Η Ζέλντα έφυγε

της Φωτεινής Ναούμ

Ποια είναι η μυστηριώδης Ζέλντα και γιατί έφυγε; Δραπέτευσε, εγκατέλειψε, παραιτήθηκε ή απλώς ψάχνει την επόμενη περιπέτεια; Γιατί την κυνηγάει με τόσο πάθος ο Ανδρέας Μεντάς, ο συγγραφέας που θέλει να γράψει την ιστορία της; Τι επιδιώκει; Γιατί η Ζέλντα έχει μοναδικό όνειρο να γίνει ηρωίδα βιβλίου; Πόσο εξαρτάται κανείς από τη μοίρα του και πόσο εύκολα μπορεί να της κρυφτεί; Με ποιον τρόπο το ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύει ο Ανδρέας επηρεάζει το οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό του περιβάλλον;

Η Φωτεινή Ναούμ επιστρέφει μ’ ένα κοινωνικό μυθιστόρημα εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενά της, γεμάτο εσωστρέφεια, σασπένς και λεπτές πινελιές σουρεαλισμού, με μια έξοχη κεντρική ιδέα κι έναν υποδειγματικό τρόπο χειρισμού της πλοκής. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Ανδρέα ζωντανεύει τον χαρακτήρα, τις σκέψεις, την προσωπικότητα και τον κύκλο των ανθρώπων που συναναστρέφεται, μας συστήνει έναν άντρα που έχει καταξιωθεί στον χώρο της συγγραφής, τα βιβλία του πωλούνται σα ζεστά ψωμάκια και ξαφνικά η γυναίκα που γνώρισε, που αγάπησε, που ζήλεψε, τον εγκατέλειψε κι έρχονται τα πάνω κάτω. Θα παρατήσει το επόμενό του μυθιστόρημα για να τη βρει ή θα προτιμήσει μία ακόμη εκδοτική επιτυχία; Κι αν θελήσει το δεύτερο, πώς θα τα καταφέρει αφού η έμπνευση τον προδίδει; Η Ζέλντα έρχεται στο φως μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων που γνώρισε και ο Ανδρέας μέσα από τα γεγονότα που βιώνει στην προσπάθειά του να τη βρει. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές περσόνες και η σταδιακή τους (απο-) δόμηση μου κέντρισε το ενδιαφέρον, γιατί γινόταν πάντα με ανορθόδοξο και αναπάντεχο τρόπο.

Από τη μια έχουμε εκείνη που «…οτιδήποτε κι αν έκανε, όσο αλλόκοτο κι αν φάνταζε σ’ εμάς τους κοινούς ανθρώπους, ήταν τόσο χαριτωμένο, τόσο αφοπλιστικά φυσιολογικό, που, αντί να καταφέρει κάποιος από εμάς να την τραβήξει στον κόσμο μας, σύντομα μας παρέσυρε αυτή στον δικό της» (σελ. 81). Είναι υποχωρητική αλλά όχι υποτακτική, έχει βλέμμα αλαζονικό και υπεροπτικό, συνάμα όμως καταδεκτικό. Είναι ένα γοητευτικό κράμα αντιθέσεων, ανέμελη, προκλητική αλλά όχι χυδαία, ανάερη αλλά όχι αδιάφορη: «Όλους όσους είναι να συναντήσω κάποτε τους περιμένω από τώρα» (σελ. 46). «Σαν παιδί που τα έβλεπε όλα για πρώτη φορά. Κι ας τα είχε συναντήσει όλα στη ζωή της» (σελ. 153). Γιατί θέλει να γίνει ηρωίδα μυθιστορήματος;  «-Θέλω κάτι να με αγκαλιάσει…Κάτι να με προστατέψει. Ένα βιβλίο θα μπορούσε να με σώσει… Από το θάνατο. Από μένα. Από τη ζωή. Κι έπειτα, σκέψου πόσος κόσμος θα μ’ αγαπούσε…» (σελ. 105). Όσων χρονών κι αν είσαι δεν είσαι προετοιμασμένος για το πότε θα σε βρει η Ζέλντα και πώς θα σε σημαδέψει. Γιατί κανείς τους όμως δεν έγραψε γι’ αυτήν; «Γιατί κάποιοι τα γράφουν και κάποιοι τα ζουν… Εγώ τα έζησα», υποστηρίζει ένας από τους ανθρώπους που γνώρισε (σελ. 57).

Κι από την άλλη εκείνος, που για πρώτη φορά έχει μια ηρωίδα με σάρκα και οστά και ετοιμάζει την ιστορία του γύρω απ’ αυτήν, κάτι που τον εκνευρίζει όμως γιατί συνήθως αγνοεί τα πραγματολογικά στοιχεία και αφοσιώνεται στον αυτό καθαυτό τον ήρωά του. Δεν τον νοιάζει πραγματικά η ιστορία της, επιδιώκει πάνω απ’ όλα να τη βρει. Λέξεις ανάκατες πολιορκούν τον λογοτεχνικό του οίστρο αλλά πρέπει πρώτα να αλιεύσει πληροφορίες που δε γνωρίζει. Είναι ένα βήμα πριν την ακολουθήσει, αυτήν ή την ιστορία που γεννήθηκε μέσα απ’ αυτήν. Πάντα ήθελε να γράφει, ξεκίνησε αργά και αθόρυβα, ώσπου το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου του άνοιξε τις πόρτες. Τώρα όμως, μετά από χρόνια επιτυχημένης πορείας, σταματάει πάντα στην τριακοστή σελίδα κάθε νέου του βιβλίου κα χάνει κάθε διάθεση να συνεχίσει, αναζητά κίνητρο αλλά δεν το βρίσκει κι αυτό τον ρίχνει σε μελαγχολία. «Τι συνέβαινε; Γιατί δεν ήθελα πια να γράψω; Κι αν δεν ήθελα να γράψω πια, τι θα με κρατούσε ζωντανό για την υπόλοιπη ζωή μου» (σελ. 20); Κι ύστερα ήρθε αυτή, η μόνη γυναίκα που μπήκε στο ζωή του και στο μυαλό του και τα ξερίζωσε.

Ο Ανδρέας ακολουθεί πρόσωπα-κρίκους για να βρει τη Ζέλντα: τον Λουκά Γρέζη, που μαζί της έγραψε τις πρώτες του ουσιαστικές σελίδες στη ζωή, τον Χάρη Οικονόμου, που χάρη σ’ εκείνη κατάλαβε τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και ευτυχίας, τον Νίκο που ήρθε φαντάρος στον Έβρο όπου έμενε εκείνη, τον Θωμά που τη γνώρισε στο τρένο και την οδήγησε σε γρήγορους και παράτολμους ρυθμούς, τη Φλώρα, μια γυναίκα δικτυωμένη στη νύχτα της Αλεξανδρούπολης, τον Ντίμη που την έδιωξε, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό που αναπολεί την πρώτη τους γνωριμία κάτω από τις πιο πρωτότυπες συνθήκες που θα μπορούσε να επινοήσει κανείς. Όλη αυτή η περιπέτεια τον φέρνει σ’ επαφή με ανθρώπους που κατά πάσα πιθανότητα δε θα συναναστρεφόταν ποτέ στη ζωή του αλλά τώρα όχι απλά τους συναντά, τους γνωρίζει, όπως ακριβώς κάνει με τους ήρωες κάθε βιβλίου του!

Μέσα από το κείμενο ξεπηδάνε συγκινητικές, τρυφερές, διαχρονικές και απρόσμενες ιδέες κυρίως γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις (φιλικές, ερωτικές, οικογενειακές), χωρίς να παραλείπονται και παρατηρήσεις γύρω από τον κόσμο της συγγραφής και του βιβλίου, με τα κακώς κείμενα να περνάνε υποδόρια ως υποκειμενικές απόψεις των χαρακτήρων κι ας φωτογραφίζουν αρκετές πρακτικές που όντως ακολουθούνται, κυρίως στην εποχή μας και στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Μικρές συμβουλές και υποδείξεις για γράψιμο, χαρακτηριστικές σκηνές από την καθημερινότητα των συγγραφέων (κοινωνικές γνωριμίες, έμπνευση, μαθήματα δημιουργικής γραφής), χωρίς λοιδωρίες ή επαίνους, απλώς ξεπηδούν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, εμπλουτίζοντας τη ζωή του αφηγητή. «-Η συγγραφή σε γοητεύει στην αρχή. Την απολαμβάνεις. Την ερωτεύεσαι. Νομίζεις πως έχεις το απάνω χέρι. Δεν ξέρεις ακόμη πως σε ορίζει αυτή. Το βύθισμα έρχεται σιγά σιγά. Θέλει όλο και πιο πολύ, και αυτή η ανάγκη γίνεται εθισμός. Όταν καταλάβεις, χρόνια μετά, πως σ’ έχει αρπάξει απ’ τα μαλλιά, είναι συνήθως αργά. Πολύ αργά» (σελ. 237).  Και το αγαπημένο μου: «-Στα συρτάρια είναι θαμμένα βιβλία που δε θα εκδοθούν ποτέ. -Μα γιατί; -Ολοκλήρωσαν το έργο τους. Κράτησαν τα δάχτυλά μου ζεστά» (σελ. 395).

Η Φωτεινή Ναούμ έχει δώσει εξαίρετα δείγματα γραφής σε προηγούμενα βιβλία της, η ματιά της όμως δεν έχει πάψει να καταγράφει, να θωπεύει, να συμπονά τον κόσμο γύρω της και να μετουσιώνει όλη αυτήν την εμπειρία σε αξέχαστες προτάσεις ακόμη και τώρα: «-Η αγάπη εγκλωβίζει. Εθίζεσαι σ’ αυτήν και μια μέρα ξυπνάς και δε σε αναγνωρίζεις» (σελ. 153). Να και μια απρόσμενη άποψη: «-Δεν ξέρεις τι είναι να γνωρίζεις έναν άνθρωπο που σου δείχνει τι είσαι. Όχι έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Απ’ αυτούς χορτάσαμε. Να σου δείχνει τι μπορείς να γίνεις. Τι μπορείς να είσαι. Να σ’ αρπάζει και να σου δείχνει τον σωστό δρόμο» (σελ. 258). Ο Ανδρέας έχει τη μητέρα του σε οίκο ευγηρίας-νοσηλευτικό ίδρυμα και η σχέση τους επιστεγάζει πολλές από τις εξελίξεις του βιβλίου, τον καθυστερί, τον εμποδίζει, του αλλάζει την πορεία. Οι σκηνές τους είναι από τις πιο ανατριχιαστικές συναισθηματικά: «Είχα την αίσθηση πάντα πως ένας γονιός είναι μονάχα αυτό. Ένας γονιός. Λες και είναι εργάτης σε εργοστάσιο. Προορισμένος για συγκεκριμένο ρόλο» (σελ. 230). Απόψεις, ιδέες, οπτικές γωνίες για τους γονείς μας, τον ρόλο τους στη ζωή μας, τα «θέλω» τους που χάθηκαν συγκροτούν έναν άρρηκτο δεσμό μάνας και γιου που ακόμη μου φέρνει δάκρυα στα μάτια όποτε τον αναθυμούμαι.

Κατά την πορεία της ανάγνωσης άρχισα να καταλαβαίνω τι κρύβεται πίσω από τα περιστατικά, ποια είναι πραγματικά η κεντρική ιδέα κι έτσι, εκτός από τα νοήματα, τις ανατροπές και τις εξελίξεις της καθαυτής ιστορίας, απολάμβανα τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ σουρεαλισμού και πραγματικότητας, τον τρόπο που η συγγραφέας, πότε με μια φράση, πότε με μια λέξη, πότε με ενδιαφέρουσες σκηνές με μετέφερε σ’ ένα, για άλλη μια φορά, κατάδικό της σύμπαν που όμως είναι εύκολα προσβάσιμο για όσους αγαπούν το διαφορετικό στη λογοτεχνία και αναζητούν κάτι που θα ξεφεύγει από τα κλισέ και τις χιλιοειπωμένες ιστορίες. Οι φραστικές της ακροβασίες και η ανίδωτη μετατόπιση από το απτό στο φαντασιακό ήταν διαρκή παιχνιδίσματα που με μάγεψαν και με κράτησαν σφιχτά δεμένο με το κείμενο ως το τέλος του βιβλίου, που ακόμη κι αυτό έπαιξε άψογα με την ταυτόχρονη έννοια της ολοκλήρωσης που δίνει ένας συγγραφέας στο βιβλίο του κι ένας άνθρωπος σε κάποιες επιλογές του.

«Η Ζέλντα έφυγε», αφήνοντας πίσω της έναν άντρα να την κυνηγάει και να σχηματίζει το παζλ της προσωπικότητάς της μέσα από διάφορους και διαφορετικούς χαρακτήρες που τη συναναστράφηκαν. Πρόκειται για ένα διαρκές παιχνίδι γάτας και ποντικού, με τα πιόνια να αλλάζουν απροειδοποίητα θέσεις και ρόλους, με την πλοκή να ξετυλίγεται αβίαστα και χωρίς έντονους ρυθμούς, με το κείμενο να βρίθει συναισθημάτων και ανατροπών κι όλα αυτά να συναποτελούν ένα υπέροχο, τρυφερό, προκλητικά διαφορετικό μυθιστόρημα απαιτήσεων.

Πάνος Τουρλής