Κόκκινα δέντρα

της Βάλιας Καραμάνου

Η Μάρθα είναι μια επιτυχημένη δικηγόρος και ζει με άνεση ώσπου η απρόσμενη απόλυσή της, με αφορμή την οικονομική κρίση, της ανατρέπει τα πάντα. Θύμα μιας σειράς από λάθος χειρισμούς, καταλήγει άστεγη και άπορη και προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή στο πατρικό της χωριό. Εκεί θα βρει ένα ημερολόγιο με μια ερωτική ιστορία που διαδραματίστηκε το 1980. Τι συνέβη λοιπόν στο σπιτάκι του σταθμάρχη όπου βρήκε τώρα καταφύγιο η Μάρθα; Γιατί βάφτηκαν τα δέντρα κόκκινα; Πώς θα γεμίσει δύναμη και αυτοπεποίθηση η ηρωίδα μας για να διεκδικήσει όσα στερήθηκε;

Πρόκειται για ένα γλυκό και αξιοπρεπέστατο διαμαντάκι μόλις 220 σελίδων που καταφέρνει να καταγράψει συμπυκνωμένα και χωρίς περιττολογίες δυο όμορφες ιστορίες αγάπης ενώ ταυτόχρονα ζωντανεύει ρεαλιστικά και χωρίς διδασκαλισμούς τις συνθήκες ζωής στα πρώτα χρόνια της σύγχρονης οικονομικής κρίσης. Η Μάρθα είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που καταφέρνει να μαζέψει τα κομμάτια της και να κάνει μια νέα αρχή, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του έρωτα, μόνο που σε αρκετά σημεία η πορεία της ξεφεύγει από τα τετριμμένα και τις κλισέ αφηγήσεις. Η συγγραφέας ξέρει πολύ καλά το υλικό της και δεν παρασύρεται για να εκβιάσει το συναίσθημα. Έχουμε αρχή, μέση και τέλος, χωρίς σχοινοτενείς αφηγήσεις ή περιττούς διαλόγους. Ο συναισθηματικός κόσμος της Μάρθας είναι αυτός ακριβώς που θα είχε κάποιος και στην πραγματική ζωή αν έκανε τα λάθη της, έχει αξιοπρέπεια και περηφάνια που δε διστάζει να τα τσαλακώσει χωρίς όμως να καταπατήσει τις ηθικές της αρχές (για παράδειγμα νιώθει τύψεις που έκλεψε τρόφιμα από μια τσάντα, αφήνοντας όμως το πορτοφόλι απείραχτο).

Στο χωριό όπου κατέφυγε, ζει και ο τοκογλύφος Βαγγέλης, υπεύθυνος για τον θάνατο του πατέρα της και την απώλεια της γονικής περιουσίας. Είναι πολύ δύσκολο να συμβιώνει μαζί του, να τον βλέπει να γεύεται τους καρπούς μιας εύκολης, απάνθρωπης και άπληστης ζωής και τελικά η ολοκλήρωση του μυθιστορήματος με ένα σκληρό τρόπο δείχνει πόση ψυχική αντοχή έχει η Μάρθα για να καταφύγει σε αυτήν την απονενοημένη πράξη ενώ ταυτόχρονα, σ’ ένα λιτό τελευταίο κεφάλαιο, δείχνει το πόσο καταρρακώθηκε, πόσο της στοίχισε αυτό αλλά είναι έτοιμη και για μια νέα αρχή. Ο έρωτάς της με τον ταβερνιάρη που δέχτηκε να της χαρίζει λίγο φαγητό κάθε μέρα ήταν όμορφος, όσο πρέπει ρομαντικός και με ελάχιστες ερωτικές σκηνές.

Πίσω στο 1980, ο γάμος της Αθανασίας με τον σταθμάρχη Βασίλη Στρατηγάκη είναι αντίθετος αφηγηματικά, μιας και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα τραγικό ερωτικό τρίγωνο. Η Αθανασία βρίσκεται παγιδευμένη τελικά σ’ έναν γάμο που δε θέλει, μιας και η τυχαία επίσκεψη ενός γοητευτικού άντρα ξυπνά μέσα της άγνωστα, κρυμμένα συναισθήματα και την οδηγεί σε αποφάσεις και πράξεις που δεν περίμενε ποτέ ότι θα έκανε. Με τις αρετές του συμπυκνωμένου λόγου και τις άκρως απαραίτητες σκηνές, ζωντανεύει ένας έρωτας απελπισμένος, γεμάτος πάθος και η συγγραφέας δίνει έμφαση στον ψυχικό κόσμο αυτών των τριών ανθρώπων. Κατανόησα τη ζήλεια και το αρρωστημένο πάθος του σταθμάρχη, σεβάστηκα τις επιθυμίες της Αθανασίας, αναρωτιόμουν για το ποιον του επισκέπτη, δεν περίμενα όμως πως η ιστορία αυτή θα τελείωνε όπως τελείωσε και με συγκίνησε βαθιά.

Τα «Κόκκινα δέντρα» είναι ένα μυθιστόρημα για τους σιωπηλούς αυτούς μάρτυρες, που αν είχαν στόμα να μιλήσουν θα αφηγούνταν ιστορίες που θα μας κρατούσαν ξύπνιους για πολλά χρόνια. Βάφονται κόκκινα, ανθίζουν, μαραίνονται και πάλι από την αρχή, σ’ ένα αέναο ποτάμι χρόνου όπου περνάνε διαβάτες οι άνθρωποι. Δυο τέτοιες ιστορίες διάλεξε η κυρία Καραμάνου να μας αφηγηθεί, με λιτότητα και δωρικότητα αλλά ταυτόχρονα με ένταση, πλούτο συναισθημάτων και ανατροπές.

 

Πάνος Τουρλής