Ολική έκλειψη καρδιάς

της Μαρίας Παναγοπούλου

Η Αρετή, μέλος μιας δεμένης παρέας παιδιών, γνωρίζει τον Αντρέα και ξεμυαλίζεται μαζί του. Ένα βράδυ του Ιουλίου, εν πλω για την Τήνο, ο Αντρέας εξαφανίζεται και τίποτα δε θα είναι ξανά το ίδιο για κείνη. Πέντε χρόνια μετά, η Αρετή έχει προχωρήσει στη ζωή της κι έχει παντρευτεί τον Ισίδωρο, μόνο που ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ θα την ξαναρίξει στα σκοτεινά μονοπάτια του παρελθόντος. Τι συνέβη στον Αντρέα; Ποιο μυστικό κρύβει η Σπηλιά της Αρετούσας στον Πειραιά και γιατί το χρησιμοποιεί ο Αντρέας για να φέρει πιο κοντά του την Αρετή; Πώς θα χειριστεί ο Ισίδωρος τις απρόσμενες αλλαγές στη ζωή της γυναίκας που αγαπάει πιο πολύ από κάθε τι;

Το νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Παναγοπούλου ζωντανεύει μια αξιόλογη ρομαντική ιστορία στα μέσα της δεκαετίας του 1980, μιας εποχής που υπήρξε σταθμός για όσους την έζησαν, όπου τα πάντα ήταν πιο απλά και ουσιαστικά, η τεχνολογία λιγότερο διαδεδομένη, οι επαφές γεμάτες νόημα και ουσία, τα συναισθήματα γνήσια. Με συνεχόμενα πρωθύστερα γυρίζουμε στο 1983 και ξαναρχόμαστε στο 1988, δύο χρονιές που σημάδεψαν την πορεία της Αρετής και των δύο αντρών που αγάπησε, του Ισίδωρου και του Αντρέα. Αναχρονισμοί που ταιριάζουν τόσο ωραία και στρωτά με τη μυθοπλασία, αύρα μυστηρίου γύρω από τη Σπηλιά αλλά και τη συμπεριφορά του Αντρέα, απανωτές εκπλήξεις που πολλαπλασιάζονται όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, σωστοί διάλογοι, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά του κειμένου. Η ιστορία κινείται σε κύκλους που ενώνονται χωρίς να επαναλαμβάνονται, μιας και κάθε φορά μαθαίνουμε μια άλλη οπτική γωνία της αφήγησης.

Σταδιακά και με συνεχόμενες ανατροπές ξεδιπλώνεται μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα πλοκή που με κράτησε ως το τέλος και έζησα έντονα τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα της ηρωίδας, η οποία, ενώ αρχικά φαινόταν ελαφρόμυαλη και επιπόλαιη, σταδιακά άρχισε να παίρνει τη ζωή στα χέρια της και να μεταμορφώνεται. Μέσα από την πρώτη σχέση που γνωρίζουμε καταγράφονται τα αρνητικά συναισθήματα της εξάρτησης από τον σύντροφο και τα σημάδια της ψυχικής και σωματικής βίας στην προσωπικότητά μας. Οι φίλοι της Αρετής, χωρίς ιδιαίτερες σκιαγραφήσεις ο καθένας αλλά μια ενωμένη γροθιά όλοι μαζί για να την προστατέψουν και να τη στηρίξουν στις επιλογές της, είναι μια πολύ καλή επιλογή για να ζωντανέψουν μέσα από το λεξιλόγιο, τη διασκέδαση, τα χόμπι τους όλες εκείνες οι λεπτομέρειες της εποχής που θα δώσουν τον απαραίτητο ρεαλισμό και ταυτόχρονα γλυκόπικρες αναμνήσεις σε όσους έζησαν εκείνα τα χρόνια. Η αγάπη τους για την Αρετή, οι πράξεις τους για να την προστατέψουν, οι φόβοι τους για τη συμπεριφορά της δείχνουν το πραγματικό πρόσωπο της φιλίας και τονίζουν εναργώς τα πλεονεκτήματα της παρουσίας της στη ζωή μας.

Παταπούφα, κόκκινο τηλέφωνο παγωτά Algida και ΕΒΓΑ, ο φονικός καύσωνας του 1987, η τηλεόραση, ο φραπές, η Αλλαγή που έφερε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από το 1981 και εφεξής, ο Γιώργος Κοσκωτάς και το σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης, οι θάλαμοι του ΟΤΕ, ο Λάγιος Ντέταρι, ουφάδικα και Pac-Man, ντισκοτέκ, φοφίκο και άλλα σνακ, φράντζα με λευκές κάλτσες και σκαρπίνι, βάτες και Δυναστεία, το νεύμα του Αντρέα προς τη Δήμητρα Λιάνη, ενσωματώνονται αρμονικά και ζωντανεύουν άριστα την εποχή και την καθημερινότητά της, με διακριτικές επεξηγηματικές σημειώσεις. Μάλιστα, έχει γίνει και τοπικού επιπέδου έρευνα, μιας και η συγγραφέας έχει ενσκήψει εξίσου στο παρελθόν του Πειραιά και της Πάτρας, χαρίζοντάς μας τοπόσημα, άγνωστες ιστορίες, γεγονότα που σμίλεψαν την πορεία των δύο πόλεων στον χρόνο, αρκετά από τα οποία παρακινήθηκα να τα ψάξω περισσότερο και να τα ξαναθυμηθώ ενώ μου έκανε εντύπωση που φράσεις όπως «βασικά» και «δε λέει», που δε μου είναι ξένες ακόμη και σήμερα, τότε ήταν εκφράσεις «της μόδας», όπως και τα παρωχημένα πλέον «γουστάρω» και «δικέ μου»!

Η έρευνα πάνω στη δεκαετία του 1980 και η τοποθέτηση των πραγματολογικών στοιχείων στη ροή της αφήγησης φαίνεται από την αρχή πως έγιναν με κατάλληλο τρόπο και χειρισμό και δεν τοποθετήθηκαν επιτηδευμένα στις εξελίξεις. Η ιστορία που μας αφηγείται η Μαρία Παναγοπούλου μόνο τότε και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διαδραματιστεί και όλα τα συστατικά του μυθιστορήματος είναι απότοκα των συμπεριφορών που είχαμε εκείνη την εποχή. Από την άλλη, οι υποσημειώσεις, αν και διακριτικές όπως έγραψα και πριν, φοβάμαι πως ήταν είτε πολλές, με αποτέλεσμα να φεύγω συχνά από την εξιστόρηση για να χαθώ στις αναμνήσεις ή να αναζητήσω περισσότερες πληροφορίες είτε χωρίς λόγο ύπαρξης, μιας και λίγα σημεία χρήζουν επεξηγήσεων, όπως τα τρομοκρατικά χτυπήματα ή τα αθλητικά γεγονότα, εφόσον μάρκες τσιγάρων και άλλων ειδών, τηλεοπτικές σειρές, καταστήματα και άλλα στολίζουν από μόνα τους τις εξελίξεις. Εκτός κι αν αυτή η αίσθηση που αποκόμισα πηγάζει από το γεγονός πως πλέον η δεκαετία του 1980 έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται ιστοριογραφικά, να αποτελεί κομμάτι παρελθόντος όχι μόνο αναμνησιολογικού αλλά και ερευνητικού κι αυτό να συγκρούεται με τις δικές μου αναμνήσεις που έχω και συνεπαγωγικά να νιώθω πως έχω μεγαλώσει. Όταν φτάνουμε στο σημείο επεξήγησης και λημματικής καταγραφής γεγονότων, ακουσμάτων, τάσεων και λέξεων μιας εποχής στην οποία κάναμε τα πιο σημαντικά μας βήματα στηριζόμενοι σε αυτά τα ερεθίσματα, κάπου στο βάθος υπάρχει η εντύπωση πως ήρθε η ώρα να παραδώσουμε στην ιστορική τεκμηρίωση και στον λεξιλογικό προσδιορισμό τα χρόνια που μεγαλώσαμε και ανατραφήκαμε. Ε, πονάει λιγάκι αυτό….

«Ολική έκλειψη καρδιάς» λέγεται ένα από τα πολλά τραγούδια που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1980 κι αυτόν τον τίτλο επέλεξε η συγγραφέας για να προσδιορίσει τα συναισθήματα της Αρετής, μιας γυναίκας που δίνεται και χαρίζεται με οποιοδήποτε ψυχικό κόστος, με αποτέλεσμα να ωριμάζει μέσα από γεγονότα που βιώνει εκείνη κι η παρέα της, νέα παιδιά που ζουν σε «μια παρεξηγημένη δεκαετία». Ο Αντρέας του χτες και ο Ισίδωρος του σήμερα θα της χαρίσουν ένα ταξίδι που θα επηρεάσει εκείνη και τους φίλους της, η κλιμακούμενη πλοκή θα φέρει απρόσμενα γεγονότα, το βιβλίο θα μας μεταφέρει σε μια εποχή αλλαγών για τη σύγχρονη κοινωνία και θα μας δείξει την ολική έλλειψη της ατμόσφαιρας του 1980 στον εντελώς διαφορετικό 21ο αιώνα.

Πάνος Τουρλής