Μέσα απ' τις ζωές των άλλων

της Κώστιας Κοντολέων

Η Ροδάνθη, η πανέμορφη της Σαντορίνης, ξεκινάει την πορεία της στη ζωή με όνειρα κι ελπίδες όπως όλοι, μόνο που κάτι αναπάντεχο θα ανατρέψει την πορεία της. Τρία παιδιά θα φέρει στο φως και θα τα μεγαλώσει όπως νομίζει καλύτερα, μόνο που έτσι θα τα γεμίσει λάθη, τύψεις κι ενοχές. Γιατί έφυγε από το νησί της η Ροδάνθη; Τι συνέβη στη ζωή της και τώρα που αφηγείται το παρελθόν της έχουν έρθει τα πάνω κάτω; Πώς συμβολίζει η κόρη της, η Φωτεινή, «την ακύρωση ενός ονείρου και την επιβεβαίωση ενός συμβιβασμού»; «Είναι οι αποφάσεις που παίρνουμε κάθε φορά τερτίπια της μοίρας μας; Οι επιλογές μας δική μας αποκλειστικά ευθύνη»; Ένα δυνατό κοινωνικό μυθιστόρημα για τον «ευνουχισμό στην οικογένεια» από γενιά σε γενιά, που, όσο κι αν στολίζεται με όμορφες ιστορίες συμπρωταγωνιστών, εξακολουθεί να πονάει και ν’ αφήνει ψυχικά συντρίμμια. Είναι η ιστορία της Πέτρας και του κάθε παιδιού που θα ζήσει «μέσα από τις ζωές των άλλων» και όχι τη δική της.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει την εποχή του Μεσοπολέμου και ολοκληρώνεται μετά τη Δικτατορία του 1967, παρουσιάζοντάς μας τρεις γενιές γυναικών που, όσο αγωνίζονται να ξεφύγουν από το πνιγηρό περιβάλλον και να ανακαλύψουν τις προσωπικότητές τους, τόσο η μοίρα τις εμποδίζει και τις θέτει αντιμέτωπες με γεγονότα και καταστάσεις που θα ατσαλώσουν τον χαρακτήρα τους και θα τις γεμίσουν μίσος, ζήλεια και ψυχολογικά προβλήματα. Δε θα σηκώσει άραγε καμιά το κεφάλι της; Τι ρόλο θα παίξουν οι άντρες στο πλάσιμο του χαρακτήρα τους; Ποια είναι η Πέτρα και πώς θα δημιουργήσει τη δική της επανάσταση; Οι εποχές αλλάζουν, δημιουργούν καλύτερες συνθήκες ζωής, είναι όμως όλοι πρόθυμοι να βελτιωθούν και να ξεφύγουν από έναν δοτό βραχνά;

Η διακεκριμένη κυρία Κώστια Κοντολέων χρησιμοποιεί υπέροχη γλώσσα, με σπάνιες και πανέμορφες λέξεις όπως «θρασομανούσαν», «διακονήσουν» κ. ά., πειραματίζεται με τη σύνταξη των προτάσεων, βάζοντας σε μερικές το ρήμα σε απρόσμενη θέση, κάτι που δίνει αναπάντεχο βάρος σε δευτερεύουσες προτάσεις και επιρρήματα. Σε κάποια σημεία διαβάζουμε αναφορές στο μέλλον, όπως «δεν ήξερε τον όλεθρο που θα ακολουθούσε» κλπ, που περισσότερο εντείνουν την αγωνία παρά χαλάνε την έκπληξη του μη αναμενόμενου. Ταυτόχρονα, σημαντικές αναδρομές στο παρελθόν σε κρίσιμα σημεία της πλοκής τραβούν την προσοχή σε άλλους συντομευμένους αφηγηματικούς άξονες, χωρίς να χάνεται ο αναγνώστης ούτε μια στιγμή από τον βασικό κορμό της πλοκής. Επίσης ενδιαφέρουσα βρήκα τη διαρκή εναλλαγή της αφήγησης από αόριστο σε ενεστώτα, πολλές φορές και στην ίδια σελίδα. Το κείμενο αποπνέει λυρικότητα που ελαφραίνει τις τραγικές ζωές, με ωραίες μεταφορές, όπως «…ορφανή πια από αντιστάσεις» (σελ. 75) και παρομοιώσεις: «… τα τόσο γνώριμά της προπολεμικά σπίτια στέκουν ακόμη εκεί… φτιασιδωμένα όπως όπως για να κρύβουν τις τρύπες από τους όλμους της εμφύλιας διαμάχης, σαν ξεπεσμένες κοκότες που με μπογιατίσματα της κακιάς ώρας προσπαθούν να κρύψουν την αμείλικτη φθορά του χρόνου» (σελ. 267).

Οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι, συνεπείς και, παρ’ όλο που πλάθονται από γεγονότα, καταστάσεις και αποφάσεις άλλων, η μαγιά τους παραμένει σε κάποιο σημείο της ψυχής για να βγει στην επιφάνεια την κατάλληλη στιγμή και να ανατρέψει ή να βελτιώσει τις εξελίξεις. Από γενιά σε γενιά διαπίστωσα μια ποικιλία από αίτια και αιτιατά που μπορούν να καταστρέψουν μια ανθρώπινη ψυχή και να κλείσουν την κάνουλα του συναισθήματος με ολέθριες συνέπειες για την ανατροφή του παιδιού. Εδώ έρχεται ο απροσδόκητος ανθρώπινος χαρακτήρας που είτε θα υπακούσει στο προγραμμένο είτε θα επαναστατήσει λοξοδρομώντας σε άνομα μονοπάτια ή νιώθοντας δύναμη, ασφάλεια και σιγουριά σ’ έναν δοκιμασμένο έρωτα.

Τα παιδιά της Ροδάνθης, η Φωτεινή (η μεγάλη, που πρέπει να δίνει το καλό παράδειγμα, να είναι πρότυπο), ο Φίλιππος (ο μοναχογιός, αμελής στα μαθήματα, με τον νου του στην αλάνα, στο παιχνίδι και στα κοριτσόπουλα) και η Δέσπω (το κορίτσι που θα επωμιστεί δοτούς ρόλους, συδαυλίζοντας έτσι το μίσος της προς τη μεγαλύτερη) είναι τρεις τραγικές φιγούρες που δεν περιμένεις ούτε πώς θα εξελιχθούν ούτε πώς θα ολοκληρώσουν τον ρόλο τους στο μυθιστόρημα. Τα γεγονότα θα έρθουν έτσι που τα παιδιά αυτά θα εκτεθούν στη ζωή, φορτωμένα με όσα οι γονείς τούς επέβαλλαν, κι οι χαρακτήρες τους θα βγουν στο φως, πλασμένοι από άγνοια και θεσιθηρικές στάσεις ζωής. Και τα χρόνια περνάνε, οι γενιές το ίδιο, μόνο τα όνειρα μένουν σε γενικές γραμμές ίδια: ένα καλύτερο μέλλον, λίγη μόρφωση παραπάνω, μια καλή δουλειά, ένας κατάλληλος γάμος.

Αν δεν κάνω λάθος, διέκρινα μια αποστασιοποίηση της συγγραφέως απέναντι στους ήρωές της ή έστω μια αρνητικότητα για τα μελλούμενά τους. Οι θετικές αλλαγές είναι καλοδεχούμενες για κείνη, απλώς ένιωσα πως δίνει βάρος στις αρνητικές αποφάσεις που με τη σειρά τους ανοίγουν κάθε φορά και νέο ασκό του Αιόλου, όχι γιατί μισεί αυτό που δημιούργησε αλλά γιατί θέλει να δείξει με όσο γίνεται παραστατικότερο και αληθοφανή τρόπο τις συνέπειες της πανάρχαιας ρήσης: «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Άνθρωποι που μεγαλώνουν τα παιδιά τους στην τύχη, εθελοτυφλώντας για τα όνειρά τους, εκβιάζοντας αθώες ζωές με τα δικά τους όνειρα, αναθρέφουν χωρίς γνώση, χωρίς ούτε καν συναίσθημα αλλά με πρόχειρα και ελλιπή παραδείγματα από τα δικά τους μικράτα. Και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πως με το ζόρι δε γίνεται κανείς να ενταχθεί σε άλλον κοινωνικό κύκλο απ’ αυτόν που προορίζεται, όσο και να το επιθυμεί και να το επιδιώκει. Πείσμα και θέληση δεν αρκούν στο αγκαθωτό συρματόπλεγμα που λέγεται ζωή κι αυτό το μάθημα αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια του σε ψυχές που ωριμάζουν κρεμασμένες από το καρφί της ελπίδας. «Ερμαφρόδιτες λύσεις» για το «ανυπόφορο τώρα και το εφιαλτικό μετά». Η πάλη για ένα καλύτερο αύριο, η βελτίωση των συνθηκών ζωής ποτίζουν τις σελίδες του μυθιστορήματος και κυκλώνουν κάθε μπουμπούκι που ξεπηδά μέσα από τις σελίδες. Κάποιοι τα καταφέρνουν, κάποιοι όχι, μαγκωμένοι όλοι στα γρανάζια της μηχανής που λέγεται ριζικό.

Αδρές και καλοζυγισμένες γραμμές ζωντανεύουν όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, μιας και δεν έχουμε μόνο την οικογένεια της Ροδάνθης αλλά και μια πλειάδα από ενδιαφέροντες άλλους χαρακτήρες, άντρες και γυναίκες, όπως ο δημόσιος υπάλληλος Πέτρος, ο άτολμος, δειλός και πειθήνιος στη μάνα Λεωνίδας-Λούης που καταφεύγει σε κρυφό δεκαπεντάχρονο αρραβώνα, η Αναστασία Λυμπεράτου, η αγία γυναίκα της γειτονιάς, όπως την αποκαλούν κάποιοι, που «όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, απεκδύεται το ρούχο της αγιοσύνης για να ενδυθεί εκείνο της στυγνής εκμετάλλευσης» (σελ. 129), με τα επτά παιδιά (κάποια δικά της, κάποια του συζύγου, κάποια κοινά), ο Σήφης της Ναυσικάς που από το στενό παράθυρό του «εκπέμπει ικεσίες για παρέα», μιας και η μάνα του του απαγορεύει συναναστροφές με παιδιά της ηλικίας του κι όταν βγαίνουν τις Κυριακές του παίρνει τα παπούτσια, αφήνοντάς τον ξυπόλητο, μακριά από το παιχνίδι. Αν και ταξιδεύουμε σε πολλά σημεία της Ελλάδας και πηγαινοερχόμαστε σε διάφορα σημεία του παρελθόντος και του παρόντος, μεγάλη έκταση λαμβάνει στο μυθιστόρημα η ζωή των γυναικών στην περιοχή του Αγίου Παύλου, μεταξύ Σταθμού Λαρίσης και πλατείας Βάθη, όπου έχουμε μια πανσπερμία ανθρώπων, κοινωνικών τάξεων και συμπεριφορών.

Η γειτονιά αυτή ζωντανεύει με τη γνωστή αριστοτεχνικότητα και παρατηρητικότητα της συγγραφέως, με τα παιδιά που παίζουν, με τους έχοντες και κατέχοντες, με την ΕΒΓΑ, με τα κηρύγματα του πατέρα Σεβαστιανού, με τα δουλικά να έρχονται από τα χωριά τους για να υποταχτούν σε καθώς πρέπει αλλά και σε «μη, δεν πρέπει» αφεντικά, με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα (τα αθώα της παιδικής και τα πιο προκλητικά της εφηβικής ηλικίας), με τις γυναίκες να κάθονται στις αυλές και στα κατώφλια των σπιτιών τους για κουτσομπολιό. «Ένας κόσμος που ζει και κινείται μέσα στο ψέμα και στην υποκρισία μιας αμφιλεγόμενης ηθικής» (σελ. 146). Η συγγραφέας πάντως κι εδώ είναι αυστηρή και δε με αφήνει να απολαύσω τα καλά και τα κακά του μικρόκοσμου αυτού: «Ωραιοποίηση ενός περίγυρου που τίποτα ωραίο δεν είχε» (σελ. 242).

Η Πέτρα, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πολύπτυχες προσωπικότητες του βιβλίου,  μεγαλώνει «στην αυλή των θαυμάτων», όπως τη λένε χαριτολογώντας οι μεγάλοι κι εκεί αποκτάει τις πρώτες της εμπειρίες. Ο μικρόκοσμος της αυλής, μικρογραφία της μεταπολεμικής Αθήνας, γίνεται το ζωντανό της σχολείο… «Σ’ εκείνη την αυλή, ανάμεσα στους μεροκαματιάρηδες, στους τεμπέληδες και στους θεοσεβούμενους… Σ’ αυτήν την αυλή, ανάλογα με τον αριθμό των δωματίων που κρατάει κάποιος, με το αν έχει εσωτερική κουζίνα και μπάνιο με βρύσες που τρέχουνε νερό, ανεβαίνει κοινωνικά σε σχέση με τους άλλους, τους πιο μέσα, που βιώνουν σχεδόν λούμπεν καταστάσεις» (σελ. 126-127). Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, τα Ιουλιανά, η Δικτατορία του 1967 και το Πολυτεχνείο, ακόμη κι ο Μάης του ’68 είναι ιστορικά γεγονότα που θ’ αλλάξουν τις προτεραιότητες και θ’ αμβλύνουν ελάχιστα τους χαρακτήρες, χωρίς να δίνουν επιπλέον βάρος στη ροή και το περιεχόμενο του μυθιστορήματος.

Ακόμη και η σχετικά μικρή αναφορά στην προσωπικότητα του ιατρού Γεωργίου Καραμάνη, που υπηρέτησε με ζήλο στη μάχη κατά της φυματίωσης, δημιουργώντας ένα περίφημο και σταδιακά ξακουστό σανατόριο στο Πήλιο από το 1909, είναι άξια σχολιασμού, μιας και πρόκειται για μια σημαντική προσωπικότητα, για την οποία ελάχιστα γνώριζα. Βοήθησε ουσιαστικά και πρωτοπόρα πολύ κόσμο σε μια εποχή που η φυματίωση ήταν ταμπού και ανασταλτικός παράγοντας στις ανθρώπινες σχέσεις ενώ από τις εγκαταστάσεις του πέρασαν ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Σεφέρης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και άλλοι. Μέχρι το 1960 νοσηλεύτηκαν τουλάχιστον 2.500 άτομα αλλά έκλεισε τέσσερα χρόνια μετά, με τον θάνατο του Καραμάνη να σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας άνευ προηγουμένου φροντίδας ανθρώπων σε ανάγκη όταν η κοινωνική κατακραυγή τους δίωκε.

Από τη Σαντορίνη στην Αθήνα και το Πήλιο, από τη Φιλιππούπολη στην Καλαμάτα και τη Βόρειο Ήπειρο μα «Εκείνη η αυλή, τα δυο δωμάτια, ο δρόμος τους. Ψαρών 52 το σπίτι τους, η γειτονιά τους. Μια εποχή. Κι όλοι οι κόσμοι, οι κόσμοι τους, που μέσα της κλείστηκαν. Ιστορίες των άλλων μα και δικές τους» (σελ. 125). Και η Πέτρα που δε θέλει πια να ζει μέσα από τις ζωές των άλλων αλλά να χαράξει τη δική της πορεία. Θα τα καταφέρει ή η οικογενειακή κληρονομιά είναι ένας βραχνάς που δε θα καταφέρει ποτέ ν’ απαλλαγεί από αυτόν; Άνθρωποι και πεπρωμένο παρουσιάζονται ανάγλυφα και με πολυεπίπεδο διάκοσμο πλοκής σ’ ένα μυθιστόρημα που με ταξίδεψε και με συγκίνησε.

Πάνος Τουρλής