Θάλασσες μας χώρισαν

της Ιφιγένειας - Ειρήνης Τέκου

b205253Η Παρασκευούλα και η Ελπίδα μεγαλώνουν στην απομακρυσμένη Σύμη της δεκαετίας του 1920. Είναι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες, η μία όμορφη, κοινωνική, έντονη, η άλλη διακριτική, απλώς εμφανίσιμη. Ένα δυσάρεστο οικογενειακό γεγονός οδηγεί την οικογένειά τους να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίζουν τα σκιρτήματα του έρωτα... για τον ίδιο άντρα. Αυτή είναι η αρχή του νέου μυθιστορήματος της κυρίας Ιφιγένειας Τέκου, που γνώρισα από το βιβλίο «Μνήμες χαμένες στην άμμο».

Σε γενικές γραμμές η συγγραφέας έχει βελτιωθεί πολύ ως προς το στυλ και το ύφος της. Έχει σκιτσάρει ωραία τους χαρακτήρες της, έχει δέσει σωστά τις μεταξύ τους σχέσεις, περιγράφει άψογα την καθημερινή ζωή στη Σύμη και στην Κωνσταντινούπολη, έχει μελετήσει ενδελεχώς τα ιδιώματα και τη λαογραφία της Σύμης και της Ικαρίας και έχει ξεσηκώσει κάθε κρυφή και ρομαντική πτυχή της Κωνσταντινούπολης. Αγάπησα πολύ την αρχή της ιστορίας στο νησί των Δωδεκανήσων και κατάλαβα πάνω σε ποιες βάσεις θα στηριχτεί η σχέση των δύο κοριτσιών. Μου άρεσε πολύ η ζωή των γυναικών στην Κωνσταντινούπολη στα απαρτμάν, πώς βοηθούσε η μία την άλλη, πώς μαγείρευαν σχεδόν αγκαλιά μιας και τα διαμερίσματά τους ήταν τόσο κοντά. Μία γυναίκα κάθε μέρα ζέσταινε νερό ώστε όλες μαζί να πλύνουν ρούχα και πιάτα, η κάθε μία κράταγε με εμπιστοσύνη και αγάπη τα παιδιά της άλλης, ένας υπέροχος και σκληρός μικρόκοσμος, που δε ζει και χωρίς τις κουτσομπόλες του. Εξίσου καλογραμμένη και η Αλεξάνδρεια, με τη δική της σκληρή καθημερινότητα, το μίσος των Αιγυπτίων για τους ξένους, ειδικά τους Άγγλους, τα ήθη και τις συνήθειές τους.

Δυστυχώς όμως, από ένα σημείο και μετά, η μαγεία αυτή χάνεται γιατί η πλοκή παίρνει ανεδαφικές προεκτάσεις και οι χαρακτήρες παρίνουν αποφάσεις αναίτιες και αδικαιολόγητες ενώ η μοίρα που εξυφαίνει η συγγραφέας δε με πείθει καθόλου και με ανάγκασε να κλείσω σχεδόν επί τροχάδην το βιβλίο. Ήταν τόσο ακραίες και μη πιστευτές οι ανατροπές και τα σχέδια των κοριτσιών που, όσο ελαστικός ήμουν στο πρώτο βιβλίο, τόσο δυσανασχέτησα στο δεύτερο. Επιτρέψτε μου να εκφράσω ακριβώς τις αντιρρήσεις κατωτέρω, οπότε μη διαβάσετε τη συνέχεια όσοι δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο.

ΠΡΟΣΟΧΗ, SPOILERS

Θα προσπαθήσω να μη χαλάσω τη μαγεία της αποκάλυψης με συγκεκριμένα στοιχεία και να παραμείνω γενικόλογος ως προς τα επιχειρήματά μου αλλά καλού κακού μη διαβάσετε παρακάτω παρά μόνο αφού έχετε τελειώσει το μυθιστόρημα.

Πρώτα από όλα, τον έρωτα μεταξύ αδελφών για τον ίδιο άντρα τον έχω διαβάσει και στην Καρυστιάνη, στη «Μικρά Αγγλία». Δε θα το συγκρίνω, εννοείται, άλλωστε ο καθένας μπορεί να γράψει την ίδια ιστορία με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους και να κερδίσει εξίσου τον αναγνώστη. Η γραφή λοιπόν της κυρίας Τέκου, όπως έγραψα και ανωτέρω, με κέρδισε αρκετά. Αληθινοί χαρακτήρες, αυθεντικές σκηνές μιας οικογένειας σε ένα απομονωμένο νησί, στη ρομαντική και αρωματισμένη Κωνσταντινούπολη, στη δύσκολη Αλεξάνδρεια, στην τραχιά Ικαρία. Όμως, από ένα σημείο και μετά η ιστορία γίνεται μαλλιά κουβάρια.

Δε με έπεισε ο Παύλος που ενέδωσε στα θέλγητρα της Ελπίδας κι ύστερα γύρισε στη γυναίκα του σα να μη συνέβη τίποτε. Η συγγραφέας τον έδειξε τυραγνισμένο από πόθο, αληθινό άντρα με διλήμματα και φοβίες αλλά μετά την Ελπίδα γύρισε στην Παρασκευούλα. Δε με έπεισε με τίποτα ο Αντρέας, όταν έμαθε ότι το παιδί της γυναίκας του δεν είναι δικό του αλλά του Παύλου, που έκατσε στο πλάι της και δεν την εγκατέλειψε. Η τιμή είναι πάνω από όλα για έναν άνθρωπο και ειλικρινά στη θέση του θα κατέφευγα τουλάχιστον σε διαζύγιο ή αν έμενα δίπλα της για τον κόσμο να μην ανοίξει το στόμα του δε θα της συμπαραστεκόμουν και δε θα την υποστήριζα όσο το δείνχει η συγγραφέας.

Δε με έπεισε με τίποτα η τελική σκηνή της αποκάλυψης για την πατρότητα του παιδιού της Ελπίδας, την οποία τυχαία κρυφάκουσαν δύο πρόσωπα που δεν έπρεπε να είναι εκεί, το ένα μάλιστα κατέφυγε και σε ακραίες, ακραιότατες αντιδράσεις που έβαλαν μπροστά άλλες εξελίξεις. Συγνώμη αλλά το θεωρώ παρατραβηγμένο και πρόχειρο να δοθεί μια τέτοια λύση.

Εξίσου ανεδαφικό θεώρησα το γεγονός ότι η οικογένεια της Ελπίδας, με ένα παιδί που μοιάζει στον πατέρα του, να μην έχει άλλη λύση μετά τα Σπετεμβριανά παρά να εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια όπου ζει η Παρασκευούλα και όχι πίσω στη Σύμη! Είναι δυνατόν να πάρεις αυτήν την απόφαση; Η συγγραφέας δεν υποστήριξε σθεναρά αυτήν την απόφαση στο κείμενο, από πραγματιστικής άποψης αυτό είναι σα να γυρεύεις μπελάδες!

Και πάμε στο χειρότερο: δε γίνεται ένα πρόσωπο να καταφεύγει στο έγκλημα και μετά να βρίσκει τη λύτρωση και τη σωτηρία σε μοναστήρι για να γαληνέψει η ψυχή του. Όσο εσωτερική πάλη και να γίνεται μέσα του, όσο πόνο και μετάνοια να κρύβει η ψυχή αργότερα, το θεωρώ επιφανειακό σα λύση να κλειστεί σε μοναστήρι. Δεν πείστηκα με τίποτα. Αν εξαιρέσεις αυτό το παρατραβηγμένο κομμάτι, κατά τα άλλα η συνεχεια της ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί και συγκινητική, έτσι όπως επιλέγει η συγγραφέας να την ολοκληρώσει. Και πάλι εκφράζω την εξής αντίρρηση: τη λύση του δράματος τη δίνει μια επιστολή που στέλνεται κατά λάθος. Δε γίνεται να θες να γράφεις γράμματα σε πρόσωπο που αγαπάς με σκοπό να μην τα στείλεις ποτέ αλλά παρ’ όλ’ αυτά να τα κλείνεις σε φακέλους με τη διεύθυνση και του αποστολέα και του παραλήπτη!

Ίσως είμαι εγώ μονοδιάστατος και δεν αφήνω τον εαυτο μου να πιστέψει σε ακραία γυρίσματα της τύχης και ζητώ προκαταβολικά συγνώμη, όμως με το θάρρος από την επαφή που έχω με τον χώρο της ανάγνωσης παραδέχομαι ότι οι συμπτώσεις και οι ακρότητες ήταν υπερβολικά πολλές για να τις δεχτώ χωρίς σχολιασμό.

Το μυθιστόρημα αξίζει από πλευράς γραφής, ύφους και στυλ. Η κυρία Τέκου μελέτησε και εργάστηκε πολύ πανω στο θέμα της και φαίνεται η αγάπη της γι’ αυτό. Δυστυχώς οι εξελίξεις στην ιστορία μου χάλασαν τη θετική εικόνα. Εξακολουθώ να πιστεύω ακράδαντα πάντως ότι η συγγραφέας έχει πολλές δυνατότητες και με χαρά θα διαβάσω και επόμενό της μυθιστόρημα.

Πάνος Τουρλής