Ζωή στη στάχτη

του Μερκούριου Αυτζή

Η Χρυσαυγή είναι η κόρη του μεγαλέμπορου Ευγένη Μικρόπουλου και μεγαλώνει στην Τραπεζούντα των αρχών του 20ού αιώνα. Μέσα από την ιστορία της ζούμε από κοντά τις περιπέτειες του Πόντου κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου και της εμφάνισης των Νεότουρκων και μαθαίνουμε για την ευμάρεια και τον πλούτο της ελληνικής αστικής τάξης του τόπου. Η ζωή της Χρυσαυγής είναι συναρπαστική, γεμάτη εκπλήξεις και έρωτα, με ανθρώπους που την αγαπούν ή την εποφθαλμιούν, αρμονική αλλά και δύσκολη, άμεσα επηρεασμένη από το διεθνές διπλωματικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Ο κύριος Μερκούριος Αυτζής γράφει μια συναρπαστική ιστορία γεμάτη ιστορικά, οικονομικά και κοινωνικά γεγονότα που μας οδηγούν προς το δύσκολο 1921.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε επτά μέρη με τον συγκινητικό τίτλο «Ανάσες» και ξεκινάει από το Πλιτσχάουζεν της Γερμανίας το 1982, όπου η υπερήλικη Χρυσαυγή θυμάται τη ζωή της και την αφηγείται στην πρωτότοκη εγγονή της, ακολουθώντας τις προφητείες εκείνης της σαλής Λεϊλά: «Η ψυχή σου θα ησυχάσει μονάχα όταν μοιραστείς της ζωής σου τα γραμμένα. Απ’ αυτά, μαθές, τίποτα δε σου ανήκει». Εκείνο το αερικό είχε πει στη Χρυσαυγή: «Πολλά θα δεις, πολλά θα ζήσεις και πολλά θα πάθεις», οπότε ο μίτος ξεδιπλώνεται σιγά σιγά και ταξιδεύουμε πίσω στα μεταβατικά και άστατα χρόνια της δεκαετίας του 1910. Το μυθιστόρημα είναι πυκνογραμμένο, με πλούσια πλοκή, γεμάτο από πραγματολογικά στοιχεία και από ιστορικά πρόσωπα που αλληλοεπιδρούν με την οικογένεια Μικρόπουλου και το φιλικό τους περιβάλλον, παρ’ όλ’ αυτά είναι έτσι γραμμένο που υπάρχει περιθώριο για αναγνωστική ξεκούραση. Η αφήγηση είναι κυρίως τριτοπρόσωπη αλλά κάποιες φορές μια πρωτοπρόσωπη δίνει άλλη ματιά στα δρώμενα, ένα ημερολόγιο ή μια επιστολή ή ακόμη και άρθρα εφημερίδων εμπλουτίζουν και ζωντανεύουν το κείμενο ενώ οι ανωτέρω «Ανάσες» μας συστήνουν μια ώριμη Χρυσαυγή και μας χαρίζουν μικρές πληροφορίες για το τι μέλλει γενέσθαι, κορυφώνοντας έτσι την αγωνία.

Η γραφή είναι δυνατή, στιβαρή και απόλυτα τεκμηριωμένη, βασισμένη σε πλούσια βιβλιογραφία. Κάπου ποιητική, κάπου πεζή, με σύντομες αλλά και με μεγαλύτερες προτάσεις, με προσεγμένο και επίκαιρο λεξιλόγιο, ακόμη και με λίγα καλολογικά στοιχεία, έτσι, να δούμε λίγο φως ανάμεσα στις στάχτες: «Η άνοιξη, ροδαλή και αηδονολάλητη, φόρεσε τα καλά της και εμφανίστηκε σε μια στιγμή που ζωή και θάνατος σεργιανούσαν αντάμα» (σελ.309). Ο σχεδιασμός της πλοκής είναι ευρηματικός, με τον κύριο άξονα να μην έχει υπερβολικές ή αχρείαστες εκπλήξεις, διανθίζεται πάντως από γεγονότα που δείχνουν ολοκληρωμένους τους χαρακτήρες και φωτίζουν κάθε γεγονός που έλαβε χώρα στη διεθνή διπλωματική, οικονομική και πολιτική κονίστρα. Θέλει τον χώρο και τον χρόνο του η ανάγνωση ενός τέτοιου κειμένου, είναι όμως τόσο συναρπαστικό που δεν κατάλαβα για πότε κύλησε η ώρα και πότε έφτασα στο τέλος (πιστεύω πως θα υπάρξει και συνέχεια του έργου), γεμάτος από εικόνες, συναισθήματα και γνώσεις. Από χαρακτήρες δεν ξέρω ποιον να πρωτοαναφέρω. Ο Ευγένης Μικρόπουλος είναι δραστήριος έμπορος της Τραπεζούντας, έχει κατάστημα τροφίμων, αποθήκη εμπορευμάτων κι ένα φορτηγό καράβι, συναναστρέφεται τις αγορές της νότιας Ρωσίας, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και την αστική τάξη της πόλης. Με τη γυναίκα του, Μάρω, απέκτησαν τον Απόστολο, δεξί του χέρι, τον Κωνσταντίνο, τον Γεωργούλη και τη Χρυσαυγή, μια κοπέλα που μεγαλώνει και ζει μια πλούσια σε εμπειρίες ζωή. Ο καθένας τους έχει και τη δική του πορεία στο κείμενο, πότε στρωτή, πότε με εμπόδια και ανατροπές ευχάριστες και όχι, χωρίς όμως να χάνεται το επίκεντρο, που είναι η ζωή της μοναχοκόρης. Έτσι το μυθιστόρημα περιορίζεται σε έκταση και δε χανόμαστε σε γενεαλογίες και τήρηση σημειώσεων από μεριάς αναγνώστη, αφήνοντας έτσι την καθαυτή δράση να αναπνεύσει και να ξεδιπλωθεί. Τα παιδιά μεγαλώνουν, σπουδάζουν, παντρεύονται, διαπρέπουν, ωριμάζουν και κάθε μάζωξη είναι μια μεγάλη γιορτή, ώσπου…

Και δε γνωρίζουμε μόνο τα μέλη της οικογένειας. Η Λεϊλά, ορφανή κι απόκληρη, τριγυρνά ελεύθερη χωρίς να δίνει λόγο πουθενά, είναι ένα αποκρουστικό αγρίμι που κρύβει όμως την πραγματική της ταυτότητα. Οι χριστιανοί την περιφρονούν, οι μουσουλμάνοι τη θεωρούν τρελή, οι Εβραίοι και οι ξένοι πιστεύουν πως είναι δαιμονισμένη. Χλευάζει τη δήθεν αξιοπρέπεια και την υποκρισία του κόσμου, έχει πεντακάθαρη ψυχή και πνευματική διαύγεια, ψυχολογεί με μια ματιά όσους αντικρίζει. Ο Νικηφόρος Πετρίδης αρραβωνιάστηκε από παιδί με τη Χρυσαυγή, διατηρώντας έτσι την τοπική συνήθεια να προστατεύουν τα κορίτσια από τους Τούρκους. Η Εμινέ και η Μελάνια είναι παιδικές φίλες της Χρυσαυγής, η Θεοδώρα και η Σουμέλα είναι οι νέες της συμμαθήτριες, ο Μιλτιάδης και ο Ανέστης, ο Ισαάκ το Εβραιόπουλο και ο Ιμπραήμ με τον Αχμέτ, τα Τουρκοπούλια, είναι γείτονες και φίλοι του Γεωργούλη, ο Μιχάλης και ο Ισκεντέρ είναι φίλοι του Απόστολου, ο Χαλίλ και ο Αζαρία είναι υπάλληλοι του καταστήματος της οικογένειας. Ο Συμεών Ντιμπουά είναι γιος τραπεζίτη και γνώστης του τραπεζικού δικαίου, έρχεται στην Τραπεζούντα για να επεκτείνει τις οικογενειακές επιχειρήσεις, λάτρης του ωραίου και άνθρωπος της διασκέδασης και της τρυφηλότητας. Ο αγαπημένος μου Κριστιάν Φουρνιέ είναι Γάλλος δημοσιογράφος, ανταποκριτής της μάχης της Καλλίπολης αρχικά και του Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου των Ελλήνων της Ρωσίας αργότερα, ο συνταγματάρχης Χανς Ντίτριχ αποσπάστηκε στο γερμανικό προξενείο για να προωθήσει γερμανικά οικονομικά συμφέροντα, ο Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέης, βαλής στο μεγαλύτερο βιλαέτι της αυτοκρατορίας, ικανός στη διοίκηση και στη διαχείριση των υποθέσεων αλλά συγκεντρωτικός και αυστηρός, αναγνωρίζει τον κομβικό ρόλο των Ελλήνων που υπερτερούν πληθυσμιακά στην οικονομία του τόπου και προσπαθεί να τα έχει καλά μαζί τους, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης διαπρέπει στη Μασσαλία όπου έμαθε την τέχνη του εμπορίου και ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσάφι, μιας και είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φουντουκιού («το καφέ χρυσάφι του Πόντου»).

Αυτοί οι χαρακτήρες και πολλοί άλλοι, κάποιοι με πρωταγωνιστικό, κάποιοι με βοηθητικό ρόλο, ζουν, μεγαλώνουν, επιβιώνουν στην Τραπεζούντα: «…ένα πολύχρωμο μωσαϊκό πολιτισμών, θρησκειών, ιδεών, ζυμωμένο με το αίμα, τον ιδρώτα και τις μάχες αιώνων χιλιάδων ψυχών» (σελ. 23-24). Το ξακουστό λιμάνι της είναι γεμάτο ατμόπλοια και ιστιοφόρα, είναι το τέρμα του εμπορικού δρόμου που ξεκινούσε από το Ερζερούμ κι έφερνε καραβάνια γεμάτα εμπορεύματα. Έλληνες και Αρμένιοι, Εβραίοι και Τούρκοι, Ασιάτες από την Ανατολή, Ευρωπαίοι δημιουργούν ένα πολύχρωμο παζλ γεμάτο εικόνες, χρώματα και αρώματα από μια πένα μεστή και λυρική ταυτόχρονα, που δεν ξεχνάει ούτε τους κρυπτοχριστιανούς, φέρνοντας στο φως κατανυκτικές περιγραφές της θείας λειτουργίας σε κρυμμένα υπόγεια ενώ εξίσου όμορφα δένει ο συγγραφέας την πόλη με το βυζαντινό της παρελθόν, όταν τα παιδιά της ιστορίας περπατάνε στο Λεοντόκαστρο ή οι μεγαλύτεροι προσεύχονται στις βυζαντινές εκκλησίες. Πόσο αρραγής δείχνει η ιστορία της πόλης και του τόπου ανά τους αιώνες και πόσο ευρηματικά ταξιδεύουμε στην επίσης ακμάζουσα παροικία της Οδησσού και του Βατούμ, με πόση συγκίνηση περιδιάβαινα κι αυτές τις πόλεις μέσα από τις επιστολές που στέλνονταν…

Η ιστορική αλήθεια παρουσιάζεται ακριβοδίκαια, χωρίς φτιασίδια και μισόλογα, μέσα από μια τεκμηριωμένη και κοπιώδη έρευνα, με τα γεγονότα, τα αίτια και τα αιτιατά, τις αλλαγές και τις ανατροπές, τις βλέψεις και τα μεγαλόπνοα σχέδια εις βάρος του λαού να είναι απόλυτα εναρμονισμένα με την καθημερινότητα και τις ζωές των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Το κίνημα των Νεότουρκων του 1908 και τα σατανικά τους σχέδια που κρύβονταν πίσω από την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, η εξορία του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, η εκστρατεία της Καλλίπολης, η Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως, ο πόλεμος, η επεκτατική πολιτική της Ρωσίας προς τη Μικρά Ασία που ανακόπηκε απότομα με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 είναι γεγονότα που πότε λαμπρύνουν και πότε καταστρέφουν την Τραπεζούντα και τον Πόντο ευρύτερα. Επιστράτευση, αμελέ ταμπουρού, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, μια εποχή όπου «…το χιόνι κεντούσε την ασχήμια του πολέμου με τις νιφάδες ασπροβελονιά για να μην τη βλέπει το μάτι του Θεού…» (σελ. 267). Και που παραδόθηκε το 1916 η Τραπεζούντα στους Έλληνες μετά τη νίκη των Ρώσων στο Ερζερούμ και την προέλασή τους, τι μ’ αυτό; «Διάλειμμα δημοκρατίας» το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας κι έχει δίκιο. Δεν πρόλαβαν να ωριμάσουν οι ζυμώσεις για ένα ανεξάρτητο ποντιακό κράτος και να ευοδωθούν οι ρωσικές βλέψεις για ένωση των Ελλήνων Ρωσίας και Καυκασίας, αφού ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση τον επόμενο χρόνο, με αποτέλεσμα ο Βλαντίμιρ Λένιν να ακολουθήσει πολιτική ειρήνευσης με τους Νεότουρκους και με τους Γερμανούς. Πίκρα, ανασφάλεια και τρόμος στοίχειωσαν τις ζωές των Ποντίων και στις 19 Μαΐου 1919 αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ο Μουσταφά Κεμάλ. Στάχτες, παντού στάχτες…

Το μυθιστόρημα, που κάτι μου λέει πως είναι το πρώτο μιας ενδιαφέρουσας διλογίας ή τριλογίας, ζωντανεύει παραστατικά και τεκμηριωμένα την καθημερινή ζωή στην Τραπεζούντα από το 1910 ως το 1921 περίπου, με την πανσπερμία φυλών και την ποικιλία των κατοίκων που μεγάλωναν στην πόλη και πάλευαν για τον επιούσιο να ζωντανεύει με ενάργεια, ρεαλισμό και πιστότητα. Εκκλησίες και καταστήματα, μνημεία και δρόμοι, κτήρια και λεωφόροι αναβιώνουν με συναρπαστικό τρόπο και αφήνουν τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος να περπατήσουν με άνεση ανάμεσά τους, να τα επισκεφθούν, να στεγάσουν εκεί τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Διεισδυτικά ψυχογραφήματα, ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, άφθονα πραγματολογικά στοιχεία, ιδιωματισμοί, συναρπαστικές περιγραφές είναι μερικά μόνο από τα θετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός εκπληκτικού ιστορικού μυθιστορήματος, αφιερωμένου στην πρόοδο και την ευημερία του ελληνικού στοιχείου: «…που από τη στάχτη θέλει να δημιουργεί, και παλεύει από την πρώτη αχτίδα του ήλιου…» (σελ. 329).

Πάνος Τουρλής