Οι κυρίες με τα τιρκουάζ

της Κωνσταντίνας Μόσχου

Σε μια ληστεία τραπέζης όλα πάνε στραβά, τον σάκο με τα λεφτά όμως τον αρπάζουν τρεις γυναίκες ντυμένες στα τιρκουάζ. Ποιες είναι και πώς βρέθηκαν εκεί; Είναι οι εγκέφαλοι της ληστείας ή διασταυρώθηκαν τυχαία με τον νεκρό ληστή και τη λεία; Είναι οι γυναίκες που γνωρίζει ο Στάθης Παντελιάς ή όχι; Τελικά, ποιος πήρε τα χρήματα της ληστείας από κει που ήταν κρυμμένα, αφήνοντας κι άλλο πτώμα πίσω του; Τι κρύβεται σε αυτήν την υπόθεση και πόσο βαθιά στον υπόκοσμο θα στείλει τον Παντελιά η διερεύνησή της;

Η δεύτερη υπόθεση του Στάθη Παντελιά είναι πρωτότυπη, φρέσκια και ευρηματική, με το γνωστό χιούμορ που αγάπησα στο πρώτο βιβλίο, αν και σε λιγότερες δόσεις. Πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη εκπλήξεις και αναπάντεχους χαρακτήρες που δρουν με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, είτε για να βρουν τα κλεμμένα χρήματα είτε για να εκδικηθούν είτε για να απαγάγουν κάποιον που (ίσως) να μην έχει σχέση με όλα αυτά (ουπς!). Και μόνο που η ιστορία ξεκινάει επειδή η σύντροφος του ντετέκτιβ είναι γειτόνισσα με μια ηλικιωμένη κυρία, δεν αναθέτει δηλαδή κάποια femme fatale τη δουλειά στον Παντελιά, έχει ήδη σπάσει τις νόρμες ενός μυθιστορήματος του είδους του, πόσο μάλλον που η πλοκή στη συνέχεια απογειώνεται, περιπλέκεται και κορυφώνεται απρόσμενα. Βρήκα μάλιστα και πολύ πρωτότυπο τον τρόπο αφήγησης, μιας και η ληστεία έχει ήδη γίνει και προσπαθούμε να την επανασυστήσουμε έξι μήνες μετά μέσα από μαρτυρίες, εικασίες, αναμνήσεις και αποδείξεις. Τα πρωθύστερα πάνε κι έρχονται χωρίς όμως να κουράζουν ούτε να αποπροσανατολίζουν, αντίθετα, αυτή η επιλογή μου κέντρισε το ενδιαφέρον γιατί απαντώνταν στην πορεία ερωτήματα που μου δημιουργούνταν στην αρχή, μόνο και μόνο για να με ρίξουν σε ακόμη πιο σκοτεινά νερά!

Ο Στάθης Παντελιάς λοιπόν είναι ένας σαραντάρης ιδιωτικός ερευνητής, με πολλές και σημαντικές γνωριμίες με το αστυνομικό σώμα, από το οποίο φυσικά ποτέ δεν έκοψε επαφές. Η σχέση του με την Τζέσυ, που θεωρεί τον εαυτό της τραγουδίστρια υψηλών προδιαγραφών και άγεται και φέρεται για μια καριέρα, κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο και δεν αφήνει σε ησυχία τον άνθρωπο να επιλύσει την υπόθεση. Μαζί με τις αγαπημένες του μαστίχες που τον ηρεμούν όταν τις μασάει προσπαθεί να ξεδιαλύνει ένα πραγματικά δύσκολο κουβάρι που με ξάφνιαζε σε κάθε του ανατροπή. Ο πρωταγωνιστής έχει μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, είναι πιστός στο καθήκον, πολέμιος του άδικου, επιμένει να βρει τη λύση στις δουλειές που αναλαμβάνει, μπαίνει σε κίνδυνο χωρίς να το θέλει και διατυπώνει αρκετές σκέψεις που προβλημάτισαν κι εμένα. Για παράδειγμα, όταν επισκέπτεται ένα κοιμητήριο, παρασύρεται σε μαύρες ατραπούς: «…όλα ήταν ανάξια λόγου. Στη δική μου περίπτωση, να κυνηγώ μια ζωή τους απόκληρους της κοινωνίας, να παίζω τους κλέφτες και αστυνόμους, να κάνω τον δίκαιο και τον τιμωρό, ώσπου να δω ξαφνικά την αλήθεια: αυτό το μαρμαράκι μπροστά μου. Αυτή είναι η δικαιοσύνη;» (σελ. 80). Ή στη συνέχεια αναρωτιέται κάτι που οι περισσότεροι έχουμε σίγουρα σκεφτεί: «Το ύφος του Χαραλάμπους είχε γίνει τώρα γλαρό από τη γλύκα των αναμνήσεων κάποιων γεγονότων που όταν συνέβαιναν ήταν πικρά. Αυτό είναι το περίεργο: πώς καταφέρνουν και γίνονται με το πέρασμα του χρόνου ζαχαρωμένες μνήμες» (σελ. 119).

Από την άλλη, έχουμε τρεις φίλες, την Έλλη, χωρισμένη από τον μαρμαρά Αρίστο που την έχει καταχρεώσει, την ηλικιωμένη χήρα Γερακίνα που ζει με τον γάτο της, Μαρή (ίσως φόρος τιμής στον πασίγνωστο Γιάννη Μαρή, μιας κι έχουμε να κάνουμε με αστυνομικό μυθιστόρημα) και τον ανεπρόκοπο γιο της, Μαρίνο, γειτόνισσα της Τζέσυς και τη δυναμική, ελεύθερη κι ωραία Μάχη. Πώς γνωρίστηκαν, γιατί δέθηκαν με φιλία παρά τις διαφορετικές ηλικίες, αντιλήψεις και νοοτροπίες τους και πόση σχέση έχουνε με την περιβόητη ληστεία που έχει αναστατώσει τον μισό υπόκοσμο είναι ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει ο Παντελιάς όταν τις συναντάει τυχαία.

Μια βεντάλια χαρακτήρων δρα και εδώ, κάνοντας τα πράγματα πιο δύσκολα και περίπλοκα ως προς τον αριθμό των ενόχων και των υπόπτων: ο soon-to-be-ex ξανά αρχηγός Γεώργιος Παπαμιχαήλ, που δε θέλει τον Παντελιά στα πόδια του ενώ ταυτόχρονα αγωνίζεται να δικαιολογήσει τον μισθό του εν όψει των άλυτων κατά συρροή εγκλημάτων, δεύτερος τη τάξει όταν με το καλό επιστρέψει ο αρχηγός μετά την περιπέτεια της υγείας του, ο ιατροδικαστής Πελοπίδας Αλιάκμων, που αυτήν τη φορά εμφάνισε μια συμπεριφορά εντελώς παιδιάστικη ενόψει του έρωτα και δεν τον αγάπησα όσο στο πρώτο βιβλίο, ο αστυνόμος Παπαχαραλάμπους που εργάζεται στην αγαπημένη μου θέση των πληροφοριών («Μπορεί να ξετρυπώσει οποιαδήποτε πληροφορία κι αν το ζητήσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου. Είναι λες και έχει φακελώσει το σύμπαν. Είναι κι αυτό ένας λόγος που κανείς δεν έχει τολμήσει να τον κουνήσει απ’ αυτή τη θέση, θεωρώντας τον αναντικατάστατο. Όταν θα αλλάξει εκείνος πόστο, οι επόμενοι θα αναγκαστούν να περάσουν πληροφορίες δεκαετιών στο σύστημα», σελ. 119), ο πιστός, άτεγκτος και απρόσιτος αστυνόμος Σιγανός που τώρα επέστρεψε στον προηγούμενο εαυτό του επιφανειακά, παραμένει όμως στο ίδιο μήκος κύματος με τον Παντελιά, ο ανυπέρβλητος Σωτήρης ο καφετζής με τις πορτοκαλάδες του, που στεγάζεται στο ίδιο κτήριο με το γραφείο του ντετέκτιβ, θυμόσοφος και απαραίτητη κωμική νότα στην αφήγηση, με ένα εύστροφο μυαλό που παίρνει μπρος σε ακανόνιστα διαστήματα και τόσοι άλλοι!

«Οι κυρίες με τα τιρκουάζ» είναι ένα κυριολεκτικό παιχνίδι γάτας και πολλών ποντικών. Πολλά πρόσωπα, πολλά αίτια και αιτιατά, πολλοί ύποπτοι, εξαφανισμένα χρήματα, πράξεις χωρίς λογική (σε πρώτο επίπεδο), ανείδωτοι συνδυασμοί αίτιων και αιτιατών, απολαυστικές καταστάσεις και δύσκολα αινίγματα είναι μερικά από τα συστατικά της επιτυχημένης συνταγής που συναντάμε και σε αυτό το βιβλίο. Ο συναρπαστικός, σκληρός και δύσκολος κόσμος της νύχτας πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία γεμάτη ίντριγκα, σασπένς και ερωτήματα που με άφησε χωρίς ανάσα ως το αναπάντεχο τέλος και μου έδειξε πώς το όμορφο αυτό χρώμα μπορεί να εμπλακεί σε κάτι ύποπτο και καθόλου αθώο με έναν αφηγηματικό τρόπο που θέλει «καλή πάστα» συγγραφέα για να πετύχει, όπως γίνεται σε αυτό το βιβλίο.

Πάνος Τουρλής