Μιχριμπάν: Η νεράιδα της Σμύρνης

του Στέλιου Δ. Στυλιανού

Οι περιπέτειες της Μιχριμπάν, της Νεράιδας της Σμύρνης, από το 1902 έως το 1944 περίπου, με φόντο δύο παγκόσμιους πολέμους, τη Μικρασιατική καταστροφή και την Κατοχή. Όσο ενδιαφέρον ακούγεται άλλο τόσο αδύναμο είναι σαν κείμενο και υπέρ το δέον λεπτομερές σαν πλοκή.

Το μυθιστόρημα έχει κάποια καλά στοιχεία: την κεντρική ιδέα, το ιστορικό φόντο και τις πολύτιμες και ιστορικά τεκμηριωμένες απόψεις του συγγραφέα για τα αίτια της μικρασιατικής εκστρατείας και της καταστροφής του 1922. Είναι όμως τόσο λεπτομερές ως προς τη δράση των χαρακτήρων, τόσο αδικαιολόγητα εκτεταμένο που κουράζει σύντομα τον αναγνώστη. Δυστυχώς, σε όλα αυτά συμπεριλαμβάνεται η ακραία πλοκή και η επιφανειακή σχεδόν σκιαγράφηση των ηρώων κι έτσι η κεντρική ιδέα αποδυναμώνεται και παύει να ελκύει.

Ειλικρινά, αν ήταν αλλιώς γραμμένο, αν η αφήγηση δεν ήταν ευθύγραμμη, αν ο συγγραφέας δεν επέμενε τόσο με τις ημερομηνίες που κατέγραφε κάθε τρεις και λίγο, αφήνοντας τη, λανθασμένη ίσως, αίσθηση ότι έπρεπε με το ζόρι να τοποθετήσει τους χαρακτήρες και τη δράση τους στις αντίστοιχες περιόδους για να προσδώσει αληθοφάνεια και κυρίως αν εξέλιπε η τόση συμπτωματολογία στις καταστάσεις, το βιβλίο να μου άρεσε περισσότερο. Γιατί ειλικρινά δεν είναι δυνατόν μια οποιαδήποτε γυναίκα να γίνεται πόρνη, έστω και από τύχη, να φτιάξει για λίγο διάστημα τη ζωή της προς το καλύτερο, να στραβώσει η μοίρα της, την οποία συνεχώς επικαλείται, και να καταφύγει σε άλλη πόλη, όπου τα πράγματα είναι δύσκολα και ο άντρας που γνωρίζει να είναι μαστρωπός και να την ξανακάνει πόρνη! Ούτε είναι δυνατόν μια γυναίκα που γνώρισε τον πρώτο της έρωτα να χρησιμοποιεί κάθε μέσον για να τον εντοπίσει και με την πρώτη δυσκολία να αλλάζει ρότα ή με τον πρώτο άντρα που συναντά να αλλάζει ερωτική κατεύθυνση και να αγνοεί τον στόχο της (αυτό επαναλαμβάνεται τουλάχιστον δύο φορές μες στο βιβλίο και μάλιστα με δύο διαφορετικούς άντρες!).

Η Μιχριμπάν, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, δε με κέρδισε καθόλου. Μου φάνηκε χάρτινη, ψεύτικη και καθόλου αληθοφανής. Πουθενά δεν ατσαλώθηκε ο χαρακτήρας της, πουθενά τα παθήματα δεν της έγιναν μαθήματα, φάνηκε από την αρχή ως το τέλος να παρασέρνεται από τον άνεμο της μοίρας και είναι απόλυτα χειραγωγήσιμη. Όταν δοκιμάζεις τον βούρκο, ατσαλώνεσαι, σκληραίνεις και αυτό το κρατάς ως το τέλος. Δεν ξεσπάς την αδιαφορία και την ψυχρότητα που σε σμίλευσαν αγνοώντας και αδιαφορώντας για το παιδί που γέννησες η ίδια. Και οι τόσες εναλλαγές στη ζωή της, τα μπρος πίσω, η καριέρα στο τραγούδι, η επανασύνδεση με πρόσωπα του παρελθόντος που επιμένουν να χαράζουν την ίδια πορεία, κάτι που δεν ατσαλώνει τον χαρακτήρα της Μιχριμπάν, είναι πράγματα που δε με έπεισαν. Επίσης, οι διάλογοι δεν έδειχναν αληθινοί, επαναλαμβάνονταν πράγματα και από τους δύο συνδιαλεγομένους (-Με αγαπάς; -Σε αγαπώ κλπ.) και το μόνο σε αυτήν την περίπτωση που με κράτησε ήταν που ο συγγραφέας πέρναγε τις δικές του απόψεις και την ιστορική πορεία των πραγμάτων και των καταστάσεων μέσα από κάποιους χαρακτήρες που είχε επιλέξει (από τη λαϊκή μάζα, από την αριστορκατία, από τους εργάτες), οπότε ο καθένας πρόσθετε τη δική του άποψη και έχουμε έτσι μια όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τα δρώμενα.

Σε γενικές γραμμές το βιβλίο μού φάνηκε να έχει γραφτεί με τον τρόπο που γράφονταν τα μυθιστορήματα σε συνέχειες στα περιοδικά της δεκαετίας του 1960, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Όταν όμως γράφεις ένα συγκροτημένο και ολοκληρωμένο μυθιστόρημα θέλει άλλες αρετές και διαφορετικό χειρισμό. Καταλαβαίνω και σέβομαι την προσπάθεια του συγγραφέα, όμως ο τρόπος που χειρίζεται την πλοκή και οι ατέρμονες επαναλήψεις γεγονότων, πράξεων και δράσεων μειώνουν ένα σημαντικό κομμάτι της αληθοφάνειας του κειμένου.

Πάνος Τουρλής