Η Αποικία της λήθης

της Κλαίρης Θεοδώρου

Αθήνα, δεκαετία 1990. Η Έλλη, μετά τον θάνατο του πατέρα της, παίρνει στα χέρια της δύο οικογενειακές φωτογραφίες και προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι του παρελθόντος. Η Έλλη μεγάλωσε μόνη, με τον πατέρα της, Δημοσθένη, να της απαγορεύει να ρωτάει για τη μητέρα της και το παρελθόν τους. Πόσο δίκιο είχε ο Δημοσθένης να της κρύβει πράγματα και ποιο μυστικό κουβαλούσε τόσα χρόνια; Λέρος, δεκαετία 1970. Ο Άλκης ταξιδεύει στο νησί για να κλειστεί στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο του νησιού. Δε χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης, απλώς είναι άλλος ένας από εκείνους που οι δικοί του είχαν τις άκρες και τα χρήματα για να τον  κλείσουν σε αυτήν την κόλαση, μακριά από τις ζωές τους. Τι συνδέει τον Δημοσθένη με τον Άλκη; Τι συνέβη στη ζωή του αθώου ανθρώπου και τον παγιδέψανε στο νησί της Λέρου; Πόσο σκληρή μπορεί να είναι μια καρδιά και πώς αντέχει να καταφύγει σε πράξεις ασύλληπτες;

Το μυθιστόρημα ασχολείται με την περίπτωση της «Αποικίας» στη Λέρο και με αφορμή μια άκρως τραγική και ασύλληπτη σε βαρβαρότητα ιστορία αναλύει και εξετάζει τις συνθήκες κράτησης και πρόνοιας στο Νοσοκομείο, την καθημερινότητα των εγκλείστων, τη βαρεμάρα των επικεφαλής ιατρών και την ανοχή των κατοίκων που εργάζονταν εκεί, προσβλέποντας μόνο στη μισθολογική τους ικανοποίηση. Η ιστορία του Άλκη, εκτός του ότι είναι απάνθρωπη ως γενεσιουργός αιτία και πραγματικά εύχομαι να μην είναι πραγματική, είναι λεπτομερής, ρεαλιστική και τη συστήνω μόνο σε όσους έχουν γερά νεύρα. Η κυρία Θεοδώρου δε χρειάζεται να καταφύγει σε λεκτικές ή περιγραφικές ακρότητες, οι ίδιες οι συνθήκες είναι ανατριχιαστικές. Και δεν έχει διαλέξει πολλές περιπτώσεις να αφηγηθεί, οπότε αποφεύγει τον σκόπελο της εκμετάλλευσης του θέματος για να προκαλέσει την ευαισθητοποίηση του αναγνώστη. Έχει καταλήξει στον πυρήνα της ιστορίας της, έχει σχεδιάσει αδρά τους χαρακτήρες που θα την αφηγηθούν και τους τοποθετεί σε ένα απάνθρωπο κολαστήριο που μέχρι και σήμερα, παρά την επέμβαση της Ευρώπης, έχει ουσιαστικά προβλήματα.

Σε γενικές γραμμές, το μυθιστόρημα μου φάνηκε αργόσυρτο, με εκτεταμένες περιγραφές των σκηνικών και των πρωταγωνιστών και μακροσκελείς παραγράφους. Δραστηριότητες και κινήσεις των χαρακτήρων που θα μπορούσαν να αποδοθούν λιτά και δωρικά μακραίνουν και αποδυναμώνουν το δέσιμο του βιβλίου. Το μυθιστόρημα κινείται σε τρεις άξονες: στη ζωή του Άλκη στο νοσοκομείο, στην καθημερινότητα της Έλλης που ανατρέπεται ριζικά και βήμα το βήμα προσεγγίζει όλο και περισσότερο την αλήθεια και στο παρελθόν του Δημοσθένη με τη γυναίκα του, Σοφία, η οποία από ένα σημείο και μετά αποκόπτεται και ζει τη δική της κόλαση. Από αυτά τα τρία σημεία αναμφισβήτητα θεωρώ πιο σφιχτό, ρεαλιστικό και διδακτικό το κομμάτι του Άλκη. Η Έλλη έχει να ψάξει για το χτες της οικογένειάς της, οπότε της δίνεται άφθονος χώρος για να καθυστερήσει την εξέλιξη της πλοκής (εσωτερικοί μονόλογοι, έρευνες κλπ.) ενώ η Σοφία που καταφεύγει στον Πειραιά μπλέκεται σε κάτι που έχω διαβάσει χιλιάδες φορές και δυστυχώς οι κοινοτοπίες έρχονται η μία πίσω από την άλλη.

Θα επικεντρωθώ λοιπόν στον Άλκη, γιατί εκεί πιστεύω πως έχει βάλει τα δυνατά της η κυρία Θεοδώρου. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, ο Άλκης είναι υγιής κι όμως ζει κάθε μέρα έναν θάνατο και με τη δική του αντικειμενική ματιά ξετυλίγεται η ιστορία του Νοσοκομείου της Λέρου. Με εύληπτο τρόπο, καθόλου κουραστικό, παρεισφρέουν στο κείμενο εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες για το νησί και το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, ζωντανεύουν με τραγικό τρόπο οι συνθήκες εγκλεισμού και κράτησης (αυτή η πτέρυγα γυμνών με στοιχειώνει πολλές νύχτες τώρα) και σταδιακά, σχεδόν με ντοστογιεφσκικό τρόπο, ο Άλκης κατεβαίνει σκαλοπάτι σκαλοπάτι το δικό του Υπόγειο. Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, η συγγραφέας επέλεξε την ιστορία του Στάθη και της Φωτεινής για να τεκμηριώσει την τραγικότητα των καταστάσεων. Ο Στάθης ήταν κι αυτός θύμα των δικών του ανθρώπων, τυχαία γνωρίστηκε με τον Άλκη κι ένωσαν τις ζωές τους. Δυστυχώς όμως η άφιξη της σχιζοφρενούς Φωτεινής διέλυσε για πάντα τις ψυχικές αντοχές του Στάθη, εξαιτίας του έρωτα. Η κλιμάκωση αυτής της ιστορίας με το προσδοκώμενο τέλος είναι από αυτές που μόνο ένας καλός συγγραφέας μπορεί να αναπαραστήσει χωρίς να καταφύγει σε κλισέ ή να παγιδευτεί σε ψευτοσυναισθηματισμούς.

Άλλο ένα δυνατό κομμάτι του μυθιστορήματος είναι η συνάντηση του Άλκη με τον άνθρωπο που τον πέταξε στο Νοσοκομείο, πολλά χρόνια αργότερα. Η συνάντηση γίνεται ξαφνικά, απόλυτα δικαιολογημένα αλλά με έπιασε απροετοίμαστο. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνταν, τα συναισθήματα που περιγράφονταν, οι καταστάσεις αμηχανίας που ήταν σχεδόν ανάγλυφες, έχτισαν μια από τις δυνατότερες σκηνές του μυθιστορήματος, αναγκάζοντάς με να κλείσω το βιβλίο για λίγο αμέσως μετά, ώστε να πάρω μια βαθιά ανάσα και να μπορέσω να συνεχίσω.

Η «Αποικία της λήθης» είναι ένα συγκινητικό μυθιστόρημα που επικεντρώνεται στις συνθήκες κράτησης των ψυχοπαθών στο νησί της Λέρου και τις ανθρώπινες ιστορίες που μπορούν να τυλιχτούν γύρω από αυτούς ασφυκτικά. Αν εξαιρέσουμε κάποιες μακρόσυρτες αφηγήσεις, το κείμενο έχει δυνατές, αληθινές και συγκινητικές σκηνές, διαχρονικές αλήθειες και διεισδυτική ματιά σε κάτι στο οποίο όλοι ελαφρά (;) τη καρδιά γυρνάμε την πλάτη.

Πάνος Τουρλής