζωές των πελατών της όταν τους αγγίζει, κάτι που βοήθησε (λίγο) τις εξελίξεις στο πρώτο βιβλίο της σειράς. Η καθημερινότητά της, οι αισθήσεις της, ο τρόπος που περπατάει και κινείται μες στον χώρο, το αγαπημένο μου σκυλί-φύλακας που την εμποδίζει όταν οσμίζεται κακό αποδίδονται τόσο παραστατικά και με τέτοια προσοχή που μου έδειξαν με ενάργεια και ρεαλισμό τα προβλήματα ενός τυφλού στον σύγχρονο κόσμο. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται στις Ευχαριστίες του πρώτου βιβλίου πόσο χρόνο αφιέρωσε στη μελέτη αυτών των ανθρώπων ακριβώς για να αποφύγει τα χιλιοειπωμένα κλισέ που όμως δε συνάδουν με την πραγματικότητα και για να καταργήσει τις κοινοτοπίες που έχουμε στο μυαλό μας οι περισσότεροι. Το συναισθηματικό της ξέσπασμα στο πρώτο βιβλίο, ότι τελικά δεν είναι εύκολο και πως υπάρχουν τόσες λεπτομέρειες που ψυχολογικά δεν βοηθάνε όσο κι αν το έχεις πάρει απόφαση ή έχεις βελτιώσει / βοηθήσει τη ζωή σου, ήταν συγκινητικό και αληθινό.

Ο συγγραφέας όμως, λες και θέλει να με εκδικηθεί, βάζει τον Αλεξάντερ σε μια τόσο απρόβλεπτη περιπέτεια που δεν μπορώ να γράψω εκτενέστερα γι’ αυτήν. Έγραψα για τη μία, δεν μπορώ να γράψω όμως για τον άλλον! Είναι μια εξέλιξη που με γέμισε αγωνία, άφθαστη συγκίνηση και ταυτόχρονα πληροφορίες για ιατρικές καταστάσεις που σπάνια συμβαίνουν, να όμως που έτσι βιώνουμε μια από τις πιο περίτεχνες ιστορίες εκδίκησης και μίσους, μιας και ο πρώην αστυνομικός δεν παύει να κυνηγάει μετά βδελυγμίας τον Συλλέκτη Ματιών ώστε να πάρει μια αργή και βασανιστική εκδίκηση. Η προθεσμία όμως τελειώνει κι όλα ανατρέπονται ευρηματικά και καλοσχεδιασμένα. Η δεύτερη ιστορία γίνεται ακόμη πιο προσωπική, φτάνοντας τον Αλεξάντερ στο ηττοπαθές συμπέρασμα: «…αναρωτήθηκα αν ήταν κάποιος φυσικός νόμος το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι που αγαπούσα έφταναν αργά ή γρήγορα να έχουν την ίδια μοίρα. Λες και ο βίαιος θάνατος ήταν ένας ιός κι εγώ ένας μολυσμένος φορέας, έτοιμος να τον μεταδώσω σε όποιον ήταν κοντά μου» (σελ. 273). Ναι αλλά πώς συνδέεται ο Συλλέκτης με τον οφθαλμοχειρούργο; Έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους ή πρόκειται για συμπτωματικές παράλληλες δράσεις; Ποια είναι τα κίνητρα του Ζούκερ και πώς θα καταφέρουν οι ήρωες του βιβλίου να νικήσουν δύο ψυχοπαθείς δολοφόνους;

Σε δεύτερο φόντο, από τη μια έχουμε συναρπαστικές παρατηρήσεις ψυχολογίας γύρω από την πολλαπλή προσωπικότητα, τη λειτουργία αυτοπροστασίας του εγκεφάλου, τη διαταραχή μετατραυματικού στρες, το ψυχικό σημείο ζέσης, την αποσύνδεση από την πραγματικότητα ως μέτρο προφύλαξης όταν το σώμα το ξεπεράσει αυτό το σημείο. Από την άλλη, εμφανίζεται το δίλημμα περί τιμωρίας από δικαστήριο ή προσωπικής αντεκδίκησης. Δε ζούμε στη ζούγκλα, οι περιγραφές όμως εγείρουν στον αναγνώστη την οργή και τη δίψα για εκδίκηση για όσα απεχθή εγκλήματα γίνονται. Ποιος κερδίζει; Ο συγγραφέας δεν είναι ξεκάθαρος, ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επιλέγει να παρουσιάσει. Κι όλα αυτά εμφανίζονται σε μια περιπέτεια που κυριολεκτικά δε σε προετοιμάζει για το επόμενο στάδιο, είναι ανελέητη με τον αναγνώστη και κλείνει έξυπνα, ρεαλιστικά και σωστά μια ιστορία φρίκης, ανατριχίλας, τρόμου και δυσάρεστων εκπλήξεων. «Ο χειρότερος τρόμος έχει συχνά αθώο όνομα» (σελ. 25) και το Sebastian είναι η καλύτερη απόδειξη. Μετά τον «Κυνηγό» θα χρειαστεί να απομακρυνθώ λίγο από το αστυνομικό είδος για να μπορέσω να ξαναπιάσω τέτοιο βιβλίο ανεπηρέαστος από τα συναισθήματα που μου άφησε ο συγγραφέας χάρη στην αφηγηματική του μαεστρία και τα πανέξυπνα παιχνίδια που παίζει με το μυαλό μου.

Πάνος Τουρλής