Η Λιλίκα προβάρει Vera Wang

της Ανδριάνας Σακκά

Η Αλεξάνδρα Οικονόμου ή Λιλίκα, αγαπούσε μια ζωή τα περιοδικά, τα κείμενά τους, τα φρεσκοτυπωμένα φύλλα τους. Προσλαμβάνεται λοιπόν ως fashion editor στο περιοδικό Image για να εντοπίζει τις νέες τάσεις και να ανακαλύπτει κάθε νέο glam και trendy προϊόν, μέρος, αξεσουάρ. Να όμως που γνωρίζει κι ερωτεύεται αυτόν που δεν πρέπει όταν δεν πρέπει. Και τώρα τι κάνουμε; Πόσο έτοιμη είναι να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα αισθήματά της για τον πιο ακατάλληλο άντρα αλλά και τα πισώπλατα μαχαιρώματα του χώρου;

Ομολογώ ότι ξεκίνησα να το διαβάζω χωρίς πολλές φιλοδοξίες. Χιουμοριστικό, μια γυναίκα με δύο άντρες, δουλειά δύσκολη και απαιτητική, μπλεγμένες καταστάσεις, τα γνωστά, ήθελα να του ρίξω μια ματιά γιατί μ’ αρέσει να διαβάζω σχεδόν τα πάντα. Αρχικά, ναι, πίστεψα πως έχουμε να κάνουμε ακριβώς με ό,τι περιμένουμε από τον τίτλο και την περίληψη στο οπισθόφυλλο οπότε προχωρούσα από κεφάλαιο σε κεφάλαιο χωρίς απαιτήσεις. Σταδιακά όμως έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να μάθει τη συνέχεια, να συναντά ολοκληρωμένες γυναικείες προσωπικότητες, με προσγειωμένους (όσο γίνεται, μιας και στα όνειρα δε βάζει κανείς μέτρο) στόχους, με λογικές αντιδράσεις, με σωστές αμφιβολίες και μετρημένες παρεξηγήσεις που προχωρούν την ιστορία παρακάτω χωρίς να την ξεχειλώνουν ή να την εκβιάζουν. Ειλικρινά περίμενα κάτι εντελώς πανάλαφρο και διασκεδαστικό, που απλώς πετάει brand names και πιασάρικα κλισέ για να κερδίσει μια μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Εντάξει, είναι λίγο από αυτά, όμως η συγγραφέας μου έδειξε πως ασχολήθηκε σοβαρά με τους ήρωές της και πρόσεξε καλά κάθε τους βήμα!

Η Αλεξάνδρα λοιπόν, αρχικά στον χώρο των περιοδικών και στη συνέχεια σε αυτόν της τηλεόρασης, είναι η γυναίκα που θα ακολουθήσει τη μέση οδό, υποστηρίζει και υπερασπίζεται τις γυναικείες επιλογές χωρίς να γίνεται φεμινίστρια, παρασύρεται από τον απαγορευμένο καρπό, βρίσκεται μπλεγμένη ανάμεσα σε δύο άντρες, παίρνει λάθος αποφάσεις τις οποίες όμως αναγνωρίζει και κατανοεί, ζητάει βοήθεια από τις φίλες της, τσαλακώνεται, προβληματίζεται. Η αφήγηση δίνεται σε πρώτο πρόσωπο, οπότε η ηρωίδα περιγράφει και καταγράφει τα πάντα στη ζωή της, συναισθήματα, εντυπώσεις, προσδοκίες κλπ. Έχει έναν συγκεκριμένο κύκλο φιλενάδων, την Πέπη, την Αθηνά και τη Μαριάννα, με τις οποίες συζητάει τα πάντα. Από την άλλη, έχουμε τον Λιλίκο της (έτσι λέμε οποιονδήποτε κούκλο, μελαχρινό και σέξι άντρα που είναι γοητευτικά ακατάλληλος), τον αλαζονικό μισογύνη Άρη Μαυρίδη, διευθυντή του Uomo, που δεν αναπτύσσεται αμφίπλευρα όπως η Λιλίκα, παρ’ όλ’ αυτά έχει και μια τρίτη διάσταση που τη δείχνει καθ’ εκάστην μα κυρίως όταν δεν πρέπει, μπερδεύοντας χειρότερα την Αλεξάνδρα.

Ο χώρος των περιοδικών αρχικά και της τηλεόρασης στη συνέχεια δίνεται εκ των έσω, σκληρός και αμείλικτος, με τις περικοπές του, την αγωνία για το αύριο, την ασκαρδαμυκτί απόλυση άνευ εξηγήσεων (η αγορά πιέζει, τα έσοδα πέφτουν κλπ.), καταστάσεις που δημιουργούν ένα σκληρό περιβάλλον στο οποίο πρέπει να ανθίσει ο έρωτας των δύο πρωταγωνιστών, με τα δικά του σκαμπανεβάσματα και αντιδράσεις. Πισώπλατα μαχαιρώματα, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, ανύπαρκτο ωράριο, ελάχιστος ελεύθερος χρόνος και χιλιάδες προβλήματα αρχικά εξοντώνουν την Αλεξάνδρα, στη συνέχεια όμως την ατσαλώνουν. Ταυτόχρονα, «η δουλειά των ονείρων της» δημιουργεί προβλήματα επικοινωνίας και με τις φίλες της, οι οποίες είναι εξίσου, αν όχι παραπάνω, σημαντικές για κείνη κι ενώ αφοσιώνεται όλο και περισσότερο στα επαγγελματικά, τόσο περισσότερο αναποφάσιστη και προβληματισμένη γίνεται, Στο πρώτο βιβλίο σημειώνει: «Η ζωή μου αλλάζει. Μαζί της όμως πρέπει ν’ αλλάξω κι εγώ για να ταιριάζω μ’ αυτήν. Το θέμα είναι το δεν ξέρω πώς να το κάνω. Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω. Και κυρίως… δεν ξέρω αν θέλω πλέον να το κάνω» (σελ. 207). Στο δεύτερο βιβλίο παραδέχεται: «Αισθάνομαι μια τεράστια μοναξιά, σαν αν έχει γεμίσει ο κόσμος με εχθρούς, αρραβωνιαστικούς που με κάθε τους λέξη σε απογοητεύουν, συνεργάτιδες που μπήγουν τα λακαρισμένα τους νύχια στη ζωή και τη σχέση σου, διευθυντές που θέλουν να χωθούν στο κρεβάτι σου. Νιώθω αηδία με όλη αυτήν τη ψευτιά. Χρειάζομαι αγάπη. Και αλήθεια» (σελ. 183).

Παρ’ όλο που είμαι άντρας ομολογώ πως με κράτησε, όπως τόνισα και στην αρχή. Ίσως γιατί δεν ήταν ισοπεδωτικά αστείο αλλά αξιοπρεπές, ίσως γιατί έλειπαν υπερβολικές περιγραφές στις ερωτικές σκηνές, ίσως γιατί δεν είχα να κάνω με γυναίκα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης που αντιδρά κραυγαλέα και σαν κλόουν για να βγάλει με το ζόρι λίγο γέλιο από την ιστορία της αλλά με μια νέα κοπέλα που έχει όνειρα, φιλοδοξίες και αγάπη, μόνο και μόνο για να τα βλέπει να σβήνουν ένα προς ένα μπροστά της ώστε να βρει τη δύναμη και να τα ξαναχτίσει από την αρχή. Κανένας σουρεαλισμός, καμιά υπερβολή (εντάξει, ίσως η χαρτορίχτρα και η τελική αντίδραση του αντίζηλου που μου φάνηκε υπερβολικά ρομαντική για να είναι αληθινή), ανατροπές μετρημένες, που θα μπορούσαν να συμβούν όντως σε μια ερωτική σχέση, όλα ακολουθούν τη σωστή συνταγή ενός καλού ρομαντικού μυθιστορήματος που περιγράφει το σμίξιμο δύο ανθρώπων που μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν, που έχουν να ξεπεράσουν πολλά εμπόδια ώστε να νιώσουν, εκτός από το να καταλάβουν, πως είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Και κατά διαστήματα, με αφορμή διάφορα γεγονότα στις ζωές των φιλενάδων της Αλεξάνδρας, η συγγραφέας δείχνει διαφορετικές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων σήμερα, τον εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης αντρών και γυναικών σε θέματα όπως γάμος και παιδιά, πάλι σωστά και μετρημένα, με προσγειωμένες σκέψεις και λογικές απορίες. Πόσο επηρεάζουν οι διαφορετικές δουλειές ένα ζευγάρι; Πώς θα καταφέρει να ανταπεξέλθει σε μια περίοδο κρίσης; Πόσο σωστό είναι να καταφύγει μια γυναίκα σε κόλπα για αν μείνει έγκυος ώστε να προχωρήσει στον περιπόθητο γάμο; Πόσο έτοιμοι είμαστε να δούμε τις πραγματικές πλευρές του ανθρώπου που αγαπάμε όταν η σχέση γίνει καθημερινή; Υπάρχουν ακόμη μισογύνηδες; Πόσο κοντά έχουμε έρθει άντρες και γυναίκες μετά από τόσα χρόνια κοινωνικής ανέλιξης και προσωπικής εξέλιξης; Πόσο επιβαρύνει η ρουτίνα τη σχέση;

Η νέα διλογία της Ανδριάνας Σακκά είναι ένα αξιοπρεπές ρομαντικό κείμενο, με ερωτικά μπερδέματα, ρεαλιστικές σκέψεις και προβληματισμούς και ένα ερωτικό τρίγωνο με σκαμπανεβάσματα που θα μπορούσαν πράγματι να συμβούν σε κάποιον σήμερα. Αν εμένα με τράβηξε ως το τέλος, μου προσέφερε κάποια μειδιάματα και μου κράτησε καλή παρέα, πιστεύω πως οι αναγνώστριες θα νιώσουν τέτοια συναισθήματα εις τη νιοστή. Κι όπως λέει η συγγραφέας στο δεύτερο βιβλίο: «Μη φοβάστε την αγάπη. Αλλά, ακόμη κι αν τη φοβηθείτε, μια μέρα θα επιστρέψει σ’ εσάς αν είναι αληθινή» (σελ. 222).

Πάνος Τουρλής