Μόνα, Μόνα, είσαι εδώ;

της Ελένης Δαφνίδη

Μόνα, Μόνα, είσαι εδώ; Ή όταν το Κάτω Παρτάλι συναντά το Σπίτι των Πνευμάτων! Η Σμαράγδα, νέα κοπέλα, χωρισμένη, απολυμένη, κληρονομεί ένα σπίτι στην ξεχασμένη από Θεό και Χάρο Κερασιά και για να το κρατήσει πρέπει να μείνει έναν ολόκληρο χρόνο εκεί! Τι να κάνει, τα μαζεύει και πάει. Και δε φτάνει που έχει να αντιμετωπίσει την αγριάδα του τοπίου, τη βαρεμάρα ενός τόπου χωρίς ατραξιόν και μαγαζιά, έχει κι ένα φάντασμα να της παίζει παιχνίδια (ναι, αλλά γιατί;)!

Η Ελένη Δαφνίδη επιστρέφει με ένα διαφορετικό στην κεντρική ιδέα μυθιστόρημα, που εξελίσσεται εξίσου ευχάριστα με το προηγούμενο που διάβασα, την Αλίκη στη χώρα των ψεμάτων. Ως βιβλίο από μόνο του, ήταν ανάλαφρο, αστείο, με ωραία ιδέα και έξυπνη εξέλιξη της πλοκής, με μη αναμενόμενη ανατροπή στο τέλος. Συγκριτικά με την Αλίκη στη χώρα των ψεμάτων, ήταν πιο αδύναμο, χωρίς μια εξίσου δυνατή και πολυεπίπεδη ιστορία. Παρ’ όλ’ αυτά, η γραφή της κυρίας Δαφνίδη δεν παύει να με κάνει να γελάω ουσιαστικά και όχι βεβιασμένα.

Μου άρεσαν πάρα πολύ οι περιπέτειες της Σμαράγδας στο χωριό: από τον ερωτύλο, δασύτριχο και λιγδιάρη μπακάλη-βενζινοπώλη-μανάβη-ταχυδρόμο Θεμιστοκλή ως την Αρετή που βοηθάει στο καθάρισμα, τη Ζαχάρω με το ένα μάτι, τον πατέρα Μηνά, τον Ερμόλαο του Χριστομένη, σύνολο τριάντα άνθρωποι που μαζεύονται κάθε Κυριακή στην εκκλησία και μια φορά τον μήνα μόνο οι γυναίκες, ναι, αυτές με τη ζάρα στην επιδερμίδα, το ένα μάτι και το ένα δόντι, επιδίδονται σε ενδοοικιακά σπα (κρέμες, αποτρίχωση, ξύρισμα και δε συμμαζεύεται). Και δε φτάνει μόνο αυτό, έχουμε και την τρελή του χωριού, έχουμε τον πιο αργό κι από τον θάνατο αστυνομικό, έχουμε έναν άγνωστο που σταματάει έξω από το σπίτι της Σμαράγδας λόγω βλάβης αυτοκινήτου, έχουμε και τον πρώην να επιστρέφει στη ζωή της αλλά μαζί με τη νυν και η Σμαράγδα, παγιδευμένη στην εικόνα της Κιουρίας, αναγκάζεται να τους φιλοξενήσει για ένα αλησμόνητο Σαββατοκύριακο. Το βιβλίο είναι γραμμένο με χιούμορ και σατιρίζει τα πάντα στην επαρχία, όμως στην αρχή, μέχρι να διαλυθεί τελείως η ζωή της Σμαράγδας για να πάρει την απόφαση να μετακομίσει στην ξακουστή Κερασιά, συγκινήθηκα αρκετά, βλέποντας τις τράπεζες να της αδειάζουν και να της κατάσχουν το σπίτι, με τη συνέντευξη που δεν ευωδόθηκε, με την κατάντια της να ξεπουλάει ό,τι επώνυμο ρούχο είχε ώστε να βγάλει κάποια χρήματα και να επιβιώσει.

Το πόσο συναρπαστικά περνάει η πρωταγωνίστρια και πώς αποκαλύπτεται σιγά σιγά μια μυστηριώδης δολοφονία σας αφήνω να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Είναι μια αξέχαστη εμπειρία που θα σας κάνει να γελάσετε με την ψυχή σας. Και λάτρεψα το γεγονός ότι στο τελευταίο κεφάλαιο εμφανίζεται η αγαπημένη μου Αλίκη από το βιβλίο που ανέφερα στην αρχή, την Αλίκη στη χώρα των ψεμάτων, σε έναν ρόλο έκπληξη!

Σημείωση Σπιρτούλη: το βιβλίο διαδραματίζεται το 2014 και η Σμαράγδα είχε αρκετά λεφτά και μεγάλη οικονομική άνεση. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μην έχει στην κατοχή της κινητό με Ίντερνετ αλλά να τρέχει στο κοντινό χωριό για να βρει κάποιες πληροφορίες που θέλει ψάχνοντας σε ίντερνετ καφέ;

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Θα ταμπουρωνόμουν εδώ μέχρι ο εισβολέας να κουραζόταν να περιμένει κι έφευγε για να βρει ένα πιο εύκολο θύμα: κάποιον απ’ αυτούς που μόλις ακούσουν θόρυβο πετάγονται έξω και το παίζουν παλικάρια. Τους ήξερα καλά. Τους είχα δει σε ταινίες, συνήθως στην πρώτη σκηνή, που ήταν και η τελευταία τους» (σελ. 83).

«Πρωτοποριακοί οι μηχανισμοί της τοπικής αστυνομίας. Σου έλυναν τα προβλήματα με παροιμίες. Πάω στοίχημα πως αν κατήγγειλες εμπρησμό, θα σου έλεγαν «το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει» ή αν κατήγγειλες ξυλοδαρμό, θα σου απαντούσαν «τη γυναίκα σσου χτυπάς, το σπιτάκι σου χαλάς» κι έπειτα θα έβαζαν την υπόθεση στο αρχείο με την ένδειξη Διαλευκάνθηκε στον φάκελο» (σελ. 107).

«-Άσ’το κάτω αυτό. Δεν είναι προς πώληση. –Και τι είναι εδώ; Μουσείο είναι; Και τα μπρόκολα εκθέματα; απάντησα ειρωνικά και το άρπαξα ξανά μέσα απ’ τα χέρια του. -Όχι, δεν είναι εκθέματα, είπε ξαναπαίρνοντας το πράσινο λάφυρο στα χέρια του με τη βία, αλλά εσύ δεν μπορείς να τα αγοράσεις. Τα έχω προπωλήσει. «Τα έχει προπωλήσει;» -Για τ’ όνομα του Θεού, κύριε Θεμιστοκλή, διαμαρτυρήθηκα, τι πάει να πει τα έχεις προπωλήσει; Για μπρόκολα μιλάμε, όχι για εισιτήρια συναυλίας των U2» (σελ. 113).

«Έτσι είναι η ζωή στην επαρχία. Καθαρό οξυγόνο, φύση και χαρά, μέχρι να σου καρφωθεί στα μαλλιά η ακρίδα...» (σελ. 166).

«Συνέχισα να προσποιούμαι ότι όλα στην καινούργια μου ζωή ήταν υπέροχα. Είχα ένα τέλειο σπίτι -το στοιχειωμένο-, καταπληκτικούς γείτονες –τη γιαγιά με το Αλτσχάιμερ-, το χωριό ήταν γεμάτο ζωή -τις Κυριακές τα πρωινά στην εκκλησία ήταν και οι τριάντα κάτοικοι μαζεμένοι-, και πως είχα κάνει εκπληκτικές γνωριμίες -την Αρετή, τον μπακάλη, τη Μαριγώ την παρθένα, τη Ζαχάρω με το ένα μάτι. Ακόμα και τα ρύζια στο ράφι γελούσαν μ’ αυτά που έλεγα» (σελ. 168).

Πάνος Τουρλής