Λιανοκέρια της μικρής πατρίδας

του Θοδωρή Παπαθεοδώρου

Η νοσοκόμα Αρετή Λάσκαρη, ξαδέλφη του Ίωνα Δραγούμη  και γαλουχημένη με τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία του, και η δασκάλα Φωτεινή Βαρσάμη είναι δυο γυναίκες που συμμετέχουν με όλη τους την ψυχή και τη γενναιότητα στον Μακεδονικό Αγώνα, δυο ηρωίδες που δε λιποτακτούν, δε δειλιάζουν, αντίθετα, μπολιασμένες με τις ιδέες του ελληνισμού και γεμάτες πίστη στο δίκαιο για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, παλεύουν, αντιστέκονται, φυγαδεύουν, υποστηρίζουν. Και χωρίς να το ξέρουν έχουν αγαπήσει τον ίδιο άντρα. Έτσι ξεδιπλώνεται ένα εκπληκτικό ιστορικό μυθιστόρημα, γεμάτο μάχες, ηρωισμούς, δράση, ανατροπές και ιδεώδη.

Σε αυτήν τη συγκλονιστική συνέχεια του μυθιστορήματος «Γυναίκες της μικρής πατρίδας» η δασκάλα Αρετή γλυτώνει από τη σφαγή στο Ράκοβο και νοσηλεύεται στο Μοναστήρι, από όπου με τη βία ο πατέρας της τη φέρνει πίσω στην Αθήνα, αφήνοντάς την να αγωνιά για την τύχη της εξάχρονης Βάσιλκα που είχε σωθεί μαζί της. Ταυτόχρονα, η Φωτεινή συνεχίζει τις αποστολές της στη Θεσσαλονίκη, με αποκορύφωμα μια περίπτωση που θα τη φέρει αντιμέτωπη με τον Κοσμά, έναν εργάτη πιστό στον σοσιαλισμό αλλά συναναστρέφεται την ισχυρή βουλγαρική παρουσία της πόλης και με τον οποίο είχαν μια πολύ ενδιαφέρουσα σχέση στο προηγούμενο βιβλίο. Τέλος, ένας νέος μυθιστορηματικός ήρωας γεννιέται, ο Μήλιος Ζάικος από την Καστοριά, γιος του Λάμπρου, μέλους της Μακεδονικής Άμυνας που ίδρυσε και οργάνωσε ο Ίων Δραγούμης με τον Γερμανό Καραβαγγέλη στη Δυτική Μακεδονία. Ο Μήλιος νομίζει πως είναι ο μόνος επιζών από τη σφαγή στην Μπρέσνιτσα όπου έχασε την οικογένειά του και ψάχνει εναγωνίως την εξαφανισμένη αδελφή του, Ανθούλα. Τα γεγονότα θα τον φέρουν στο πλάι του Παύλου Μελά που φτάνει στη Μακεδονία με τους άντρες του. 

Το νέο συναρπαστικό μυθιστόρημα του κυρίου Θοδωρή Παπαθεοδώρου περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στην εμφάνιση και δυστυχώς τη δολοφονία του Παύλου Μελά, καταγράφει ρεαλιστικά και τεκμηριωμένα πώς άλλαξε η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σε αυτόν τον «ανταρτοπόλεμο» κι επιτέλους άρχισε ο σωστός οπλισμός και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πώς κορυφώθηκε η μάχη ενάντια στον εξαρχισμό και την τουρκική υποδούλωση. Λεηλασίες και βιασμοί, προδοσίες και δολοφονίες, αγώνας για να διατηρηθεί στο ακέραιο το χριστιανικό και ελληνικό ιδεώδες των υπόδουλων κατοίκων της Μακεδονίας, μάχη κατά της βουλγαρικής και της ρουμανικής προπαγάνδας που έχει λυσσάξει να εντάξει στην Εξαρχία τους πληθυσμούς της περιοχής κι όλα αυτά υπό το βλέμμα της αιμάσσουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και σε αυτό το βιβλίο, όπως και στο προηγούμενο, ζωντανεύουν σελίδες ηρωισμού και ανθρωπιάς, φωτίζονται σημαντικά γεγονότα, ζωντανεύουν πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνας όπως ο Παύλος Μελάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης αλλά και ο ανθυπολοχαγός Πεζικού Γεώργιος Κατεχάκης ή καπετάν Ρούβας, που ανέλαβε την ηγεσία μετά τον θάνατο του Μελά.

Μέσα σε όλη αυτήν την κοσμοχαλασιά και τις λαμπρές σελίδες που έγραφε ακάματα η Ιστορία, υπάρχουν άνθρωποι με σάρκα, οστά και ψυχή, που δε λυγάνε, τάσσονται στο πλάι των Μακεδόνων, πολεμάνε εθελοντικά μαζί τους, ερχόμενοι ακόμη κι από την Κρήτη και την Κύπρο, αγωνίζονται, ματώνουν, χαρίζουν τη ζωή τους στο ενιαίο πανελλήνιο ιδεώδες. Ο συγγραφέας, εκτός από τις ιστορίες των βασικών ηρώων που εξελίσσει, δε χάνει ευκαιρία να καταγράψει μικρά και μεγάλα περιστατικά ανθρωπισμού, ευγένειας ψυχής και ταπεινότητας. Με αφορμή τη Βάσιλκα αλλά και τις συναναστροφές της Φωτεινής ως νοσοκόμας με τους άρρωστους Βούλγαρους κατοίκους του κέντρου της Θεσσαλονίκης, που εργάζονται στα καρβουνάδικα και ζουν σε εντελώς ακατάλληλες συνθήκες υγιεινής ξεπηδά η αγάπη προς τον άνθρωπο και η ανιδιοτέλεια. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι ούτε ταγμένοι στην Εξαρχία με δολοφονικές τάσεις. Μικρά παιδιά, φτωχοί και αγράμματοι νοικοκύρηδες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα ούτε που σκέφτονται τέτοιες διαφορές ανάμεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους, πατριαρχικούς και εξαρχικούς, θέλουν μόνο να φάνε, να επιβιώσουν, να αντέξουν την τυραγνισμένη ζωή τους ως την τελευταία ανάσα.

Με αφορμή αυτήν τη ζωή των Βούλγαρων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, ο κύριος Παπαθεοδώρου ζωντάνεψε με πλούσιο λεξιλόγιο και παραστατικότητα μια ολόκληρη πόλη και μια εποχή: «Καπνάδικα, υφαντουργεία, νηματουργεία, κεραμοποιίες, αλευρόμυλοι, γυαλάδικα και τσιμεντάδικα δούλευαν ολημερίς, τσιμινιέρες ξερνούσαν πηχτό καπνό, κάρα και υποζύγια χαράκωναν τους χωματένιους δρόμους, πλημμύριζε η εργατιά τις αυλές και τις αλάνες, δώδεκα ώρες δουλειά εφτά μέρες τη βδομάδα, χωρίς σταματημό κι άργητα, για μισή λίρα τη μέρα οι περισσότεροι, μόλις να πάρουν ένα καρβέλι και λίγα όσπρια, άντρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι ριγμένοι όλοι στην εξουθενωτική βιοπάλη. Μαζί με τους παρίες, λιμενεργάτες και χαμάληδες, ναύτες και λοστρόμοι, τυχοδιώκτες που έφταναν με βαπόρια και τρένα στη Σαλονίκη, κάθε καρυδιά καρύδι, κάθε φυράματος και ράτσας. Χάνια, ταβέρνες, μπορντέλα και χασισοποτεία, δεκάδες τα καταγώγια για να εξυπηρετήσουν όλη αυτήν την πλέμπα. Κι από κοντά μέθυσοι, πόρνες, κλέφτες, μαχαιροβγάλτες και καπανταήδες, να γυροφέρνουν τα κοντινά σοκάκια όπως τα τρωκτικά το κελάρι. Χαμοζωή το δίχως άλλο…» (σελ. 429). Δεν είναι περίεργο λοιπόν που υπό αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκαν τα εργατικά συνδικάτα, το όνειρο του σοσιαλισμού και οι πρώτες ενώσεις των ανθρώπων που ήθελαν να βελτιώσουν τη ζωή του μα δεν ήξεραν το πώς.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε κεφάλαια που αφορούν κυρίως τη Φωτεινή, την Αρετή και τον Μήλιο, μέσα όμως από αυτές τις ιστορίες παρακολουθούμε τη Βάσιλκα, τον Κοσμά, τον Μάνο Παπαδάκη και άλλους ήρωες, παλιούς και καινούργιους. Η σύνδεση με το προηγούμενο βιβλίο είναι καλή και καθόλου κουραστική, μιας και υπάρχει αφηγηματική πρωτοτυπία στον τρόπο που διάβασα για το τι συνέβη στις «Γυναίκες της μικρής πατρίδας» και έπιασα με άνεση το κουβάρι της ιστορίας από κει που το άφησα. Εξίσου σωστά σταματάει το βιβλίο αυτό σε κρίσιμη φάση, χωρίς απότομο φινάλε αλλά με συγκινητικές, λυρικές περιγραφές, αντίστοιχες όσων στεφανώνουν το μυθιστόρημα από την αρχή ως το τέλος.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο έκανε κτήμα του ο κύριος Παπαθεοδώρου τα ιστορικά γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα, πώς κατέκτησε τις μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες αυτού του σημαντικού κεφαλαίου της εθνικής μας Ιστορίας και στη συνέχεια κατάφερε να το απλουστεύσει και να εντάξει σε αυτό τους χαρακτήρες που διάλεξε. Πρόκειται για μια αρμονική μίξη ρεαλισμού και φαντασίας, με τα γεγονότα να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης και όχι να υπάρχουν απλώς για ρεαλιστικό φόντο στις ιστορίες των χαρακτήρων. Δεν έχει μείνει τίποτα κρυφό ή αφανές από όσα διαδραματίστηκαν στα όρη και τις πεδιάδες της Μακεδονίας, τα πάντα καταγράφονται είτε συναρπαστικά και τεκμηριωμένα στο μυθιστόρημα είτε μελετημένα και εγκυκλοπαιδικά στο Επίμετρο. Ρουφούσα άπληστα τα όσα συνέβησαν που ανάγκασαν τον Μελά να παρατήσει την τρυφηλή ζωή του και ν’ ανέβει να πολεμήσει στα βουνά, τις συνθήκες της δολοφονίας του, τον τρόπο που άλλαξε η επίσημη ελληνική κυβέρνηση τη στάση της απέναντι σε αυτόν τον αγώνα, το πώς καραδοκούσαν αλλά και χρηματίζονταν οι τουρκικές αρχές χωρίς να ανακατεύονται περαιτέρω (αντιθέτως, κάποιες φορές εκμεταλλεύονταν τις καταστάσεις για πλιάτσικο και βιασμούς) και τόσα άλλα σκληρά, δύσκολα και ηρωικά γεγονότα.

«Ο αγώνας είχε πολύ αγριέψει και είχε πάρει άλλη μορφή μετά τη δολοφονία του Μελά, τα εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά είχαν πια περάσει σε δεύτερη μοίρα, τον λόγο είχαν πλέον μόνο τα όπλα» (σελ. 498). Έτσι περνάμε από τη σχετική νηνεμία του πρώτου βιβλίου στη φουρτούνα του δεύτερου κι εύχομαι ολόψυχα να υπάρξει μια φίλα προσκείμενη στεριά στο τρίτο, αν και γνωρίζω πολύ καλά πώς κατέληξε το Μακεδονικό έπος. Η αναλγησία των βουλευτών, ακόμη και των ιεραρχών που είχαν να φροντίσουν για το ποίμνιό τους αλλά προτιμούσαν τα οφίτσια και ό,τι αυτό επιφέρει στις τσέπες τους, ήταν συγκλονιστική ως προς το πόσος πολύτιμος χρόνος χάθηκε για τις μάχες που περιγράφονται στα «Λιανοκέρια». Εξίσου ακριβοδίκαια καταγράφονται οι θέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, οι αντιλήψεις και η νοοτροπία των απλών κατοίκων αλλά και των σφαγέων-ληστών, οι συνέπειες της προδοσίας (δυστυχώς πάντα θα υπάρχουν σε αυτά τα σημαντικά γεγονότα σάρκινες κερκόπορτες που μόνο κακό προκαλούν), η αδιαφορία των πλουσίων στην Αθήνα που επικεντρώνονταν στις βόλτες, τις βεγγέρες και τα φθηνά κουτσομπολιά αντί να ανασκουμπωθούν και να στηρίξουν τον Αγώνα («Όλα ανούσια, όλα αχρείαστα, τόσο λίγα, τόσο ανούσια, τόσο μηδαμινά», σελ. 56) και χιλιάδες άλλα μικρά και μεγάλα περιστατικά και εξελίξεις.

Στον αντίποδα αυτών των συνθηκών, το δύσκολο έργο του ζωηρού, δραστήριου και ανοιχτόμυαλου πατριώτη Γενικού Προξένου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρου Κορομηλά, που έφερε νέο αέρα στο μακεδονικό ζήτημα, συνέδραμαν αποφασιστικά επαγγελματικές ενώσεις και οι εκπαιδευτικοί, μουσικοί, αθλητικοί, φιλανθρωπικοί και γυναικείοι σύλλογοι που ήδη λειτουργούσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα σε πόλεις, χωριά και κωμοπόλεις Θεσσαλονίκης και Αδριανούπολης: «Τα μέλη αυτών των ενώσεων και των συλλόγων, όλοι Μακεδόνες και Μακεδόνισσες που ένιωθαν την Ελλάδα πατρίδα τους, στάθηκαν σε κάθε στιγμή του τετραετούς αγώνα στο πλευρό των αξιωματικών και των αγωνιστών με αυταπάρνηση και αυτοθυσία» (ΣΕΛ. 605). Χάρη σε όλους αυτούς και όχι στους αυλικούς χορούς αναχαιτίστηκε επιτέλους ο βουλγαρικός κίνδυνος και αποφεύχθηκε ο αφελληνισμός Μακεδονίας και Θράκης κι ο κύριος Παπαθεοδώρου ρίχνει άπλετο φως σε όλα ανεξαιρέτως τα γεγονότα.

Πίκρα και περηφάνια μαζί στο ίδιο κείμενο, στην ίδια σελίδα. Από τη μια ρεβεράντζες κι από την άλλη πόλεμος, από τη μια έκπαγλο φως κηρίων κι από την άλλη αφέγγαρες βραδιές με συντροφιά τα ύπουλα πατήματα του εχθρού. «Μήτε στο μικρό του δαχτυλάκι δεν έφτανε ένας λιμοκοντόρος των βουλεβάρτων του πολεμιστή που σήκωνε τα φλάμπουρα της λευτεριάς στα απάτητα μακεδονικά βουνά. Μήτε στο τόσο δα δεν έφτανε ένας επηρμένος αγορητής των καφενέδων της Ομονοίας τον ταπεινό μπαρμπα-Ηλία, που πρότασσε τον σταυρό και την πίστη του με σθένος… Μήτε να συγκριθεί μπορούσε μια δήθεν πατρικία των Αθηνών με τη Μακεδόνισσα χωρική που τα αργασμένα κι άξια χέρια της πάλευαν μέρα νύχτα να βαστάξουν σπίτι, παιδί και τσάπα. Πόσο δίκιο είχε ο Ίων, όταν της περιέγραφε με τρεις τέσσερις λέξεις τούτη την ασήμαντη, την εξοργιστική Ελλάδα των Αθηνών, των πολιτικάντηδων και των κομματαρχών: «μετριότητα, κενοδοξία, ψοφιοσύνη και αισχρός ύπνος» (σελ. 57). Κι έχεις στα τουρκοπατημένα ακόμη μακεδονικά χώματα ανθρώπους να πολεμάνε με το γκρα και στο «κεφάλι ένα καλπάκι μαύρο με καρφιτσωμένο πάνω του έναν μικρό σταυρό, καμωμένο πρόχειρα από κλαδάκια και σκοινί» (σελ. 325). Απλές λέξεις που έστησαν μια ολοζώντανη εικόνα και με γέμισαν δάκρυα και ταυτόχρονα περηφάνια. Το ίδιο λιτά και τεκμηριωμένα αποδόθηκε και ο θάνατος του Παύλου Μελά, που με συγκλόνισε. Ήταν ένα άξιο τέκνο της πατρίδας μας, που να «συναγείρει τις συνειδήσεις πάσχισε, να ξυπνήσει την Αθήνα της ψοφιοσύνης, του εκφαυλισμού και της σήψης. Με τη ζωή του. Με τη θυσία του. Με τον ηρωικό του θάνατο» (σελ. 413). Ο συγγραφέας βάλλει κατά δικαίων και αδικών τεκμηριωμένα, στρωτά, χωρίς εξάρσεις.

Γεμάτο συναισθήματα λοιπόν και λογοτεχνικές αρετές κι αυτό το μυθιστόρημα, όπως και οι «Γυναίκες». Λυρικότατες περιγραφές τοπίων και ψυχών, παρομοιώσεις, καλολογικά στοιχεία, μεταφορές, υπέροχη και στρωτή καλοκεντημένη ελληνική γλώσσα και ταυτόχρονα σωστές και αληθοφανείς εξελίξεις πλοκής, παράλληλες, ταυτόχρονες ή απότοκες των επίσημων ή ακατάγραφων γεγονότων της Ιστορίας, με ανατροπές και εκπλήξεις, αγωνία και ένταση, που δε με άφησαν στιγμή να ηρεμήσω. Αποσπάσματα σαν το ακόλουθο είναι διάχυτα μες στο μυθιστόρημα και δίνουν μια γλυκόξινη γεύση, μιας και ξέρεις πως σύντομα κάποιος θα χαθεί, κάπου θα επιτεθεί μια τσέτα, μια στρούγγα θα καεί συθέμελη: «Θαρρείς ποδιά απλωμένη μπροστά του η ισιάδα, σαν σεντόνι σε πρωινό κρεβάτι, ασπρισμένο από τη χειμωνιάτικη πάχνη. Η ράχη του χωριού στηριζόταν σε άδεντρους λόφους με αραιοσπαρμένα φρύγανα, τσαλιά και πεύκα. Παραπίσω, στη σκέπη του, η ψηλή Σαρακίνα και κατόπιν τα δασωμένα βουνά που στεφάνωναν τη λίμνη της Καστοριάς» (σελ. 486).

Οι λέξεις του κειμένου, διαλεγμένες μία προς μία, σχηματίζουν εικόνες γεμάτες δύναμη, ένταση, ρεαλισμό, τοποθετημένες κατά τέτοιο τρόπο που το βάρος της πρότασης να δίνεται σε ουσιαστικά κι επίθετα, κάτι πρωτόγνωρο σε ένα πεζογράφημα. Η εξίσου διαφορετική σύνταξη των προτάσεων αποπνέει μια αίσθηση ποίησης και λυρισμού, με το ρήμα, τοποθετημένο στο τέλος, να αφήνει στους επιθετικούς προσδιορισμούς και στα αντικείμενα τη δυναμικότητα της αφήγησης. Κάθε γεγονός που περιγράφει ο συγγραφέας δίνεται σε όλες του τις λεπτομέρειες με εύληπτο και καθόλου φλύαρο τρόπο. Ο κύριος Παπαθεοδώρου επικεντρώνεται στον χαρακτήρα και στις συγκεκριμένες περιστάσεις που διάλεξε να ζωντανέψει, χωρίς να χάνει στιγμή το μέτρο ή να πλατειάζει με λεπτομέρειες ανούσιες. Το παραμικρό που φωτίζεται στις σκηνές έχει τη θέση του, τον ρόλο του και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης. Πρόκειται για έναν πλούτο πληροφοριών και γεγονότων που εντάσσονται αρμονικά, σωστά και ευσύνοπτα, χωρίς να κουράσουν ούτε στιγμή. Άλλωστε, για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα πράγματα πάνω στα γεγονότα, υπάρχουν οι αναλυτικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, καθώς και η εκτενής βιβλιογραφία.

Μέσα από τις σελίδες του δεύτερου ιστορικού μυθιστορήματος του κυρίου Θοδωρή Παπαθεοδώρου με θέμα τον Μακεδονικό Αγώνα έζησα τις νέες ματωμένες σελίδες του Μακεδονικού Αγώνα, βούτηξα τα χέρια μου στο αίμα της προδοσίας και της αδιαφορίας, έσφιξα την καρδιά μου για ν’ αντέξει τις σφαγές, τις δηώσεις και τις λεηλασίες του ελληνικού στοιχείου από το Μοναστήρι και την Καστοριά ως τη Θράκη και άγγιξα με σέβας τις λέξεις που σα δάφνινα στεφάνια αναπαύονται στα κεφάλια των ηρώων που διάλεξε ο συγγραφέας για να ζωντανέψει τις λαμπρές σελίδες των πρώτων χρόνων του ελληνικού 20ού αιώνα. Το λεπίδι επιτίθεται στο γέλιο, το αίμα στεγνώνει από τα όνειρα, η χαρά γεννοβολάει θάνατο κι ο αναγνώστης που θα ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα του σημαντικού αυτού Έλληνα συγγραφέα δε θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος όταν το τελειώσει. Ένας μεγάλος λογοτέχνης που γεννήθηκε σε μια μικρή πατρίδα μας χάρισε την αντάξια συνέχεια από ένα κείμενο-στολίδι.