Ερωσφόρος

του Γιώργου Καστέλλη

Σε μια εποχή που ο έρωτας έχει κατηγοριοποιηθεί ως ψυχική ασθένεια και που η διακεκριμένη επιστήμονας Μίνα Παναγιώτου, νευρολόγος-ψυχίατρος, έχει εφεύρει το χάπι που θα σε κάνει να ξεχάσεις το συναίσθημα του έρωτα και άρα να αποφύγεις όλες τις ψυχοσωματικές βλάβες που προκαλεί αυτό, μία γυναίκα εισάγεται στην κλινική όπου η Μίνα κουράρει ασθενείς με τη δική της μέθοδο, βασισμένη σε αυτό το χάπι. Η Φωτεινή έρχεται στην κλινική σε μια προσπάθεια να επουλώσει τα τραύματα που της προκάλεσε η τελευταία της ερωτική περιπέτεια. Γιατί όμως διάλεξε τη συγκεκριμένη κλινική; Τι πραγματικά θέλει να κάνει; Τι θα συμβεί ανάμεσα σε αυτές τις δύο γυναίκες όταν εμφανιστεί ξαφνικά ανάμεσά τους ένας πειρασμός, με αντρικό σώμα και σατανικά γοητευτικούς τρόπους; Τελικά τιθασεύεται ο έρωτας; Κι αν όχι, γιατί;

Πρόκειται για ένα πανέξυπνο και ευρηματικό βιβλίο, που ασχολείται με το χιλιοδιαβασμένο θέμα του έρωτα αλλά από τελείως διαφορετική οπτική γωνία, δίνοντάς του έτσι μια πρωτόγνωρη φρεσκάδα και μια πρωτοτυπία που δεν έχω συναντήσει ως τώρα. Η ανωτέρω περίληψη δείχνει ένα δυστοπικό κείμενο όμως δεν είναι έτσι. Η ιστορία ξετυλίγεται απλά, ρεαλιστικά, με τους χαρακτήρες να μιλούν και να κινούνται λες και είναι ανάμεσά μας, μόνο το φόντο αλλάζει, ο χαρακτηρισμός του έρωτα ως ψυχιατρικής ασθένειας. Οι «ασθενείς» της κλινικής ποικίλλουν σε νοοτροπία, αντιλήψεις και παρελθόν και δημιουργούν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό από case studies κι έτσι η συναναστροφή της Φωτεινής με αυτούς χαρίζει στιγμές αγωνίας, έκπληξης, ακόμη και γέλιου.

Ένα ακόμη σημαντικό προτέρημα του βιβλίου είναι και ο τρόπος που επέλεξε ο κύριος Καστέλλης να αφηγηθεί την ιστορία. Μας ρίχνει αμέσως στα βαθιά, με τη Φωτεινή να εισάγεται στο μέρος όπου θεραπεύεται ο έρωτας, με τις περιγραφές της καθημερινότητάς τους και κομμάτι κομμάτι αρχίζει να ξεδιπλώνει τους λόγους για τους οποίους βρίσκεται η ηρωίδα εκεί. Μπήκε για να θεραπευτεί; Κι αν δεν είναι αυτός ο σκοπός της; Αν τα σχέδιά της είναι εντελώς διαφορετικά και ίσως θανάσιμα; Γιατί; Η Φωτεινή έχει μια ιστορία σύνθετη κι ένα τραυματικό παρελθόν, στο οποίο αργούμε να γίνουμε κοινωνοί, που όμως δομείται σταδιακά, με το κάθε ψήγμα να με βάζει σε αμφιβολίες: είναι αυτό αλήθεια; αν ναι, γιατί το είπε κλπ.; Ο συγγραφέας δηλαδή, δε σταματάει στιγμή να παίζει με το μυαλό του αναγνώστη και να δοκιμάζει την υπομονή του ως την επόμενη ανατροπή.

Κι εκεί που το παρελθόν της Φωτεινής μπήκε στις πραγματικές του διαστάσεις, που με έκανε να νιώσω ένταση και αγωνία για το τι θα συμβεί παρακάτω, που παρακαλούσα να μη χαλάσει αυτή η αφήγηση με μια γραμμική εξέλιξη της υπόλοιπης ιστορίας, ξαφνικά, σα να σταματάει το μυθιστόρημα και να ξεκινάει ένα άλλο, κάποιος πετάει στην αυλή της κλινικής έναν ψυχικά τραυματία, κάτι που σύντομα θα περιπλέξει τα πράγματα και κυρίως θα φέρει αντιμέτωπες τη Φωτεινή και τη Μίνα λόγω της γυναικείας, ανυπότακτης και απολύτως ανθρώπινης φύσης τους. Γιατί, καλό το χάπι αλλά ο άνθρωπος παραμένει γεμάτος εκπλήξεις! Σε αυτό το σημείο λοιπόν παραδέχομαι πως ο άντρας που έρχεται «ουρανοκατέβατος» είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, για την οποία δεν μπορώ γράψω τίποτα! Κάθε μου λέξη θα είναι κι ένα spoiler, κάθε φράση και μια ανατροπή που είναι καλύτερα να τη γευτεί ο καθένας διαβάζοντας το κείμενο.

Ο Ηλίας σε πολύ γενικές γραμμές είναι ένας άντρας για τον οποίο, όσο διάβαζα, τόσο αναφωνούσα, πάνω κάτω, τις εξής προτάσεις: «Όχι, δεν πιστεύω πως ο Ηλίας είναι αυτός που με αφήνει να καταλάβω ο συγγραφέας. Αν είναι, τότε το πάμε πολύ αλλού και να δω πώς θα τα ξεμπλέξει. Α, τελικά, αυτός είναι. Μάλιστα, ΟΚ, ας δούμε τι θα γίνει παρακάτω. Α, δεν είναι αυτός τελικά, τα έλεγα εγώ, ώπα, μισό, είναι!» Ε, «είναι, δεν είναι», «είναι, δεν είναι», σταμάτησα κι εγώ να ασχολούμαι κι αφέθηκα να παρασυρθώ στην πανέξυπνη κι ευρηματική πλοκή του μυθιστορήματος, γιατί αυτό είναι ό,τι καλύτερο για ένα βιβλίο: να σε ταξιδεύει και να σου λέει για πράγματα χωρίς να στα δείχνει με το δάχτυλο, πείθοντάς σε για την αληθοφάνειά τους.

Αυτό το κλείσιμο του ματιού είναι διάχυτο από την αρχή ως το τέλος, είτε για τους πραγματικούς λόγους που ήρθε η Φωτεινή στην κλινική είτε για το ποιος είναι πραγματικά ο νέος τρόφιμος. Και μέσα από αυτές τις εκπλήξεις και τις αλλαγές, καταφέρνει ο κύριος Καστέλλης να περάσει τεχνηέντως τις δικές του σκέψεις και απόψεις πάνω στον έρωτα, το συναίσθημα, τις σχέσεις, την αγάπη και όλα τα υπόλοιπα που συναποτελούν τη ζωή και όλοι μας χρειαζόμαστε για να ανέβουμε ψυχολογικά ή να ξεπεράσουμε τραυματικές εμπειρίες.

Για παράδειγμα:

«Ο έρωτας δημιούργησε τις ενοχές και οι ενοχές συντηρούν τον έρωτα» (σελ. 79).

«-Νομίζεις στ’ αλήθεια πως είναι σωστό να σταματήσει ποτέ αυτός ο πόνος; -Τι καλό θα βγει αν συνεχίσει; -Δεν ξέρω. Ίσως αυτό να ήταν πιο ανθρώπινο. -Ξέρεις, υπάρχει κάτι ακόμα πιο ανθρώπινο κι απ’ τον πόνο. Η ανάγκη να τον ξεπερνάς» (σελ. 79).

«Αν πιστεύεις πως θα είναι για πάντα, είναι έρωτας. Κι ας κρατήσει το «για πάντα» κι ένα βράδυ. Όσο είσαι ερωτευμένος θα κουβαλάς το βάρος μιας αιωνιότητας. Και καμιά σημασία δεν έχει αν ο φόβος ή η ελπίδα σου γι’ αυτήν την αιωνιότητα θα επαληθευτεί. Εκείνο που μετράει, είναι πως όσο παραμένεις έτσι, θα βρίσκεσαι διαρκώς αντιμέτωπος μαζί της» (σελ. 232-233).

Ακόμη και η στάση ζωής απέναντι στις πατροπαράδοτες, παραδοσιακές αντιλήψεις περί προπατόρων, περνάνε κι αυτές από αμφισβήτηση: «Ό,τι κι αν λένε οι γραφές, ότι ο καταραμένος όφις την πλάνεψε να δαγκώσει το μήλο, η Φωτεινή πήγαινε στοίχημα πως τίποτα δεν έψησε περισσότερο την Εύα από κείνο το «απαγορεύεται» του Θεού. Ήταν η κλασικότερη ίσως κίνηση μάρκετινγκ στην ιστορία» (σελ. 111).

Ειδικά οι ειρωνικές, σαρκαστικές συζητήσεις κυρίως μεταξύ Ηλία και Φωτεινής είναι ένα διαρκές πινγκ-πονγκ, μέσα από το οποίο καθρεφτίζονται διαχρονικές αλήθειες από τις οποίες κάποιες, ομολογώ, δεν τις είχα σκεφτεί.

«-…ξεκινάς με μια αυταπάτη. Βλέπεις πράγματα στον άλλον που θέλεις να δεις. Τον θεοποιείς. Είναι όμως ακατόρθωτο να σταθεί κανείς αντάξιος σε προσδοκίες που έχει ορίσει κάποιος άλλος κι η πραγματικότητα δαγκώνει χειρότερα μετά αυτούς που τη διαστρέφουν. Τότε απομένουν δύο τινά: ή τη βλέπεις και εγκαταλείπεις εξοργισμένος που εξαπατήθηκες ή επιμένεις να την αρνείσαι. Δίνεις έτσι όμως στον άλλον το περιθώριο να τη δει πρώτος. -Δεν υπάρχει ευτυχισμένη κατάληξη για τους δύο, ε; -Υπάρχει... Να δουν την αλήθεια μαζί και να συμφωνήσουν στον τρόπο που θα την αντιμετωπίσουν» (σελ. 260).

Ο «Ερωσφόρος» είναι ένα ευρηματικό, ρεαλιστικό και διαχρονικά επίκαιρο μυθιστόρημα, γεμάτο ανατροπές στις ιστορίες που περιγράφει αλλά και στον τρόπο που τις παρουσιάζει. Ευχαριστήθηκα την υπέροχη, κινηματογραφική σχεδόν γραφή, τις πανέξυπνες συζητήσεις μεταξύ των χαρακτήρων, τον τρόπο που με έβαλε να σκεφτώ πάνω στον έρωτα και στις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων αλλά και την ευρηματικότητα με την οποία αντιμετώπισε ο ίδιος ο κύριος Καστέλλης τις σουρεαλιστικές και μη πτυχές της ιστορίας του.

Πάνος Τουρλής