Η στιγμή του ρόδου

της Agatha Christie

Η Agatha Christie, εκτός από τα πασίγνωστα και σημαντικά αστυνομικά μυθιστορήματά της, έγραψε και έξι κοινωνικά με το ψευδώνυμο Mary Westmacott, κυρίως την περίοδο 1930-1956. Πρόκειται για σωστά μελετημένα ψυχογραφήματα και ταυτόχρονα για «γλυκόπικρες ιστορίες αγάπης» που ξεκουράζανε τη συγγραφέα από την ένταση και τις απαιτήσεις ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Δείχνουν με ιδιαίτερο τρόπο μια διαφορετική πλευρά της αγαπημένης συγγραφέως και πόσο σωστά και κατάλληλα ήξερε να παρατηρεί, να μελετά και να σχεδιάζει τις αντιδράσεις της ανθρώπινη φύσης.

Στο βιβλίο «Η στιγμή του ρόδου» έχουμε ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον ανάπηρο Χιου Νόρεϊς, τον καιροσκόπο και υποψήφιο των Εργατικών Τζον Γκάμπριελ και την ξεπεσμένη αριστοκράτισσα Ιζαμπέλα Σεντ Λου, με φόντο την Κορνουάλη. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1947, λίγα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο κι αυτό φαίνεται μέσα στο κείμενο: «Στα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο του 1939-45, η Ευρώπη και η Ανατολή είχαν διέλθει μια ζοφερή περίοδο. Ο φόβος κορυφωνόταν ολοένα κι ο φόβος είχε  θρέψει μια νέα σοδειά από αγριότητες και θηριωδίες. Ο πολιτισμός είχε αρχίσει να ραγίζει» (σελ. 14). Ο πρωτότυπος τίτλος του είναι «The rose and the yew tree» («Το ρόδο και ο ίταμος»), είναι εμπνευσμένος από τον στίχο του T. S. Eliot «Η στιγμή του ρόδου κι η στιγμή του ίταμου έχουν την ίδια διάρκεια» και αναφέρεται στο αρωματικό και τρυφερό τριαντάφυλλο (Ιζαμπέλα) και στον τοξικό και πικρό ίταμο (Γκάμπριελ): Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1988 από τις εκδόσεις «Λυχνάρι» με τον τίτλο «Η Ιζαμπέλα που φοβόταν τον θάνατο» και τώρα επανεκδίδεται με τη γνωστή φροντίδα και επιμέλεια των εκδόσεων Διόπτρα.

Ο Τζον Γκάμπριελ είναι ένας «πολεμιστής παρασημοφορεμένος με τον Σταυρό της Βικτωρίας, καιροσκόπος, φιλήδονος και χαρισματικός», δεινός ομιλητής και με ένα βαθύ μίσος για την αριστοκρατική τάξη: «Μισώ αυτές τις αλαζονικές γυναίκες της ανώτερης τάξης… Ζούνε, σε ολάκερη τη χώρα, σε σπίτια υπό κατάρρευση, με εισοδήματα που έχουν συρρικνωθεί σε μηδαμινό βαθμό. Πολλές από δαύτες δεν έχουν να φάνε… Αλλά έχουν κάτι που δεν μπορώ ν’ αποκτήσω -και που ποτέ δε θ’ αποκτήσω-, ένα τρισκατάρατο αίσθημα ανωτερότητας» (σελ. 66). Τα πυρά του τα στρέφει ακόμη και στον έμπιστό του Νόρεϊς: «Δεν είναι επειδή είσαι ένας τόσο θαυμάσια συμπονετικός ακροατής και τα σχετικά. Είναι επειδή δεν είσαι χρήσιμος για οτιδήποτε άλλο» (σελ. 115). Πρόκειται για μια αντιπαθητική φιγούρα που δε διστάζει να τσαλακώσει τη δημόσια εικόνα του, ριψοκινδυνεύοντας να χάσει ακόμη και τις εκλογές.

Ο παράλυτος από τροχαίο ατύχημα Χιου Νόρεϊς μετακόμισε στο Σεντ Λου της Κορνουάλης, στο σπίτι που κληρονόμησε η γυναίκα του ζωγράφου αδελφού του, Τερέζα. Εκεί μπαίνει στη ζωή του η Ιζαμπέλα, εγγονή της λαίδης Σεντ Λου, χήρας και κληρονόμου του κάστρου και της γύρω περιοχής. Κινούμενος σε αναπηρικό αμαξίδιο και μην έχοντας να κάνει κάτι, γίνεται πολύ εύκολα κάτι σαν εξομολογητής των συνομιλητών του ή μπορεί, μιας και κανείς δεν του δίνει πολλή σημασία, να παρατηρεί και να καταγράφει αντιδράσεις, συμπεριφορές και συνομιλίες ευκολότερα. Παρ’ όλη τη θέση του, δε χάνει το χιούμορ του, που είναι καλοδεχούμενο μέσα σε τόση ψεύτικη ανωτερότητα γύρω του: «Καμιά φορά, μόνο και μόνο για να διασκεδάσω, της ανέφερα το ένα όνομα μετά το άλλο και περίμενα να ξινίσει η αρχική γλυκύτητα των σχολίων της» (σελ. 116).

Η Ιζαμπέλα είναι μια προσωπικότητα που δε σκιαγραφείται τόσο πολύ ούτε τόσο εύκολα ενώ μια απρόβλεπτη κίνηση προς το τέλος του μυθιστορήματος της δίνει μια πινελιά αγιότητας. Εκπροσωπεί την καταρρέουσα αστική τάξη που πέφτοντας παρασύρει έναν ολόκληρο κόσμο γύρω της, κάτι που η Agatha Christie δε σταματά να τονίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος.

Γύρω από αυτούς τους τρεις ανθρώπους θα στηθεί ένα αξιόλογο δίχτυ, με αναπάντεχους ελιγμούς και απρόσμενες εξελίξεις. Δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως πρόκειται για ένα σχετικά στατικό μυθιστόρημα, που θυσιάζει τη δράση για τα μελετημένα, τεκμηριωμένα πραγματολογικά στοιχεία, μέσα από τα οποία αναδύεται η βρετανική μεταπολεμική κοινωνία. Άλλωστε, ο παροπλισμένος Νόρεϊς, ο Εργατικός Γκάμπριελ και η αριστοκράτισσα Σεντ Λου είναι τα καλύτερα δείγματα των τάξεων που θέλει να αναλύσει και να αναφέρει η συγγραφέας. Μόνο η συναρπαστική ματιά ενός κόσμου που αλλάζει και στέκει μουδιασμένος και ίσως ανήμπορος μπροστά στις σαρωτικές αλλαγές μιας νέας εποχής, καθώς και η Κορνουάλη (πάντα η Κορνουάλη) και φυσικά το βάρος του ονόματος της Agatha Christie είναι αυτά που με βοήθησαν να τελειώσω το μυθιστόρημα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε βγήκα κερδισμένος από το βιβλίο.

Η γραφή είναι παλαιομοδίτικη, με συντακτικό και λεξιλόγιο που πλέον δεν υφίστανται στην εποχή μας, οπότε έχουμε και την αντίστοιχη αξιόλογη μετάφραση, που ζωντανεύει ακριβώς την ατμόσφαιρα της εποχής και το στυλ της αγγλικής αριστοκρατίας (ο Αύγουστος Κορτώ πρέπει να κοπίασε πολύ αναζητώντας το κατάλληλο λεξιλόγιο και τη σωστή δομή), χωρίς να υποσκελίζει ή να προσβάλλει το πρωτότυπο κείμενο. Υπάρχουν πάντως πολλές παρομοιώσεις και μεταφορές που δίνουν ζωντάνια και γλαφυρότητα στο κείμενο: «Διότι η Κάθριν Γιουγκουμπιάν διαθέτει την επιμονή μιας βαριοπούλας και τη μονοτονία ενός φλόγιστρου ασετιλίνης, σε συνδυασμό με την εξουθενωτική επίδραση του νερού που στάζει σε πέτρα!» (σελ. 8), «Η αχνή, γλυκιά σαν μήλο φωνή σώπασε…» (σελ. 56), «Ο Κάρσλεϊκ είναι άριστα χωμένος στη δουλειά του, όπως ο σκόρος στο μάλλινο» (σελ. 54).

Η διεισδυτική και διερευνητική ματιά της συγγραφέως δε μένει μόνο στην ανθρώπινη ψυχολογία αλλά παρατηρεί και σχολιάζει με ευρηματικό τρόπο και απτά παραδείγματα και τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές αλλαγές της Αγγλίας κυρίως αλλά και του κόσμου. Με αφορμή την παραδοσιακή, ήρεμη και καθόλου συναρπαστική ζωή στην αγγλική επαρχία όπως αυτή αναπαρίσταται στο Σεντ Λου δίνεται η ευκαιρία να καταγραφούν ένα σωρό παρατηρήσεις για τον ελεύθερο χρόνο των κατοίκων (αγαπημένο χόμπι το ουίστ, ένα παιχνίδι με χαρτιά), τους μεταξύ τους δεσμούς, τις συνήθειές τους, τον διαχωρισμό τους σε Συντηρητικούς και Εργατικούς, Τόρις και κόκνεϊ κλπ. Η πολιτική αντιπαράθεση εν όψει των εκλογών, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο βάρος στην υπόθεση, εξουδετερώνεται και ισοπεδώνεται σε δύο φράσεις: «-Σε ενδιέφεραν ποτέ τα πολιτικά, Τερέζα; -Ανέκαθεν μου φαίνονταν περιττά. Αρκούμαι στο να ψηφίσω τον υποψήφιο που θεωρώ πιθανότερο να κάνει τη λιγότερη ζημιά» (σελ. 38). Φυσικά δε λείπουν και οι αιχμές: «Η γυναικεία ψήφος, είπε, ήταν ανέκαθεν ακανθώδης» (σελ. 53). Από την άλλη, σα βόμβα έσκασε μπροστά μου η ασημαντότητα μιας παρατήρησης για έναν κατά τα άλλα σημαντικό υποψήφιο: «Τι κρίμα που έχει τόσο λαϊκά πόδια» (σελ. 57). Η πεμπτουσία του σνομπισμού και η κενότητα μιας παρατήρησης σε μια άκαιρη πρόταση που θα μπορούσε πραγματικά να εκφέρει ένας Άγγλος ψηφοφόρος! Τέλος, η πρόταση στη σελίδα 109 αποδυναμώνει την αξία της εξουσίας από τη μια και τονίζει τον φόβο που ακόμη είχε ο κόσμος για τον νεκρό πια και λαοπλάνο Φύρερ: «Ποιος θαρρείς πως είμαι, ο Χίτλερ; Δε θέλω εξουσία, δεν έχω καμία φιλοδοξία να επιβάλλομαι στους συνανθρώπους μου ή στον κόσμο εν γένει. Για όνομα του Θεού, άνθρωπέ μου, για ποιο λόγο θαρρείς πως έμπλεξα σ’ αυτήν την κομπίνα; Η εξουσία είναι μια μπούρδα!» Για άλλη μια φορά η Agatha Christie αποδυναμώνει το βάρος σημαντικών θεσμών με απλές, καθημερινές εκφράσεις! Και κλείνω με το πιο διαχρονικό, καίριο, πάντα επίκαιρο σχόλιο: «Τι είναι η πολιτική στο κάτω κάτω αν όχι γειτονικά κιόσκια στο πανηγύρι του κόσμου, που το καθένα τους προσφέρει το δικό του μαντζούνι που γιατρεύει όλα τα δεινά;» (σελ. 181).

Η συγγραφέας, αν και ήταν γύρω στα εξήντα όταν το έγραφε, πάρα πολλές φορές τονίζει το παρωχημένο των μεγάλων σε ηλικία ανθρώπων και πόσο μεγάλο εμπόδιο είναι για την πρόοδο μιας κοινότητας ή ενός ευρύτερου συνόλου. «Ο πρόεδρος [του Συντηρητικού πολιτικού κόμματος της περιοχής και κυριάρχου στις επερχόμενες εκλογές] άρχισε να μιλά με μια τρεμουλιαστή, μελίρρυτη φωνή. Ο κόσμος για τον οποίο μουρμούριζε, συλλογίστηκα, δεν υπήρχε πλέον» (σελ. 56). Ο κόσμος καταρρέει γύρω μας και πρέπει όχι μόνο να το συνειδητοποιήσουμε αλλά και να αντιληφθούμε τις νέες ανάγκες και επιταγές ώστε να δημιουργήσουμε έναν καλύτερο αυριανό κόσμο, αυτό υποστηρίζεται σθεναρά καθ’ όλη την έκταση του κειμένου.

Δεν είναι όμως μόνο οι σημαντικές πολιτικές αλλαγές της βρετανικής κοινωνίας αλλά και η επαναστατική αύρα μιας νέας τάξης πραγμάτων, για την οποία καθιερωμένες, πάγιες αξίες και ολόκληρα status quo κατακρημνίζονται: «-Δε θα παντρευτώ εκτός της τάξης μου. Ω, ναι, ξέρω ποια είναι η τάξη μου. Δεν είμαι τζέντλεμαν. -Σημαίνει τίποτα η λέξη αυτή στις μέρες μας; ρώτησα με αμφιβολία. -Η λέξη όχι. Αλλά αυτό που νοηματοδοτεί εξακολουθεί να υφίσταται» (σελ. 111). Και φυσικά υπάρχει το αγαπημένο μου απόσπασμα στη σελίδα 148 που δεν αφήνει τίποτα όρθιο: «Δεν έχουν δεύτερο βρακί. Ζούνε σ’ ένα κατεστραμμένο, ετοιμόρροπο κάστρο και παριστάνουν ότι είναι οι σπουδαιότερες όλων. Κάθεται εκεί και ξύνεται χωρίς να κάνει τίποτα, ελπίζοντας ότι θα την παντρευτεί ο μονάκριβος κληρονόμος… Αυτές οι κοπέλες με αηδιάζουν, Νόρεϊς. Κακομαθημένα πεκινουά, αυτό είναι. Κι η λαίδη Σεντ Λου αυτό ακριβώς θέλει να είναι. Τι διάολο ωφελεί να είσαι η λαίδη Σεντ Λου τη σήμερον ημέρα; Όλα αυτά τα πράγματα έχουν παρέλθει οριστικά. Κωμικά, μόνο αυτό είναι στις μέρες μας, σαν καλαμπούρι σε βαριετέ…».

Το μυθιστόρημα το προτείνω σε όποιον αρέσει να διαβάζει ρομαντικές ιστορίες του παλιού καιρού, με ψυχογραφίες, αργή δράση και μπόλικη ατμόσφαιρα Αγγλίας, σε όποιον θέλει να δει ένα άλλο συγγραφικό ταλέντο της Αγκάθα Κρίστι και σε όποιον έχει την υπομονή και τη θέληση να ξεψαχνίσει ένα κείμενο-ντοκουμέντο για τις μέρες της Αγκάθα Κρίστι και πώς κατάφερε να εντάξει όσα ήξερε, μάθαινε και διέβλεπε σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο ρεαλιστικούς χαρακτήρες, αληθοφανή και ψυχολογικά επεξηγημένα συμπλέγματα ανθρώπινων σχέσεων, και επικαιρότητα.

Πάνος Τουρλής