Ουίσκι μπλε

της Τέσυ Μπάιλα

Η Τέσυ Μπάιλα, ενας ευτυχής συγκερασμός Καβάφη και Ομήρου, ανεβάζει τον πήχη της γραφής της ένα σκαλοπάτι ψηλότερα και μας χαρίζει το Ουίσκι μπλε, ένα αξέχαστο μυθιστόρημα με ένα από τα ωραιότερα εξώφυλλα που έχω δει σε βιβλίο. Νομίζετε ότι ο Οδυσσέας γύρισε στην Ιθάκη και στην Πηνελόπη του και η ιστορία τελείωσε εκεί; Κάνετε λάθος, ο Οδυσσέας γέννησε απογόνους που αναζητούν τη δική τους πατρίδα και ταξιδεύουν στις άκρες της γης ψάχνοντας το δικό τους μέλλον και αναζητώντας την άκρη της κλωστής που θα τους δέσει γερά με τη ζωή. Ένας τέτοιος απόγονος είναι και ο Μιχάλης του μυθιστορήματος, μια τσακισμένη σβούρα στην αλάνα του χρόνου που στριφογυρίζει από δω κι από κει, ανάλογα με τη φορά του ανέμου της μοίρας και την κλίση του εδάφους της τύχης. Ένας άντρας χαμένος στους δαιδάλους της καθημερινότητας, που ακούει τη φωνή της επίτευξης να αντηχεί στους τοίχους γύρω του και δεν καταφέρνει να βρει τη σωστή γωνία και να στρίψει.

Ουίσκι μπλε, διάφανο σαν την ψυχή του Μιχάλη, καυτό σαν τη λάβα του ηφαιστείου που ανάγκασε τους γονείς του να εγκαταλείψουν τη Σαντορίνη της δεκαετίας του 1950 για να έρθουν στην Αθήνα, γαλάζιο σαν την κουβέρτα της θάλασσας που καλεί, σαν ανικανοποίητη ζωντοχήρα, κοντά της άντρες ολοζώντανους, στιβαρούς, ετοιμοπόλεμους, για να χορτάσει τη δίψα της και να ικανοποιήσει τον εγωισμό της. Ένα μυθιστόρημα γεμάτο συναισθήματα, εικόνες, ήχους, μυρωδιές, ιστορίες, χαρακτήρες. Κάθε σελίδα κι ένα κύμα που ή σε ανεβάζει ψηλά ή σε καταβαραθρώνει, κάθε λέξη κι ένα σκάφος που σε φέρνει όλο και πιο κοντά στον φάρο του τέλους της ιστορίας, όμως αποζητάς με λαχτάρα να παρεκκλίνεις της πορείας αυτής, να γευτείς με την ησυχία σου την αρμύρα του συγγραφικού ύφους, να χαϊδέψεις με τη σκέψη σου το μυαλό που έχει γεμίσει με όλες αυτές τις εικόνες κι έχει προβληματιστεί σε πρωτόγνωρο βαθμό από όσα η δεξιοτέχνις συγγραφέας επιλέγει να σου παρουσιάσει.

Τι άλλο μπορεί να νιώσει κανείς για ένα κείμενο που από την αρχή κιόλας καλωσορίζει τον αναγνώστη χαρίζοντάς του λέξεις γλαφυρές, τρισδιάστατες, και τον τυλίγει με προτάσεις σαν αυτήν: «Κανένας ναυτικός δεν κατάφερνε ν' αποχωριστεί ποτέ τη θάλασσα και ο Μιχάλης την ένιωθε να κυλά στις φλέβες του από πάππου προς πάππου, να μπαίνει στο αίμα του και να θρέφει την καρδιά του. Την ένιωθε να ζαλίζει τις αισθήσεις του, σαν το ουίσκι που συνήθιζε να πινει καμιά φορά τα τελευταία χρόνια, όταν ήθελε να ξεχαστεί και αναζητούσε μιαν άλλη θάλασσα για να πλεύσει μέσα στακύματά της. Ένα ουίσκι δυνατό και καλόπιοτο και το ίδιο εθιστικό...Ένα ουίσκι, μπλε, όσο πιο βαθύ μπλε ήταν το χρώμα του, τόσο μεγαλύτερος γινόταν ο εθισμός του» (σελ. 18).

Το βιβλίο μας ταξιδεύει στο Πορτ Σάιντ, όπου ξεκίνησε να χτίζεται ελληνική παροικία τα χρόνια που χτιζόταν η διώρυγα του Σουέζ, στη Σαντορίνη με το καταστρεπτικό ξύπνημα του ηφαιστείου της το 1950, στο Βέλγιο του 1956, οπότε και αυξήθηκε το μεταναστευτικό ρεύμα προς τα εκεί ένεκα η ζήτηση χεριών για εξόρυξη άνθρακα από τα μεταλλεία της χώρας, αν και στα μαγαζιά απαγορεύονταν «οι Έλληνες, οι Ιταλοί κι οι σκύλοι» (στην πόλη Μαρσινέλ του Βελγίου σημειώθηκε τότε το πιο σοβαρό πολύνεκρο εργατικό ατύχημα σε ανθρακωρυχείο) και στην περιβόητη Τρούμπα αλλά και ευρύτερα στον Πειραιά της αναπτυσσόμενης μετεμφυλιακής Ελλάδας, στον Πειραιά της μέρας με τους αχθοφόρους, τους λιμενεργάτες και τους λιμενικούς, και της νύχτας, εμ τους κουτσαβάκηδες, τις πόρνες και τους κλέφτες. Παρέα στις αναζητήσεις του Μιχάλη για επαγγελματική αποκατάσταση και προσωπική ευτυχία μια φυσαρμόνικα, που ξέρει να τραγουδά από μόνη της λες το πιο ρομαντικό τραγούδι, αυτό της Αριάδνης.

Ένας ζωγραφικός πίνακας αυτό το μυθιστόρημα, με φόντο και προοπτική, γεμάτος χαρακτήρες, άλλους στη σκιά και άλλους στο φως, που όλοι πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή και πότε τον βοηθάνε, πότε τον εξαπατούν. Γεμάτος ο πίνακας αυτός ιστορίες, επάλληλους κύκλους που ολοκληρώνονται σταδιακά, ανθρώπους που παίζουν σκάκι με τη μοίρα τους γεμάτοι αγωνία για την έκβαση. Η συγγραφέας κάπου κάπου διακόπτει τη ροή της αφήγησης για να μας γυρίσει στο μέλλον ή στο παρελθόν κι αυτό βοηθάει στην κλιμάκωση της αγωνίας για την εξέλιξη της πλοκής. Ο χειρισμός λοιπόν είναι αριστοτεχνικός, η επιλογή των χαρακτήρων μοναδική και η σκιαγράφησή τους ανεπανάληπτη. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα και με όλη μου την καρδιά!

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Κοιτούσε την πλανεύτρα θάλασσα -μια γυναίκα ξελογιάστρα ήταν του λόγου της. Χαμογέλασε και το χαμόγελό του ήταν χάδι πάνω στο ατίθασο κορμί της». (σελ. 17).

«Γιατί, ξέρεις, δεν τους σηκώνει όλους η θάλασσα. Άλλους τους θέλει κι άλλους όχι. Εκείνη διαλέγει όποιον θέλει. Κάνει το κουμάντο της μαζί σου κι αν είσαι τυχερός και σε διαλέξει, θα αφήσει το σημάδι της επάνω σου και τότε θα το ξέρεις κι εσύ. Αλλιώς, όσο κι αν θες τίποτα δε γίνεται» (σελ. 82).

«Μετανάστης θα πει ξένος, μάνα, θα πει μόνος, έρημος...αυτό θα πει και τίποτα περισς΄τοερο, θα πει φτώχεια και μοναξιά. Στην ξένη χώρα λίγες πόρτες ανοίγουν...κι όταν ανοίξουν σε κοιτούν σα να πρόκειται κακό να τους κάνεις. Και δε σου μιλούν. Λες και φοβούνται ακόμα και τα λόγια τους να σου χαρίσουν, οι άνθρωποι σε αποφεύγουν» (σελ. 200).

«Είπα ν' αλλάξω τόπο μήπως και βγει από μέσα μου ο πόνος, μα να εδώ στρογγυλοκάθεται ακόμα, είπε κι έκανε μια κίνηση με το χέρι του να δείξει το μέρος της καρδιάς του» (σελ. 236).

«Ένας αλλόκοτος θίασος σκιών βιαζόταν να βγει ξανά στο φως. Μαριονέτες οι οποίες κινούνταν με δυσκολία και υπάκουαν σε κινήσεις προκαθορισμένες από κάποιο αόρατο νήμα. Η καρβουνόσκονη είχε ποτίσει τα ρούχα τους, το δέρμα τους, τα πνευμόνια τους αλλά κυρίως τα όνειρά τους» (σελ. 246).

«Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από ένα βαπόρι τι θα πει αποχωρισμός, συλλογίστηκε, καθώς είδε ένα ογκώδες πλοίο να περνά τη μπούκα του λιμανιού και να μπαίνει στο λιμάνι με αργές, ζυγιασμένες κινήσεις. Μόνο ένα βαπόρι ξέρει να ξεχωρίζει τον πόνο του φευγιού από την προσμονή της επιστροφής, τα δάκρυα του ξεριζωμού από εκείνα της χαράς του γυρισμού, σκέφτηκε...» (σελ. 313).

«Όποιος έχει περάσει τη ζωή του δίπλα στη θάλασσα γνωρίζει καλά ότι όλα τα λιμάνια ζουν δυο παράλληλες ζωές. Μια το πρωί, με τον μόχθο και τη δουλειά των λιμενεργατών, τους αποχωρισμούς και τα ατέλειωτα αντίο, εκείνες οι ώρες που γεμίζουν τον αέρα του λιανιού με θλίψη λίγο προτού λύουν τακ αράβια τουςκάβους για να εισχωρήσουν ηδονικά στο θαλασσινό σώμα, και μία, ολότελα διαφορετική ζωή, το βράδυ, όταν μοιάζει όλα να ησυχάζουν και το λιμάνι να αδειάζει...Ένας ολόκληρος κόσμος κινείται στο περιθώριο και κάνει την εμφάνισή του αμέσως μόλις σβήσει το φως του ήλιου, για να εξαφανιστί, ως διά μαγείας, λίγο πριν από την επόμενη ανατολή» (σελ. 322).

«Χαλασμένες ζωές, ζωές του λιμανιού, φίλε μου, μα κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κανένα για τη ζωή του. Δικά του είναι τα λάθη και τα πληρώνει. Δικά του και κανενός αλλουνού» (σελ. 350).

Πάνος Τουρλής