Να με φωνάζεις με τ' όνομά σου

του Andre Aciman

Για έξι εβδομάδες κάθε καλοκαίρι οι γονείς του Έλιο φιλοξενούν στο σπίτι τους κάπου στην Ιταλία νεαρούς μεταπτυχιακούς φοιτητές για να επιμελείται ο πατέρας του, καθηγητής πανεπιστημίου, τα χειρόγραφά τους πριν από την τελική τους δημοσίευση. Εκείνο το καλοκαίρι θα έρθει ο Όλιβερ, ένας άνθρωπος εντελώς διαφορετικός από τους άλλους και γοητευτικός μ’ έναν απροσδιόριστο τρόπο. Έτσι, ο Έλιο θα νιώσει τον έντονο και ταυτόχρονα σκληρό έρωτα να τον αρπάζει βίαια από το χέρι και να τον οδηγεί στην ενηλικίωση. 

Το μυθιστόρημα περιγράφει τον έρωτα ανάμεσα σε δύο άντρες που ακόμη πειραματίζονται με τη σεξουαλικότητά τους (ο νεότερος ίσως -κατά τον Όλιβερ- να το βλέπει ως «γέλιο και χαρά», ο μεγαλύτερος φοβάται την αλήθεια) και καταφέρνει από την αρχή να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την παραστατική ατμόσφαιρα του ανέμελου καλοκαιριού της Ιταλίας και με τους ευρηματικούς επιθετικούς προσδιορισμούς που δε διστάζει να σκορπίσει ο συγγραφέας στις σελίδες. Από την αρχή ως το τέλος το κείμενο είναι φρέσκο και διαφορετικό, με εκπληκτικές παρομοιώσεις, με λυρικές μεταφορές, με λεπτοδουλεμένη παρουσίαση των συναισθημάτων, κυρίως του Έλιο και με μια εξαιρετικά διαφορετική εστίαση και ματιά πάνω σε μια τέτοια ερωτική ιστορία. Έχω κουραστεί να διαβάζω σε ερωτικά ή κοινωνικά μυθιστορήματα για (νανο) μόρια, (τεταρτη) μόρια, για πολιορκητικούς κριούς που μπαίνουν αβίαστα και ντούρα στα απόρθητα κάστρα γυναικών, έχω συναντήσει λογιών λογιών παρομοιώσεις ή ρεαλιστικές σκηνές, όλα αυτά όμως δεν ταιριάζουν στο μυθιστόρημα του Αντρέ Ασιμάν.

Από την άλλη τα ελάχιστα σκηνικά ωμών περιγραφών που υπάρχουν είναι εκεί για να δείξουν την ένταση του πάθους, την κορύφωση του αισθήματος και την πίεση που βρήκε επιτέλους διέξοδο. Παραδέχομαι πως κάποιες φορές ήμουν έτοιμος να αλλάξω γνώμη γι’ αυτά που έγραψα στην προηγούμενη παράγραφο, η ποιότητα όμως της γραφής είναι τέτοια που δε φτηναίνει τις ερωτικές συνευρέσεις ούτε περιγράφει τα γεγονότα μόνο για να προκαλέσει και να διεγείρει. Μάλιστα, η περιβόητη σκηνή με το ροδάκινο ήταν η πιο δύσκολη για τα όρια μου σκηνή, με αποκορύφωμα τα αισθήματα του ίδιου του φρούτου που δίνονται με μια λεπτή νότα χιούμορ, κάτι που έσωσε την κατάσταση: «…σκεπτόμενος τους πάντες και κανέναν, συμπεριλαμβανομένου του καημένου του ροδάκινου, που δεν είχε ιδέα τι του συνέβαινε εκτός απ’ το ότι έπρεπε να πάει με τα νερά μου, και στο τέλος ίσως να του αρέσει κι εκείνου λιγάκι» (σελ. 197). 

Ο Έλιο λοιπόν, που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας, παρατηρεί τους καρπούς, τα δάχτυλα, τον λαιμό του Όλιβερ και τα συναισθήματα που νιώθει να φουντώνουν μέσα του και να τον παρασέρνουν σε ένα δύσβατο μονοπάτι γεννιούνται μέρα με την ημέρα, κίνηση με την κίνηση, όχι εγωιστικά ή επιφανειακά. Δεν έχουμε δηλαδή επέλαση γεγονότων, ματιές-επιθυμία-φύγαμε! Αλλά τμηματική εξερεύνηση, αναγνώριση, ακόμη και φόβους ή αγωνία για το «αν», αυτό τον άτιμο σύνδεσμο. Ο Έλιο πάντα ποθούσε τους άντρες κι ας είχε πάει και με γυναίκες, όπως παραδέχεται ο ίδιος. Η άφιξη του Όλιβερ σηματοδοτεί κάτι εντελώς καινοφανές στην ήρεμη σχετικά ως τότε ζωή του: ο έρωτας δημιουργείται ανάμεσά τους ως αποτέλεσμα ενός άσκεφτου ή αθώου παιχνιδιού βλεμμάτων, προκλήσεων, αγγιγμάτων, νευμάτων. Κινήσεις που προετοιμάζουν το έδαφος για το επόμενο βήμα, χωρίς όμως αυτό να έρχεται αμέσως και γρήγορα. Είναι ένα παιχνίδι γάτας και ποντικού ανάμεσα σε δύο σώματα που αγωνίζονται να εξερευνήσουν τη γύρω περιοχή πριν προχωρήσουν στην απαγορευμένη ζώνη. 

Από νωρίς παγιδεύτηκα στη δύναμη των αισθημάτων κυρίως του Έλιο και την απελπισία που ένιωθε όποτε ο πόθος του τον πλησίαζε αλλά δεν τον προσέγγιζε. Κάθε λέξη του ήταν και μια κραυγή για τον χρόνο που περνούσε, για το χάδι που δεν ερχόταν. Η ματιά του νεαρού δίνει μια άλλη διάσταση στον λογοτεχνικό όρο «περιγραφή»: «Θα μπορούσα να είχα αρνηθεί τόσα πράγματα -ότι ποθούσα να αγγίξω τα γόνατά του και τους καρπούς του όταν έλαμπαν στον ήλιο με εκείνη την πηχτή γυαλάδα που είχα δει σε τόσο λίγους, ότι λάτρευα τον τρόπο που τα λευκά σορτσάκια του τένις έμοιαζαν διαρκώς λεκιασμένα από το χρώμα του πηλού, το οποίο, καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, έγινε το χρώμα του δέρματός του…» (σελ. 29). 

Ακόμη πιο ανάγλυφη η επόμενη σκηνή: «Κι ωστόσο, δύο εβδομάδες περίπου μετά την άφιξή του, το μόνο που ήθελα κάθε νύχτα ήταν εκείνος να βγει απ’ το δωμάτιό του… Ήθελα να ακούσω το παράθυρό του να ανοίγει, να ακούσω τις εσπαντρίγιες του στο μπαλκόνι κι έπειτα τον ήχο της δικής μου μπαλκονόπορτας… να ανοίγει με μια σπρωξιά την ώρα που έμπαινε στο δωμάτιό μου… να χώνεται κάτω από τα σκεπάσματά μου, να με γδύνει χωρίς να ρωτάει… απαλά, τρυφερά… να βρίσκει τον δρόμο του μέσα στο σώμα μου, απαλά και τρυφερά, έχοντας ακούσει τις λέξεις που προβάριζα μέρες τώρα, Σε παρακαλώ, μη με πονέσεις, λέξεις που ήθελαν να πουν, Πόνεσέ με όσο θέλεις» (σελ. 39). Αυτή η λυρικότητα κάνει σπάνιες εμφανίσεις και στην περιγραφή των τοπίων: «Ωστόσο μου άρεσε η αποκάρωση που είχε πέσει πάνω στην πόλη, σαν το ασταθές, κουρασμένο χέρι ενός εραστή, που αναπαυόταν στον ώμο σου» (σελ. 225). Και πόσο μα πόσο τρυφερά καταγράφεται η σχέση του παιδιού με τους γονείς του: «…με τον αδέξιο, διερευνητικό, αφοσιωμένο τους τρόπο, ήθελαν να με γιατρέψουν επί τόπου, λες και ήμουν ένας στρατιώτης που είχε παραπέσει στον κήπο τους και έπρεπε να του φροντίσουν άμεσα τις πληγές αλλιώς θα πέθαινε» (σελ. 81).

Διπλό λοιπόν το αδιέξοδο του Έλιο, μιας και ούτε οι γονείς του ξέρουν τις σεξουαλικές του προτιμήσεις άρα δεν ξέρει σε ποιον να εκμυστηρευτεί τις επιθυμίες και τον πόθο του ούτε ο Όλιβερ δείχνει ξεκάθαρα αν και τι του αρέσει σ’ αυτόν. Το ακόμη χειρότερο είναι πως ο αφηγητής δεν είναι ξεμυαλισμένος ή ελαφρά ερωτοχτυπημένος, ξέρει πως όλο αυτό θα τελειώσει σε έξι μήνες, έχει συναίσθηση του ρεαλιστικού πλαισίου στο οποίο η σάρκα του τον προστάζει να υπερβεί ακριβώς αυτήν την πραγματικότητα. Ο χρόνος πιέζει. Θα το ζήσει; Τι θα ζήσει; Πώς θα τελειώσει; «Δεν θα υπάρξει ποτέ φιλία, σκέφτηκα, όλο αυτό είναι ένα τίποτα, απλώς ένα λεπτό χάρης» (σελ. 97). Καταλαβαίνει πως ό,τι κι αν γίνει, έχει ημερομηνία λήξης. «Να κοιτάζω και να είσαι εκεί, Όλιβερ. Γιατί σύντομα θα έρθει η μέρα που θα κοιτάξω και δεν θα βρίσκεσαι εκεί» (σελ. 46). «Ποιον άλλον θα μπορούσα να φωνάζω με τ’ όνομά μου;» (σελ. 248). Και μια γλυκιά συναίσθηση: «Όμως ο κόσμος του, που μέχρι τότε η απόσταση που τον χώριζε απ’ τον δικό μου δεν έμοιαζε μεγαλύτερη απ’ το λεπτό στρώμα ξεφλουδισμένου δέρματος στον ώμο του που του είχε βγάλει η Κιάρα, ξαφνικά είχε αποσπαστεί απ’ τον δικό μου και ταξίδευε έτη φωτός μακριά» (σελ. 288). 

Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος, όταν εκπληρώνονται επιτέλους τα όνειρά του, νιώθει άδειος, σα να ξεκινάει από την αρχή, κι αυτό επηρεάζει και τον Όλιβερ. Αν δεν υπήρχε η ρεαλιστική ματιά του Αντρέ Ασιμάν, αυτό το παιδί θα το χαρακτήριζα επιπόλαιο ή ψωροπερήφανο και θα άφηνα το βιβλίο, οργισμένος με έναν άνθρωπο που δεν έχει το θάρρος να πραγματοποιήσει τα όνειρά του κι όταν τα πραγματοποιεί δεν τα υποστηρίζει. Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα του ψυχισμού του όμως χαρίζει μια καταπληκτική αληθοφάνεια για όποιον θέλει να εντρυφήσει σε ψυχογραφήματα περισσότερο από το να παρακολουθήσει απλώς την πλοκή να εξελίσσεται. Γιατί το όλο έργο είναι τα πισωγυρίσματα και οι πειραματισμοί του νεαρού για να βεβαιωθεί ποιος πραγματικά είναι και τι θέλει το σώμα του πριν βγει στη ζωή. Μάλιστα το μυθιστόρημα φτάνει στο αποτρόπαιο τέλος του καλοκαιριού και ακολουθεί το δέσιμο αυτών των ανθρώπων μέσα από σημαντικά περιστατικά και τοποσημεία που σημάδεψαν για πάντα τη σχέση τους. Το αν συνέχισαν να είναι μαζί ακόμη και μετά το καλοκαίρι και το πώς εξελίχθηκε η σχέση τους, αυτά θα αφήσω να τα ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης. 

Από την άλλη, μου έκανε εντύπωση πόσο αυτάρκης, σίγουρος για τον εαυτό του και ανάλαφρος παρουσιάζεται ο Όλιβερ, ο οποίος φωτογραφίζεται ελάχιστα και καταφέρνει επιτέλους να διατυπώσει τα θέλω του και να δείξει πιο τσαλακωμένος μετά το σημείο καμπής της ιστορίας, όχι νωρίτερα. Το «Μιλάμε», αυτή η σκληρή και ψυχρή φράση, η ανεμελιά του, η ικανότητά του να γίνεται αρεστός σε όλους και κυρίως σε όλες, αρχίζει να ραγίζει όταν διατυπώνει τη θέλησή του για τον Έλιο. Ειλικρινά, αν μιλούσαν παράλληλα και οι δύο ή αν καταγράφονταν τόσο λεπτομερώς και οι δύο άντρες ίσως το μυθιστόρημα να έχανε σε ένταση και ενδιαφέρον, μιας και θα είχαμε σχεδόν παράλληλες τροχιές σκέψης. Με την επικέντρωση όμως στον Έλιο και την ιδέα ο Όλιβερ να αποκαλύπτεται σταδιακά ύστερα από τη μοιραία βραδιά, το μυθιστόρημα αποκτά πραγματικό ενδιαφέρον και γεμίζει από ποικίλες οπτικές γωνίες. 

Πάνος Τουρλής