Δεσποινίς Πελαγία

του Γιάννη Ξανθούλη

Η δεσποινίς Πελαγία είναι μια γυναίκα στα πενήντα πέντε της, μ’ ένα κουτσό πόδι, βυθισμένη σε μια δουλειά που της απομυζεί κάθε μέρα της ζωής της, μια γυναίκα υποταγμένη στη μοίρα της, ένα διακοσμητικό βάζο στα εορταστικά τραπέζια των αδελφών της. Εκείνο τον Νοέμβριο όμως μια σειρά γεγονότων θα αλλάξουν τη ζωή της και θα τη γεμίσουν με ελπίδα για όσα άπιαστα όνειρα είχε τολμήσει χρόνια πριν να κάνει, πριν παρατήσει τις σπουδές της για να φέρνει λεφτά στο σπίτι. Θα καταφέρει όμως να ξεφύγει από το παρελθόν της και τον ίδιο της τον χαρακτήρα;

«Η δεσποινίς Πελαγία» είναι ένα γλυκόπικρό μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που χάνονται χωρίς να ζουν τη ζωή τους, για τα χρόνια που περνούν χωρίς σημαντικές στιγμές, για το καθήκον που υποτάσσει την ψυχή κι αλίμονο αν αυτή ξεσηκωθεί. Ο σαρκασμός και η πίκρα, η αγάπη και η μοναξιά εναλλάσσονται σε μια αφήγηση που απέχει από κάθε κλισέ και που είναι γεμάτη αγάπη κι ενδιαφέρον, ελπίδα και προσμονή για μια γυναίκα που πρέπει ν’ αλλάξει και θ’ αλλάξει. Η πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα που κινείται και αναπνέει μηχανικά, χωρίς προσμονές και στόχους, ξέρει όμως τι κάνει και δεν παύει κάπου κάπου να φυλλομετρά κρυφά τα δικά της όνειρα, θαμμένα από καιρό στα «πρέπει» που της επιβλήθηκαν όταν πέθανε ο πατέρας και κάποιος έπρεπε να φροντίζει τα μικρότερα αδέλφια και τη μάνα αλλά και με μια υποδόρια πίκρα για όσα της στέρησε το κουτσό της πόδι. Είναι μια γυναίκα που τσαλαπατά κάθε αφηγηματικό στερεότυπο και η ιστορία της είναι ένας συγκινητικός λαβύρινθος γεμάτος στροφές και απρόσμενα εμπόδια. Μένει σε μια μονοκατοικία στον Κολωνό, φιλοξενεί μια ζητιάνα με τρεις παπαγάλους, απορρίπτει κάθε συζήτηση των αδελφών της να δώσουν το σπίτι αντιπαροχή κι όλα αυτά αλλάζουν μετά από ένα τροχαίο έξω από τον Σταθμό Λαρίσης αλλά κι από έναν αναπάντεχο θάνατο.

Οι οικογενειακές σχέσεις είναι ο πρώτος στόχος κατά του οποίου βάλλει ο συγγραφέας, μιας και η δεσποινίς Πελαγία μεγάλωσε με αίσθημα ευθύνης απέναντι στ’ αδέλφια της, τον Γιώργο και τον Μίμη, τα οποία σύμφωνα με τη μάνα της μόνο αυτά θα την κοιτάξουν, και τελικά παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και την καλούν στα ρεβεγιόν από τυπικότητα, χωρίς όμως να ξεχνούν τα κληρονομικά δικαιώματα από το πατρικό όπου τώρα μένει η Πελαγία, ειδικά όταν από αυτό θα μπορούσε να ξεπηδήσει μια ωραιότατη αντιπαροχή: «Μια αδελφή τούς αναλογούσε -κι αυτή δυστυχώς ήταν η Πελαγία. Ευτυχώς δεν τους απασχολούσε ιδιαίτερα, ούτε τους κολλούσε συχνά» (σελ.103). Αλλά στα δύσκολα: «Καταλάβαινε ότι η αδελφή του ήταν μια σκύλα που δεν την έπιαναν τα αντιλυσσικά εμβόλια» (σελ. 307).

Τον Γιώργο και τον Μίμη παρακολουθούσε κρυφά να φιλιούνται μεταξύ τους και να χαϊδεύονται, ψάχνοντας τρόπους να βελτιωθούν πριν βγουν στην ερωτική κονίστρα, τον Γιώργο και τον Μίμη υπερασπιζόταν η μάνα: «-Άντρες είναι. Τι κοιτάς. Άντε, τράβα στη δουλειά σου» (σελ. 76) (πάντως αυτός ο υποβόσκων ερωτισμός μεταξύ αδελφών αναλύεται τραγικότερα στο «Πεθαμένο λικέρ» ενώ υπάρχει και στον «Θείο Τάκη»). Πικραμένη από τους γονείς της, μαθηματικό μυαλό, μπήκε στο Πανεπιστήμιο αλλά το παράτησε για να φέρει χρήματα στην οικογένεια μετά τον θάνατο του πατέρα της «μετά από σειρά καβγάδων και κάθε λογής οικογενειακές συνωμοσίες» (σελ. 51). «…νευρασθενική από τις έγνοιες μάνα», «καθώς η κυρα-Ευδοκία στο παραπέντε της κλιμακτηρίου γέννησε τους γιους, όταν ήταν πια πολύ κουρασμένη», τόσο λιτά και τραγικά αποδίδεται το οικογενειακό περιβάλλον που πνίγει την πρωταγωνίστρια. Παράτησε λοιπόν η δεσποινίς Πελαγία τη φοιτητική ζωή και τα γυναικεία της όνειρα «τότε που τη στοίχειωναν ακόμη εφιάλτες χαμηλόφωνοι» (σελ. 157).

Και τι ωραία αδέρφια ο Γιώργος κι ο Δημήτρης, «με τις ξινές νύφες με τα διεστραμμένα ονόματα Λάρα, από το Εριφύλη, και Γκόλντα, από το Χρυσούλα» (σελ. 41)! Εν τω μεταξύ «Τα σπίτια των αδελφών της τη θεωρούσαν περιττή. Πατώματα, χαλιά, έπιπλα, τα πάντα της ήταν ξένα» (σελ. 42). Κι όμως, ίσως από κακία ή, ακόμη χειρότερα, αδιαφορία, δεν έδινε σημασία στις κοροϊδίες της οικογένειάς της: «Δεν την ένοιαζε. Σαν να τους χάριζε το ευτράπελο μέρος της σκιάς της με μια γενναιοδωρία που ούτε καν υποψιάζονταν» (σελ. 57). Κι αυτή η πικρία εύκολα μετατρέπεται σε γέλιο, ειδικά αν ο στόχος είναι οι νύφες: «…χλιμιντρίζει η Γκόλντα, ενώ η Πελαγία θέλει να της ξύσει το κρανίο, να δει μέχρι πού έχει προσχωρήσει η μπογιά της Γκαρνιέ» (σελ. 138). Όταν μάλιστα τα πάντα ανατρέπονται στη ζωή της, η κίνηση που κάνει απέναντί τους με έβαλε σε σκέψεις: δείχνει μεγαλοψυχία (όχι αυτήν που νιώθει το θύμα αλλά την άλλη, του οίκτου) ή θέλησε να κλείσει με τον καλύτερο κατ’ εκείνη τρόπο τους παλιούς λογαριασμούς;

Ταυτίστηκα απόλυτα με αυτήν τη γυναίκα, ένιωσα στο πετσί μου τη μοναξιά της και τη ρουτίνα της, ένιωθα ευπρόσδεκτος στη ζωή της και ταυτόχρονα ανήμπορος να τη βοηθήσω στις αποφάσεις της ή να τη στηρίξω στα λάθη της. Η δεσποινίς Πελαγία όμως χάραξε τον δικό της δρόμο χωρίς εμένα και σταδιακά απέκτησε μια χαμένη αυτοπεποίθηση που την έκανε να προβεί σε πράξεις χωρίς επιστροφή, χωρίς τέρμα, ακόμη και χωρίς λογική ή φόβο. Κάθε της κίνηση ήταν και μια μικρή σταγόνα λάβας που ξέφευγε από μέσα της, παρασύροντας κάθε φορά και πρόσωπα του επαγγελματικού και οικογενειακού της περιβάλλοντος. Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο μετατρέπεται σε απαιτητική, αδίστακτη, προκλητική γυναίκα, που, όταν αντικρίζει επιτέλους τον έρωτα, μαλακώνει, μόνο και μόνο για να κάνει μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών όταν γίνεται μια μεγάλη αποκάλυψη, που φέρνει μεν μια ρομαντική εξέλιξη στο κείμενο, είναι όμως ο τελευταίος βραχίονας από τον οποίο θα πιαστεί πριν κάνει ένα μεγάλο της όνειρο πραγματικότητα: να πάει στην Κωνσταντινούπολη.

Τι μπορεί να περιμένει κανείς άραγε από μια γυναίκα με όνομα παρμένο από μια ανανήψασα πόρνη της Αντιόχειας κι όχι από τη μοναχή που είχε ανακαλύψει τη θαυματουργή εικόνα της Τήνου, από ένα ρομπότ που κάνει την ίδια καθημερινή διαδρομή Κολωνός-Σταθμός Λαρίσης, όπου και η δουλειά της, από μια γυναίκα που ένιωθε «στιβαρή μοναξιά» και μισεί το παρελθόν: «Απόψε όμως εξοργίστηκε που μοσχοβολούσε το βαρύ μπαχαρικό άρωμα του χρόνου πιο δυνατό κι επίμονο απ’ οτιδήποτε» (σελ. 69); Το επίθετό της; Γκρέκα, πρώην Γκρέκογλου, από οικογένεια προσφύγων εκ Καππαδοκίας.  Η δουλειά της τη βοηθάει ν’ αναπτύξει μια διαφορετική λογική και αντίληψη: «Ένα βρέφος μια νύχτα αλλάζει ξαφνικά ολόκληρη τη δομή μέτρησης του χρόνου. Εν αγνοία του. Είχε πλάκα…» (σελ. 48). «Περνούσαν τα χρόνια ομοιόμορφα κι εκείνη αφηνόταν στις συνήθειες. Συνήθειες χωρίς κανενός είδους χαρακτήρα» (σελ. 108). Είναι ερωτική γυναίκα ή πειθηνιο ανδρείκελο ξένων ζωών που τις υιοθετεί από καθήκον; «Ονόματα και σχέσεις σαν απολιθωμένες αισθηματικές αρρώστιες, καταρρακωμένες μέσα στην ενηλικίωση της πρωτεύουσας. Δικούς της ανθρώπους, μια βαθμίδα πιο κάτω από τ’ αδέλφια της, πρόσωπα που τα ερωτεύτηκε μονόδρομα ή που τα αγάπησε βαθιά, για να τραυματιστεί από τις απουσίες τους, φιλίες σα λυπητερή ταινία κινηματογραφική με ελλειπτικούς υπότιτλους» (σελ. 125).

Υπάρχει έρωτας στη ζωή της Πελαγίας; Ξεκάθαρα όχι, μόνο ευσπλαχνία, όταν κάνει πεταχτά έρωτα με τον Παρασκευά ή «Μαμούθ», λόγω του όγκου του, πίσω από το νεκροταφείο της Καισαιριανής. Άλλωστε κι η ίδια το παραδέχεται πως ό,τι γνωρίζει από το αντρικό σώμα είναι ξεκάθαρα από την κοιλιά ως τα γεννητικά όργανα και μόνο. Κι επιτέλους έρχεται η ώρα να γνωρίσει τον έρωτα στα μάτια του νέου λογιστή, του Σταύρου: «Της αρκούσε που κάποιος ήθελε να την εθίσει σε κάτι πολύ πιο αληθινό από την ευθεία που όριζε τη ζωή της» (σελ. 198). Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η γνωριμία θα το αφήσω στον αναγνώστη να το ανακαλύψει μόνος του, γιατί τα συγγραφικά μονοπάτια του κυρίου Ξανθούλη δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε βγάλουν! Αφήνω μόνο αυτό εδώ: «Δάση σεντονιών από μεσημέρια Ιουλίων κάλυψαν το βλέμμα της… κι ο Σταύρος Νομικός, απέναντί της, να αφηγείται τον κόσμο του έρωτα με μάτια φωτεινού πρωινού» (σελ. 302).

Όλη αυτή η ψυχική μοναξιά, η τραγικότητα των πράξεων και τα επιφανειακά αδιέξοδα αντιδιαστέλλονται με το σουρεαλιστικό περιβάλλον εργασίας της Πελαγίας, η οποία εργάζεται στη «Βηθλεέμ», ένα εργαστήριο χειροποίητων χριστουγεννιάτικων προϊόντων, που αντιστέκεται στις πλαστικούρες της Άπω Ανατολής και παραδόξως έχει δουλειά σχεδόν όλες τις μέρες του χρόνου, έστω και με πίστωση ή χρωστούμενα. Κάτι οι μονές, κάτι ο Ελληνικός Στρατός, κάτι οι παλαιοημερολογίτες, κάτι οι χριστιανοί Φιλιππινέζοι, η βιοτεχνία πάει καλά. Το αφεντικό, ο Βασίλης Δαδής, έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην Πελαγία: «Ο Θεός μπορεί να έπλασε τη γυναίκα αλλά στο πλάσιμο της Πελαγίας έβαλε το χέρι του κι ο διάβολος» (σελ. 79). Στην προσωπική του ζωή έχει μπλέξει με μια Βουλγάρα που τον απομυζεί κρυφά από τη γυναίκα του, όμως ούτε η δική του ιστορία θα έχει το αναμενόμενο τέλος. Αντίθετα, μια αποκάλυψη που τον αφορά με άφησε με την απορία: να γελάσω ή να κλάψω με όσα ο δαιμόνιος νους του συγγραφέα εφευρίσκει; Οι συνθήκες στο γραφείο ήταν ξεκαρδιστικά κωμικές ως προς την ποικιλία των προβλημάτων στις παραγγελίες και στους πελάτες και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν από την εφευρετική Πελαγία αλλά και ως προς τη φιλοσοφία γύρω από την ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων.

Ο κύριος Ξανθούλης παραθέτει έναν λεπτοκεντημένο σαρκασμό που δεν υπερβαίνει τα εσκαμμένα ούτε προσβάλλει, αντίθετα αναδίδει ακριβώς τη βαρεμάρα μιας υπαλλήλου που είναι η ψυχή αυτής της βιοτεχνίας για πάνω από τριάντα χρόνια, χωρίς αργίες και Κυριακές: «Λοιπόν, τα βασικά είναι πως η κοπέλα πάνω από το βρέφος είναι η Μαρία και ο κατάπληκτος κύριος με την κελεμπία αριστερά της, ο σύζυγός της, ο Ιωσήφ. Πιθανότατα γάμος από προξενιό. Βιβλικό προξενιό. Πιο πίσω, η πλέμπα: βοσκοί, άγγελοι για χορωδία, θηλαστικά για θέρμανση και οι τρεις Μάγοι με ισάριθμες καμήλες, που τις δίνουμε όσο όσο προκειμένου να μας αδειάσουν τη γωνιά. Το βρέφος είναι το Θείο Βρέφος. Όσοι θέλουν, παίρνουν και αξεσουάρ, όπως άστρα, δέντρα και αρνάκια» (σελ. 154). Φανταστείτε λοιπόν να σας φέρνουν πεινασμένοι καλλιτέχνες κόντρα πλακέ με τους πρωταγωνιστές αυτούς κάτωχρους σα Γιαπωνέζους ή με τα άλογα βαμμένα σα ζέβρες ή ό,τι ακριβώς δε ζήτησαν οι πελάτες και να έχεις και προθεσμίες παράδοσης!

Στο ίδιο μοτίβο κινούμαστε και όταν εμφανίζεται ως τακτικός πελάτης η Μονή Οσίου Λέοντος του Δικαίου, χάρη στην αδελφή Δανιηλία, πρώην ξαδέλφη της Πελαγίας Πόπη. Οι απαιτήσεις, ο τρόπος με τον οποίο αντιδιαστέλλεται ο μοναχικός βίος με τον προηγούμενο έκλυτο, οι εξαιρετικοί διάλογοι των δύο ξαδελφών είναι πραγματικά απείρου κάλλους, γραμμένα όλα μ’ έναν καλοδεχούμενο σουρεαλισμό που δεν αφήνει τίποτα όρθιο αλλά με διακριτική χλεύη (όχι απέναντι στον ιερό σκοπό των μοναστηριών αλλά στα κίνητρα μοναχισμού κάποιων, καθώς και στις διαφορές πριν και μετά την υπηρεσία προς τον Κύριο). Η αδελφή Δανιηλία μάλιστα είναι μοναχή μεν, Χρυσός Οδηγός δε! «Και βέβαια ούτε αυτή τη φορά παρέλειψε να τηλεφωνήσει στην πάντοτε ενημερωμένη για όλα Δανιηλία, ζητώντας πληροφορίες για γραφεία ταξιδίων. -Αμάν, βρε Πελαγία. Αφού ξέρεις πως τέτοιες μέρες ζω με παξιμάδια και νερόβραστη φακή. Μπορώ να σκεφτώ;… Κλασική η αντίδρασή της αλλά, απ’ ό,τι έδειξε το επόμενο τηλεφώνημα, η μοναχή Δανιηλία θα πρέπει να έτρωγε και κάτι πιο πρωτεϊνούχο, πιθανόν εν αγνοία της, γιατί σκέφτηκε αποτελεσματικά» (σελ. 266-267).

Ούτε η Αθήνα ξεφεύγει από τον μελαγχολικό λόξιγκα του συγγραφέα και ζωντανεύει με απρόσμενους επιθετικούς προσδιορισμούς και μια καθημερινότητα που όλοι βιώνουμε όμως μόνο ένας Ξανθούλης μπορεί να την αποτυπώσει έτσι όμορφα μες στην ασχήμια της. Ο «λαδερός αέρας της Πανεπιστημίου», ο Σταθμός Λαρίσης με τους αποχαιρετισμούς και άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα δίνονται «…κάτω από τα τυφλά βλέμματα αγαλμάτων που ανήκαν σε μια ιστορία που κανείς δεν ήθελε να ξέρει» (σελ. 215). «Η Αγία Ανάγκη πάει καιρός που είχε επιβληθεί σαν πολιούχος αγία της πρωτεύουσας» (σελ. 227). «Σε ένα στενό, ένα φορτηγό ξεφόρτωνε ζητιάνους φερμένους από το περιθώριο των Βαλκανίων, ευλογημένους με εξαντρίκ αναπηρίες» (σελ. 239). «Μια πολιτεία επιβαρυμένη από την οικονομική της αναπηρία, κόντρα στη μέχρι τότε γνωστή καταναλωτική υστερία. Όλοι μετρούσαν τις αντοχές τους με μισθούς πενιχρούς…» (σελ. 270). Κι από την άλλη η Κωνσταντινούπολη, φυσικά η Κωνσταντινούπολη: «…η Πόλη της ευλαβούς ασέβειας, η Πόλη όπου συνέκλιναν οι θυμοί τόσων αυτοκρατοριών…» (σελ. 268), μια πόλη που ο κύριος Ξανθούλης δε λησμονεί να αναφέρει ή να σεργιανίσει σχεδόν σε κάθε του βιβλίο.

Η ιστορία της δεσποινίδος Πελαγίας ξεδιπλώνεται με μια σειρά από απρόβλεπτες παρομοιώσεις και μεταφορές, μετρημένα ρομαντικά και ερωτικά αποσπάσματα και μια λεκτική δύναμη που είναι οικεία στους αναγνώστες που ακολουθούν πιστά τον συγγραφέα, εδώ όμως βελτιώνεται ακόμη περισσότερο: «Έξω ο ουρανός είχε το χρώμα των καφέ σκύλων με μικρά ξέφωτα παλιωμένου γαλάζιου» (σελ. 13). «Η βροχή ήταν από κείνες τις ψυχρές, που οι Αθηναίοι τις καλοδέχονταν μόνο και μόνο για να προϊδεαστούν πως σε λίγα εικοσιτετράωρα ο Δεκέμβρης θα ήταν παρών» (σελ. 107). Ακόμη και το τόσο λυτρωτικό και απαραίτητο χιούμορ είναι δωρικό αλλά ισοπεδωτικό: «-Αληθινά είναι; ρώτησε. -Μαϊμούδες… Βρωμάνε ζούγκλα! την καθησύχασε» (σελ. 151).

Από την άλλη, χάρη στην Πελαγία γνώρισα μια άλλη διάσταση των μαθηματικών: «Τους έπαιρνε από το χέρι και τους ξεναγούσε με σιγουριά στα δάση των αριθμών, στις ζούγκλες των πολυψήφιων, στις πονηρές κοιλάδες των δεκαδικών, αλλά και σε πολεμοχαρείς φυλές, όπως τα κλάσματα και οι αλγεβρικοί τύποι, ή στα αιχμηρά τοπία της γεωμετρίας, με τις οξείες γωνίες και την παραπλανητική ειλικρίνεια των ευθειών της. -Μην τις εμπιστεύεστε απόλυτα, τους έλεγε» (σελ. 59). Και φυσικά υπάρχουν σημεία όπου κοντοστέκεσαι αμήχανος για τη διαυγή αναπαράσταση της ζωής σου: «Κάπου είχε διαβάσει, πολύ παλιά, πως καμιά φορά όσοι έζησαν κοντά σου, όσοι έχουν δει τον πόνο, τον φθόνο και πάνω απ’ όλα την ντροπή σου, ή και αισθήματα απείρως πιο ευγενή, αυτοί σε μια κρίσιμη στιγμή ενδέχεται να κοπούν τελείως από τη ζωή σου χωρίς εξήγηση. Η εξήγηση, με το σκοτάδι του χρόνου να μεσολαβεί, γίνεται αργότερα καημός αβάσταχτος ή νοσταλγία για πράγματα ασήμαντα κι ακατανόητα από την απόσταση που τα στεγανοποιεί» (σελ. 105-106). Και μια έκπληξη: στις παιδικές αναμνήσεις της Πελαγίας εμφανίζεται ο Τόλης Μάνθος, παλιός κοφερανσιέ από τον θίασο της Μαρίκας Σουέζ, με την οποία περιόδευε σε λουτροπόλεις «επί συμμοριτοπολέμου»!

Τι είναι λοιπόν η «Δεσποινίς Πελαγία»; Ένας ύμνος στη δύναμη της μοναξιάς και την οργή της πίκρας; Ένα μυθιστόρημα για μια γυναίκα που θα την αλλάξουν απρόσμενα γεγονότα, ίσως όμως ο ψυχισμός της να μη μεταβληθεί ριζικά κι έτσι να μη μετακινηθεί και πολύ από την ψυχολογία του θύματος που πάντα ήταν; Μια υπέροχη καταγραφή πολύ ενδιαφέροντων χαρακτήρων που συγκροτούν ένα μυθιστόρημα γεμάτο αγωνία ως προς τις επόμενες εξελίξεις της πλοκής και ταυτόχρονα ένα συγκινητικό ταξίδι σε μια ψυχή που παραδέρνει από Χριστούγεννα σε Πρωτοχρονιά; Ίσως αυτά, ίσως (και) άλλα, πάντως ένα σίγουρα καλό μυθιστόρημα, γεμάτο συναισθήματα, γλυκόπικρο χιούμορ και βαθιά νοήματα που αγγίζουν τον αναγνώστη χωρίς να το καταλάβει και τον βοηθούν να σκεφτεί πάνω στον δικό του χαρακτήρα και τη δική του καθημερινότητα.

Πάνος Τουρλής