Ορκίσου, Άλεξ Κρος

του James Patterson

«Ορκίσου, Άλεξ Κρος» πως θα κάνεις ό,τι μπορείς για να βρεις την οικογένειά σου ζωντανή και να τη σώσεις από τα νύχια ενός αδίστακτου ντουέτου. Μετά από μια επιτυχημένη διαλεύκανση απαγωγής μωρών και πολλαπλών δολοφονιών σε κακόφημα στούντιο μασάζ, η οικογένεια του Άλεξ Κρος πέφτει θύμα απαγωγής από δυο ανθρώπους που τους εξιτάρει η δράση και φυσικά οι δολοφονίες. Οι φωτογραφίες που στέλνουν στον ντετέκτιβ είναι αληθινές ή αποτέλεσμα photoshop; Πώς θα καταφέρει να ξεγελάσει έναν εχθρό που ήδη έχει τρυπώσει στο σπίτι του, παγιδεύοντάς το με κάμερες και μικρόφωνα; Ποιος θα τον βοηθήσει και με ποιον τρόπο;

Στο 21ο βιβλίο της σειράς, οι νέες υποθέσεις που ανέλαβε ο ντετέκτιβ ήταν μια αναμενόμενη σειρά ανακρίσεων, ερευνών και υποθέσεων, με πιο ανατριχιαστική αυτήν της απαγωγής των βρεφών από μια γοητευτική και πειστική γυναίκα. Με τη βοήθεια όμως ενός ανθρώπου που τον παρακολουθεί στενά, ο Κρος καταφέρνει να βρει την άκρη και να τις λύσει, μόνο και μόνο για να δεχτεί απροετοίμαστος το συγκλονιστικό νέο της απαγωγής των συγγενών του. Στο βιβλίο αυτό επιτέλους είδα μετά από καιρό τον Άλεξ Κρος να πιάνει δουλειά ως profiler και όχι μόνο ως ντετέκτιβ που ερευνά με ένστικτο και / ή βάσει τεκμηρίων. Ειλικρινά όμως, όσο ρεαλιστικά κι επιστημονικά κι αν καταγράφηκε, η περίπτωση της τετραπλής σχιζοφρενούς προσωπικότητας ενός ενόχου μου φάνηκε αρκετά παρατραβηγμένη (τέσσερις φωνές μέσα σ’ ένα κεφάλι; δύσκολο μεν, πιθανό όμως, αν και ο τρόπος γραφής δε με έπεισε). Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο απαγωγείς πλησίασαν την οικογένεια, πώς την παρακολουθούσαν και πότε και με ποιον τρόπο έκαναν την κίνησή τους δόθηκαν με κλιμακούμενη αγωνία και ένταση. Φυσικά, μετά την απαγωγή και μέχρι να τελειώσει το κείμενο, είχαμε πολλές σελίδες με τις σκέψεις του Άλεξ Κρος, τον θυμό του, την οργή που ένιωσε, την απελπισία του κλπ., κάτι που γέμισε πολλές σελίδες ενώ τελειώνει σε κρίσιμο σημείο, αφήνοντάς με σε αγωνία μέχρι να βγει το επόμενο βιβλίο, μια τακτική που προσωπικά δεν τη θεωρώ σωστή.

Για άλλη μια φορά, η ταυτότητα των ενόχων αποκαλύπτεται από την αρχή σχεδόν στον αναγνώστη, ο οποίος βασίζεται πλέον μόνο στις ανατροπές και στα εμπόδια για να τον κρατήσουν ως το τέλος. Επομένως, όποιες σκέψεις εκφράσω επί της προσωπικότητας του απαγωγέα, στηρίζονται σε πράγματα που γίνονται γνωστά από τα πρώτα κεφάλαια. Ο απαγωγέας λοιπόν είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ασχολείται με τη δημιουργική και ευρηματική εφαρμογή των φιλοσοφικών μεθόδων στα σύγχρονα προβλήματα, π.χ. στις κατά συρροήν δολοφονίες. Το βιβλίο του «Ο τέλειος εγκληματίας» ασχολείται με δύο άλυτες υποθέσεις μαζικών δολοφονιών ώστε να βρει τον τέλειο εγκληματία για να μελετήσει και να προσδιορίσει την ταυτότητά του, να συγκροτήσει δηλαδή τη φιλοσοφική του κοσμοθεωρία. Για τον λόγο αυτόν, βοηθάει και τον εχθρό του να λύσει τις υποθέσεις που τον απασχολούν! Ταυτόχρονα, όπως έγραψα και πριν, είναι διεστραμμένος ερωτικά και δολοφονεί για ερωτική έξαψη με τη σύντροφό του διάφορα θύματα («Οι φόνοι δεν ήταν μόνο το ακαδημαϊκό του πεδίο, ήταν μέρος της ζωής του. Η πιο μεγαλειώδης πράξη στην ανθρώπινη κωμωδία: η εξάλειψη της ύπαρξης, ένας εκστατικός παροξυσμός βίας που έβαζε τέλος στην παράδοξη και άσκοπη φύση της ζωής», σελ. 61).

Αυτή η παρανοϊκή προσωπικότητα, που δε δίστασε να ρίξει τον πατέρα του στα γουρούνια επειδή έδερνε τη μάνα του (ναι, όσο παρατραβηγμένο κι αν ακούγεται κι αυτό, τα γουρούνια είναι παμφάγα και η σάρκα είναι μια ωραία λιχουδιά γι’ αυτά), βάζει κοριούς και κάμερες στο σπίτι των Κρος και βήμα το βήμα στήνει μια αριστοτεχνική παγίδα που θα φτάσει τον πρωταγωνιστή στα όριά του. Τώρα, πώς γίνεται ο Άλεξ Κρος να βρει τα μικρόφωνα και τις κάμερες του απαγωγέα και όχι αυτά του Ρον Τζούντισι που επίσης τον παρακολουθούσε στο προηγούμενο βιβλίο της σειράς, μιας και δεν είχε ιδέα ότι τον είχε παγιδέψει κι αυτός, είναι απορίας άξιον.

Το βιβλίο μου φάνηκε πιο φλύαρο από τα άλλα της σειράς, ειδικά με τον τρόπο σκέψης και αντίληψης του απαγωγέα, που κατέφευγε συχνά πυκνά σε φιλοσοφικούς μονολόγους. Αρκετές φορές μακρηγορούσε και καθυστερούσε έτσι την κυρίως δράση. Επίσης, πρώτη φορά συναντώ πολλές αναφορές σε τηλεοπτικές σειρές ως μέρος της καθημερινότητας ενός μέσου Αμερικανού, τις υποθέσεις των οποίων κάποιες φορές παραλλήλιζε ο Κρος με τη δική του καθημερινότητα (Walking dead, Sopranos, Two and a half men κλπ.), ο οποίος Κρος πρώτη φορά αποκαλεί τη Νάνα Μάμα «γιαγιά του» σε συζητήσεις τους ή κατά την αφήγηση, κάτι που μου έκανε εντύπωση. Γιατί δεν ακολουθήθηκε άραγε το οικείο αφηγηματικό στυλ και λεξιλόγιο τόσων βιβλίων; Σε γενικές γραμμές πιστεύω πως, όσο έντονη και συναρπαστική είναι η κεντρική ιδέα του μεγάλου χτυπήματος σ’ έναν ντετέκτιβ ολκής, άλλο τόσο υπήρξε αντικείμενο κακοδιαχείρισης κατά την εξέλιξη της πλοκής. Αν προσθέσουμε δε σ’ όλ’ αυτά και την επανεμφάνιση της Άβα, της έφηβης που είχαν κάνει μέλος της οικογένειάς τους οι Κρος και η οποία θεωρήθηκε νεκρή στο προηγούμενο βιβλίο της σειράς, «Τρέξε, Άλεξ Κρος!», νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με λανθασμένη και μη ρεαλιστική αντιμετώπιση.

Το «Ορκίσου, Άλεξ Κρος» είναι άλλη μια εξιχνίαση κατά συρροή δολοφονιών και απαγωγών αλλά κι ένα σημείο καμπής στη σειρά των βιβλίων με τον διάσημο Αφροαμερικανό ντετέκτιβ, μιας και τίποτα μέσα του δε θα είναι πια το ίδιο μετά την απαγωγή της οικογένειάς του.

Πάνος Τουρλής