Η δεξιά τσέπη του ράσου

του Γιάννη Μακριδάκη

Ο μοναχός Βικέντιος ζει πλέον μόνος με τη σκυλίτσα του, τη Σίσσυ. Τη μέρα που πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος, το ζώο γεννάει τρία κουτάβια και ξεψυχάει. Ενώ τα υψηλά κλιμάκια της εκκλησιαστικής ιεραρχίας σφάζονται για την υψηλή θέση, ο μοναχός αγωνίζεται να κρατήσει στη ζωή έστω και ένα από τα σκυλάκια της Σίσσυς. Θα τα καταφέρει;

Ο Γιάννης Μακριδάκης δε χρειάζεται συστάσεις, μιας και κάθε του βιβλίο, είτε μυθιστόρημα είτε νουβέλα, έχει τη δύναμη και την ικανότητα να ζωντανεύει απαράμιλλα ενδιαφέρουσες ιστορίες γεμάτες νοήματα και συναισθήματα με ένα στυλ και έναν τρόπο γραφής αξέχαστο. Η φύση όπου χτίστηκε το μοναστήρι είναι ολοζώντανη, με τη θάλασσα στα πόδια της, τον βοριά να απειλεί να γκρεμίσει τα πάντα (ειδικά Φλεβάρη και Μάρτη που πάντα ήταν μήνες του φόβου), το ερημωμένο ορυχείο, την αβάσταχτη μοναξιά του καλόγερου μέσα του και γύρω του να δίνονται ανάγλυφα, με τέχνη απαράμιλλη. Εκτεταμένες παράγραφοι, σα νερό που κυλάει χωρίς βιασύνη, ανακατεύουν την αφήγηση με τους διαλόγους σ’ ένα παραδόξως αρμονικό και καθόλου κουραστικό σύμπλεγμα που χαρίζει παραστατικότητα στην αφήγηση και ζωντάνια.

Ο Βικέντιος διακονεί πλέον μοναχός  του στην Παναγιά τ’ Ακρωτηριού, ένα μικρομονάστηρο χτισμένο στα βορινά του νησιού. Μαθαίνουμε μέσα από συνεχή πρωθύστερα για τον χαρακτήρα της χαροπαρμένης πλέον Σίσσυς και πώς κρατούσε συντροφιά στον Βικέντιο, για τη ζωή και τις σκέψεις του καλόγερου πριν και μετά την κουρά («Η παρθενία και η φτώχεια καλά, ποτέ του δεν αντάμωσε έρωτες και πλούτη, δεν είχε τι να του λειφτεί και τι να νοσταλγήσει. Η υπακοή όμως; Καλογερόπαιδο στα δεκαεφτά, πώς να μπει σε καλούπι;», σελ. 42), για την καθημερινότητα του μοναστηριού με τον σκληρό και αυστηρό ηγούμενο («Μα ό,τι πιότερο από το ξεροφάγι κι ένα σανιδοκρέβατο ήτανε πολυτέλεια», σελ. 42), και κάπου στο βάθος όλων αυτών η ακόμη πιο σκληρή πραγματικότητα με την ανελέητη ανθρωποφαγία για τη θέση που χήρεψε στους κόλπους μιας κοινότητας κατά τα άλλα γεμάτης αγάπη για τον συνάνθρωπο.

Βρήκα ευρηματική την αντιδιαστολή της ταπεινότητας του βίου που οφείλει να έχει ένας ιερωμένος με τα υπονοούμενα που υπάρχουν διάσπαρτα κατά τη διάρκεια της τελετής του λαϊκού προσκυνήματος ως προς τα μεγαλεπήβολα σχέδια των ιεραρχών, με κορυφαία την εξής πρόταση που έφερε στον Βικέντιο πικρό χαμόγελο μιας και ο ίδιος άλλα έζησε στη δική του περίπτωση: «…τώρα ο Θεός να μας βοηθήσει να εκλέξουμε το διάδοχό του, που πρέπει να είναι όσιος, άκακος και αμόλυντος. Αχνογέλασε ο Βικέντιος, του ‘ρθανε πάλι αστραπιαία στο μυαλό τα όσα τράβηξε από τα δεκαεφτά του χρόνια…» (σελ. 85). Δεν έχω ξανασυναντήσει γραφή που να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα χωρίς όμως να τα κατονομάζει και χωρίς να τα λοιδωρεί! Απλός και λιτός, ταπεινός και δύσκολος ο μοναχικός βίος, με τις αγροτικές δουλειές και τις λειτουργίες και ο συγγραφέας τα παραθέτει όλα με υπέροχο τρόπο.

Επίσης, από την αρχή ταξίδεψα με τις σύνθετες λέξεις που σπάνια εμφανίζονται στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και που έχουν την ικανότητα κάθε συλλαβή τους και κάθε γράμμα να στάζουν ελληνικότητα, αρκεί να είναι μετρημένες και χρήσιμες, όπως στα βιβλία του Γιάννη Μακριδάκη («τρεμοχαιρετούνε», «στραβοστέκανε»). Λέξεις, όμορφες λέξεις, υπέροχες λέξεις: «μεροκόπι» (ο κάματος της μέρας), «πόρτεγο», «αυλίδι», «τα ψιλοκάδενα» (με λεπτή καδένα κρεμασμένα), «ανήψητος» (ο άψητος), «εύλαλη σιωπή». Χιλιάδες παρομοιώσεις και μεταφορές: «Οι μέρες και οι νύχτες του μοιάζανε πια σα σταγόνες. Ο βίος του βρύση που στάζει μερόνυχτα» (σελ. 12) και «Ζερβόδεξά τους κρεμόντανε ξύλινες πιατοθήκες κι απάνω τους ραχάτευαν, άχρηστα πια, κάθε λογής τσίγκινα πιατοπότηρα» (σελ. 24). Και ένα από τα αγαπημένα μου: «Ο Μάρκος… Ήτανε σα να τον σκάλισε ένας πετροκόπος στο βράχο πριν χρόνια, κι αυτός βαρέθηκε εκεί καρφωμένος ν’ αγναντεύει το πέλαγος, σε μια στιγμή ξεκόλλησε κι έπιασε να περιφέρεται, πέτρινο ομοίωμα ανάμεσα στους ανθρώπους» (σελ. 34).

Η καθαυτή ιστορία έχει αγωνία και σασπένς, έχει επισκέψεις από τους κατοίκους του διπλανού χωριού που έρχονται για να συλλειτουργήσουν, για να πάρουν ευλογία ή πρόσφορο, για να αγιάσει ο μοναχός προσωπικά τους αντικείμενα, όπως ένα αυτοκίνητο κ. ά. ενώ ταυτόχρονα ο συγγραφέας σκύβει με αγάπη πάνω από τα κουτάβια και καταγράφει κάθε τους μέρα και συμπεριφορά, πώς αργοπεθαίνουν όσα δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν, πώς ανασαίνουν, πώς κοιμούνται, πώς προσμένουν την τροφή, πώς κλαψουρίζουν. Τι τρυφερές οι στιγμές της αγάπης του μοναχού γι’ αυτά, που θέλει απελπισμένα να επιβιώσουν για να του κρατήσουν παρέα… Αβάσταχτη η μοναξιά και ο καλόγερος δεν την αντέχει άλλο. Συγκινητικές και γεμάτες σεβασμό απέναντι στο δώρο της ζωής είναι οι σκηνές που ο Βικέντιος αγωνίζεται να ταΐσει με σύριγγα τα νεογνά, παρατηρώντας τη διάθεσή τους, την όρεξή τους, την ανατομία τους. «Του πήρε κάμποση ώρα ώσπου να καταλάβει πως αυτό που μοσκομυρίζει μάνα και υγραίνει το μουσούδι του είναι ανάσταση…», παρατηρεί ο συγγραφέας για την ώρα του θηλασμού τους.

«Η δεξιά τσέπη του ράσου» είναι η φάτνη στην οποία κρατάει τα κουτάβια ο Βικέντιος για να νιώθουν ζεστασιά και να τα προσέχει καλύτερα, στην προσπάθειά του να τα κρατήσει στη ζωή. Κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, απογοητευμένος αλλά πάντα πιστός παλεύει να χαρίσει στα ζώα την επόμενή τους μέρα, την επόμενή τους στιγμή, με προσευχές και παρακάλια όσο ο μοναστικός του βίος συνεχίζει, με τις λειτουργίες και τους αγιασμούς. Θα καταφέρει λοιπόν να κρατήσει έστω κι ένα από τα σκυλάκια της Σίσσυς; Μια τρυφερή νουβέλα που με συγκίνησε και μου εμφύσησε αγάπη για τα ζώα και για τη δημιουργικότητα του Θεού όσο κανένα άλλο κείμενο!

Πάνος Τουρλής