Η μοναξιά των συνόρων

της Γλυκερίας Γκρέκου

Εκπληκτικό και περιεκτικό. Ηλικιωμένη γυναίκα κλεισμένη στο απρόσωπο διαμέρισμά της αναρωτιέται με τι να γεμίσει το χρόνο της. Δεκατριάχρονο κορίτσι, πρόσφυγας από το Αφγανιστάν, αναρωτιέται τι να κάνει για περάσει την ώρα της και να μάθει πράγματα για τη χώρα που τη φιλοξενεί. Οι δυο γυναίκες έρχονται κοντά, σπάνε τα φράγματα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και ονειρεύονται ένα κοινό μέλλον πάνω από σύνορα, εμφυλίους, φόβο και σπαραγμό.

Η Χαρούλα, με καταγωγή από την Τραπεζούντα του Πόντου, ζει μόνη της στον Άγιο Παντελεήμονα κοντά στην Αχαρνών. Μόνη της παρέα η αλβανίδα Ρόζα που της καθαρίζει το σπίτι και τα σποραδικά τηλεφωνήματα του παντρεμένου γιου της. Αρχίζει να μιλάει στον εαυτό της για να περάσει την ώρα της, κάνει πολλές δουλειές για να κυλήσει η μέρα της κι όλα αλλάζουν όταν στο απέναντι υπόγειο διαμέρισμα έρχεται η Χαμιντάινα με τον αδερφό της, πρόσφυγες από το Αφγανιστάν. Η Χαρούλα κερδίζει την εμπιστοσύνη του παιδιού και η γνωριμία τους εξελίσσεται σε βαθιά φιλία όταν η Χαρούλα αρχίζει να της κάνει μαθήματα ελληνικής γλώσσας!

Στο μικρό αυτό λογοτεχνικό διαμαντάκι η συγγραφέας δίνει τις πραγματικές διαστάσεις της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Τοποθετεί τις πιο φίλα προσκείμενες σε εγγύτητα μορφές, δυο γυναίκες δηλαδή (πιο σπάνιο να ενωθούν κατ\' αυτόν τον τρόπο δυο άντρες χωρίς να υπάρξει κάποια βία, κάποια ωμότητα), να ξεπερνούν το εμπόδιο της γλώσσας και να ενώνουν τις ελπίδες και τα όνειρά τους για το άγνωστο, εφήμερο για τους άτυχους ξένους, όνειρο. Από τη μια με έξυπνο τρόπο παραλληλίζεται η προσφυγιά των Ελλήνων το 1922 (μέσα από το ημερολόγιο του πατέρα της Χαρούλας) και από την άλλη δίνονται γλαφυρότατα οι περιπέτειες, η αγωνία και η αβεβαιότητα των προσφύγων για το αν θα φτάσουν στην Ελλάδα και τι θα βρουν εκεί (σύνορα, τρεχαλητό στα βουνά, διακομιδή με βάρκες και μεγάλη τύχη αν δεν τους πνίξουν οι δουλέμποροι για να μην πιαστούν στα πράσα).

Η Χαμιντάινα είναι ένα παιδί που έχει όνειρα, έχει σχέδια, έχει απορίες, είναι αθώα, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί πέρασε τόσα εμπόδια και να έρθει σε μια πατρίδα δανεική, όπου ξένοι άνθρωποι, με άγνωστη γλώσσα, επιτίθενται στους μετανάστες και τους διώχνουν από τις προσωρινές τους κατοικίες. Χωρίς αυστηρό ύφος, χωρίς μεροληψία, χωρίς εξάρσεις και κορόνες, μέσα από το κείμενο καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικοί παράγοντες σε αυτόν τον φανατισμό και την ξενοφοβία είναι η φτώχεια και η αμορφωσιά.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

¨Είναι ξένοι, δε χωράει αμφιβολία. Το χρώμα της επιδερμίδας τους, χρώμα της Ανατολής. Τα μελαγχολικά τους μάτια, χρώμα προσφυγιάς. \"Μάνα, να προσέχεις! Γέμισε η γειτονιά εγκληματίες!\" Αυτό το λαβωμένο ελάφι της Ανατολής εγκληματίας; Τι κακό μπορούν να κάνουν αυτά τα αδύνατα κλαράκια;\" (σελ. 68).

\"Η φτώχεια είναι ο εχθρός! Η φτώχεια και η αμορφωσιά!...Η φτώχεια! Που συχνά, ευτυχώς όχι πάντα, έρχεται και κυοφορεί άρρωστα παιδιά: το φόο, την αμορφωσιά, την κλεψιά, το φόνο\' (σελ. 85-86).

Πάνος Τουρλής